Έστω και δανεισμένο από τον Χρήστο Κυριαζή, ο οποίος το έγραψε και το πρωτοτραγούδησε (1991), το "Βράδυ Σαββάτου" είναι για τους περισσότερους συνυφασμένο με τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πολλά χρόνια μετά, λοιπόν, συνεχίζει να τον συνοδεύει, προσφέροντας ταιριαστό τίτλο στις σαββατιάτικες παραστάσεις που έστησε για φέτος στο Anodos Live Stage της Πειραιώς, παρέα με τη Βιολέτα Ίκαρη.

Παρότι είχαμε πίσω μας πια την πρεμιέρα, το Anodos ήταν κατάμεστο το περασμένο Σάββατο –σε σημείο που είδαμε να τοποθετούνται σκέτες καρέκλες κοντά στο τραπέζι μας, για να εξυπηρετηθούν κάποιοι αργοπορημένοι. Και ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό να ήταν ότι λίγοι έφυγαν πριν το φινάλε του προγράμματος, το οποίο διαρκεί 3,5 γεμάτες ώρες, δίχως διάλειμμα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι θέλαν «κι άλλο, κι άλλο». Ήταν επίσης μια βραδιά που είχε και τις διάσημες παρουσίες της ανάμεσα στο πλήθος: ακόμα κι όσοι δεν έπιασαν την από μικροφώνου αναφορά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην Αγγελική Νικολούλη, την είδαν μια χαρά λίγο αργότερα να χορεύει ζεϊμπέκικο στο "Στα Είπα Όλα" του Σωκράτη Μάλαμα.

Μια τέτοια χρονική διάρκεια δεν θα στεκόταν βέβαια δίχως μια άξια ορχήστρα στα μετόπισθεν. Παρότι κανείς δεν υστέρησε στον ρόλο του, αξίζει νομίζω μια ιδιαίτερη μνεία στις ωραίες μπασογραμμές του Βαγγέλη Πατεράκη, καθώς και στους Αντρέα Αποστόλου (πιάνο, πλήκτρα) και Μαίρη Μπρόζη (βιολί), οι οποίοι όχι μόνο στάθηκαν άψογα σε εκτελεστικό επίπεδο, μα διακρίθηκαν και σε ορισμένες ωραίες ενορχηστρωτικές «πινελιές», που φρέσκαραν κάποια χιλιοακουσμένα πλέον κομμάτια. Το γκρουπ συμπλήρωσαν ο Στέφανος Δημητρίου (τύμπανα), ο Γιάννης Αυγέρης (ηλεκτρική κιθάρα), ο Απόστολος Μόσιος (ακουστική κιθάρα, μπάσο) και ο Χρήστος Σκόνδρας (μπουζούκι).

Απόστολος Μόσιος & Μαίρη Μπρόζη, επίσης, ανέλαβαν το άνοιγμα του προγράμματος και τις ανάσες πριν το άτυπο δεύτερο μέρος. Ο Μόσιος, εντούτοις, που είχε τη μεγαλύτερη «μερίδα» αυτών των βοηθητικών τμημάτων, αποδείχθηκε κατά τη γνώμη μου άστοχος στα χρώματα και στην ένταση των ερμηνειών του. Σε αντίθεση με τη Μπρόζη, η οποία τραγούδησε εκφραστικά, στεκόμενη ωραιότατα ακόμα και σε μια δύσκολη επιλογή σαν το "Canção Do Mar" της Amália Rodrigues –έστω κι αν έγινε φανερό από την προσέγγισή της ότι το έχει μάθει από τη Dulce Pontes.

Όσον αφορά τώρα το «ψητό», είναι κατά βάση ένα πρόγραμμα βασισμένο σε παλιά συνταγή: το αστέρι που ανατέλλει ενώνει δυνάμεις με το δοκιμασμένο όνομα, το καινούριο βαπτίζεται στο παλιό και το παλιό αναβαπτίζεται στο καινούριο. Στην ιδανική τέλος πάντων μορφή αυτής της συλλογιστικής. Γιατί στο Anodos Stage, η ισορροπία μάλλον ντελαπάρει. Και όχι γιατί υπάρχει κάποια διάθεση καπελώματος από τον «παλιό» ή γιατί κάτι έχει στηθεί λάθος στη ροή. Όχι, δεν συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Όμως φεύγεις με την εντύπωση ότι είδες τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος είχε μαζί του και τη Βιολέτα Ίκαρη –και όχι ότι βρέθηκες σε ένα κοινό πρόγραμμα.

Η Ίκαρη διαθέτει όμορφη φωνή, με πολύ χαρακτηριστική χροιά. Ήρθε λοιπόν στα μουσικά μας πράγματα με ένα σπάνιο δώρο, το οποίο την καθιστά άμεσα αναγνωρίσιμη με το που θα την ακούσεις. Δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι θα πάει χαμένο ένα τέτοιο προσόν, στο μέλλον. Στο παρόν, εντούτοις, δεν καθίσταται σαφές ποια είναι. Στο Anodos Stage, δηλαδή, διέκρινα προσωπικά τρεις διαφορετικές Βιολέτες Ίκαρη· και μόνο εικασίες μπορώ να κάνω για το ποια είναι η πιο Ίκαρη.

Είδα δηλαδή τη βαριά έντεχνη ερμηνεύτρια πίσω από τα μεγαλίστικα και θολοκουλτουρέ "Έλα Και Ράγισε Τον Κόσμο Μου" και "Το Μαύρο", η οποία έχει δρόμο ακόμα για να πιάσει τις αγωνιώδεις γωνιές των στίχων του Νίκου Καββαδία, παρά το εντυπωσιακό φωνητικό ρεσάλτο με το οποίο τελείωσε το "Καραντί". Είδα μια τραγουδίστρια που αισθάνεται άνετα στις νησιώτικες ενορχηστρώσεις της "Παλιοτρεχαντήρας", να τις εκπροσωπεί επί σκηνής με ένα στυλ που φανερώνει σπουδή στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Είδα επίσης μια κοπέλα που νομίζω βρισκόταν στο στοιχείο της τραγουδώντας Νίκο Παπάζογλου και Χάρις Αλεξίου. Όσο όμως πιο «σπίτι της» την αισθανόσουν, τόσο θάμπωνε το σήμα κατατεθέν της χροιάς: άδοντας ψηλά, τείνει να τη χάνει.

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, από την άλλη, άρχισε και τελείωσε το πρόγραμμα με «αέρα» σταθεράς και πλήρη αυτοπεποίθηση. Μπροστά σε ένα κοινό που δεν έπαψε να δείχνει αγάπη, αφοσίωση, μα και να τραγουδά κάθε στίχο με το που γύρναγε το μικρόφωνο προς την πλατεία, δεν φοβήθηκε ούτε τη φωνητική φθορά που έχει επέλθει, ούτε τα γνωστά (πλέον) άγαρμπα τινάγματα χεριών και ποδιών ή την κίνηση εκείνη που είναι πια τόσο δική του, μα πάντα θα μου θυμίζει τον Mr. Miyagi να προσπαθεί να μάθει στον Daniel LaRusso να κάνει τον πελαργό, στο Karate Kid (1984). Το μόνο που δεν μπόρεσε να «εκπροσωπήσει», ήταν οι ατάκες με τις οποίες προλόγιζε τα τραγούδια: το χιούμορ έφερνε σε θείο που κάθεται στα οικογενειακά τραπέζια με τη νεολαία (και όλοι ξέρουμε πώς καταλήγει κάτι τέτοιο), ενώ τα πιο de profundis βγήκαν γλυκουλίνικα.

Ο Παπακωνσταντίνου, βέβαια, είπε (κι έκανε) κι άλλα, ακόμα σημαντικότερα όσον αφορά τη σημειολογία της βραδιάς και τον τόνο που θέλησε να δώσει. Αρχή ήταν ακόμα, μετά το φουλ ζέσταμα –το οποίο πέτυχε με το καλημέρα, μπαίνοντας φορτσάτα με το "Χαιρετίσματα"– όταν ξεστόμισε τη λέξη «Νεοφιλελευθερισμός» αντικρίζοντας το γεμάτο μαγαζί. Και μετά, στο δεύτερο μέρος, εκεί που ετοιμαζόταν για το "Στέλλα", ζήτησε κι άναψε τσιγάρο, ενώ όλη εκείνη την ώρα όποιος ήθελε να καπνίσει έβγαινε έξω, καθώς ο χώρος τηρεί κατά γράμμα την αντικαπνιστική νομοθεσία. «Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές», δήλωσε στη συνέχεια, «μόνο αντιπαθητικοί αντικαπνιστές». Στην πρώτη περίπτωση, βουβαμάρα· στη δεύτερη, έπεσε χειροκρότημα.

Κύριος οίδε, ασφαλώς, αν ο κόσμος κατανοεί τι σημαίνει «Νεοφιλελευθερισμός». Μη βλέπετε που η Αριστερά ζει με τη χρόνια ψευδαίσθηση ότι οι κοινοί της τόποι αποτελούν και κοινό κτήμα ανάμεσα στο πλήθος. Κύριος οίδε, όμως, και τι είχαν ψηφίσει οι κύριοι και οι κυρίες που γέμισαν ένα μέρος όπου ναι μεν «τιμαί λογικαί» για το είδος διασκέδασης που προσφέρεται, αλλά τιμαί = 160 και ανηφόρα για τις φιάλες που είχαν ήδη κατακλύσει πολλά από τα τραπέζια. Ως εκ τούτου, ήχησε φαιδρό το χειροκρότημα για το τσιγάρο. Εκεί εξαντλεί λοιπόν την επαναστατικότητά του, ο (κάπως, όπως) ευκατάστατος Έλληνας του 2019; Όσο για τον ίδιο τον Παπακωνσταντίνου, υπήρξε λαϊκιστής. Ξέροντας πώς «να ξεχωρίζει της εποχής του τους χρησμούς, από τις οφθαλμαπάτες», είμαι σίγουρος ότι γνωρίζει καλά ότι υπάρχουν και παθητικοί καπνιστές, πέρα από τους αντιπαθητικούς αντικαπνιστές. Ίσως γι' αυτό προσπάθησε έπειτα να το σώσει, μιλώντας για το πώς πάνε να επιβληθούν στον Έλληνα συνήθειες που αρμόζουν περισσότερο σε Αυστριακούς, κόντρα στην εν γένει εξωστρέφειά του.

Ας μην θεωρηθεί, ωστόσο, εξαιτίας των παραπάνω παρατηρήσεων, ότι ο Παπακωνσταντίνου έχασε την κλάση του ως performer. Κοντοζυγώνοντας πια τα 70, έχει κλείσει κάθε κύκλο στον οποίον κινήθηκε, περνώντας από τα αριστερά εμβατήρια της Μεταπολίτευσης σε ένα γηπεδικό ροκ με Chris De Burgh αναφορές (και όχι Bruce Springsteen, που γράφουν κάποιοι) κι από εκεί σε ένα ηλεκτρισμένο κατά το δοκούν έντεχνο. Στο οποίο φαίνεται ότι, αν δεν πάει ο όποιος rocker μεγαλώνοντας, τον τρώει η μαρμάγκα όσον αφορά το δεινό της «προσέλευσης» –που, ψέματα τώρα ας μη λέμε, τη φέρνουν οι "Να Κοιμηθούμε Αγκαλιά" του κόσμου τούτου. Έτσι, διαθέτει πια την εμπειρία να μετέρχεται όλων αυτών των προσώπων σε ένα πρόγραμμα σαν και το εν λόγω, γενόμενος στο τέλος ακόμα και λαϊκός τραγουδιστής.

Είναι ίσως η μεγαλύτερη παραχώρηση που κάνει η παράσταση, ότι μετατρέπεται δηλαδή από ένα σημείο και πέρα σε κάτι σαν μπουζούκια με άποψη. Κατά τη γνώμη μου, τραβάει πολύ σε διάρκεια το συγκεκριμένο τμήμα, ιδίοις όμμασι πάντως είδα ότι αυτό κορυφώνει το κέφι ανάμεσα στο κοινό. Ακόμα κι έτσι, δίνεται η ευκαιρία να χαρείς μια στεντόρεια και αναπάντεχα εύστοχη εκτέλεση του Παπακωνσταντίνου στο "Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά", χωρίς να σου λείψει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Αυτό άλλωστε που στηρίζει τελικά το όλο πρόγραμμα, είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Κουβαλάει μαζί του την ιστορία μεγάλων live ορόσημων –το Φάληρο, το Αττικόν, ο Βύρωνας των πρώτων 1990s– στα οποία σφυρηλατήθηκε το «Βασίλη ζούμε για να σ' ακούμε», που αποδείχθηκε ότι καλά κρατεί και εν έτει 2019, αφού αντήχησε (και) στο Anodos. Όπως αποδείχθηκε και ότι, με τα όποια συν και πλην, με τους όποιους έντεχνους συμβιβασμούς, παραμένει αξία να τον ακούς στα ωραία του τραγούδια. Είτε όρθιο με την κιθάρα του, να βρυχάται λεοντόκαρδα στο «ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια» του "Βικτώρια", είτε καθιστό σε καρέκλα, στοχαστικό, με ένα ποτήρι ουίσκι αντίκρυ, σε "Βράδυ Σαββάτου" διάθεση.

{youtube}hdIXb3TLJHU{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured