Δημήτρης Μεντές

Μετά από χρόνια σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχετε επιστρέψει στη Λευκάδα, όπου και μεγαλώσατε. Παράλληλα, ασχολείστε ενεργά και με τα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού. Ποια είναι η καλλιτεχνική ταυτότητα της σημερινής Λευκάδας;

Η ενασχόλησή μου με τα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού έχει παρέλθει εδώ και αρκετά χρόνια. Η διάρκειά της ήταν σχετικά μικρή. Ορίζεται στα 4 χρόνια, από το 1999 μέχρι και το 2002. Έκτοτε είμαι ένας απλός παρατηρητής σε όσα πολιτιστικά συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή.

Δεν πιστεύω πλέον ότι μπορούμε να μιλάμε για καλλιτεχνικές ταυτότητες, ούτε στη Λευκάδα, αλλά ούτε και αλλού στην ελληνική περιφέρεια. Μοιάζουν όλα με όλα, ως να έχει μυστηριωδώς επιβληθεί από κάποιο αόρατο(;) χέρι μια μικρής εμβέλειας ομοιομορφία ή ομογενοποίηση –κατά το παγκοσμιοποίηση!

Σαφώς και υπάρχουν νέοι δημιουργοί, καλλιτέχνες, ομάδες κλπ. στην ελληνική περιφέρεια. Όμως παραμένουν αβοήθητοι από κάθε άποψη και το έργο τους δεν συγκεντρώνει παρά τη συμπάθεια ενός πολύ μικρού κοινού. Και τις περισσότερες φορές αγαπημένων (ευτυχώς) φίλων.

Οι τοπικές δομές, θεσμοί κλπ. έχουν εδώ και αρκετά χρόνια (εννοώ μεταπολιτευτικά) αποτύχει παταγωδώς, αποτέλεσμα του ανύπαρκτου σχεδιασμού της εκάστοτε κεντρικής εξουσίας όλων των χρωμάτων και αποχρώσεων. Το γεγονός αυτό είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα και όποιος επιχειρήσει να την ανασκευάσει, απλώς, κατά τη γνώμη μου, θα είναι είτε δημαγωγός, είτε ψεύτης, είτε τέλος ...ηλίθιος.

Ο πολιτισμός (στη χώρα μας) είναι πλέον μια λέξη σχεδόν νεκρή. Απογυμνωμένη από κάθε μορφής σοβαρότητα. Και δεν εννοώ ότι κάποιοι δημιουργοί δεν παράγουν αξιόλογο έργο. Εννοώ ότι όσοι διαχειρίζονται τα θέματα οργάνωσης και διαχείρισης του πολιτιστικού προϊόντος είναι στην πλειονότητά τους αδαείς και ανεπαρκείς. Σε μικρούς ή μεγαλύτερους θεσμούς, στο κέντρο ή στην περιφέρεια. Και δεν θέλω να ακούω πια τη φράση «δεν υπάρχουν χρήματα». Χρήματα πολλά, σαφώς και δεν υπάρχουν· αλλά δεν εντοπίζεται εκεί το κακό.

{youtube}FfxZSpizuFo{/youtube}

Το σοβαρότερο ζήτημα, όπως προανέφερα, βρίσκεται στην ανεπάρκεια των εντεταλμένων. Ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις. Στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας, σε Δήμους, Πνευματικά Κέντρα, Φεστιβάλ, λοιπές δομές, οι θεωρούμενοι υπεύθυνοι είναι απλά ...«ανορθόγραφοι» και εξοργιστικοί στη χαώδη έπαρσή τους. Πιστεύουν (δυστυχώς ανυποψίαστοι) ότι, επειδή είδαν πέντε ταινίες, επειδή άκουσαν πέντε δίσκους, είδαν μερικές θεατρικές παραστάσεις κι άκουσαν και κάποιες «λαϊκές» συναυλίες, διάβασαν και κάποια βιβλία(;) άντε κι επισκέφτηκαν κάποιες αίθουσες εικαστικών, είναι πλέον επαρκείς για να πιλοτάρουν το όχημα του πολιτισμού (η λέξη εντός εισαγωγικών). 

Να πω ότι, μέχρι πρότινος στην Ελλάδα, οι πανεπιστημιακές σπουδές οργάνωσης και διαχείρισης πολιτιστικών προϊόντων ήταν έννοια παντελώς άγνωστη. Και δυστυχώς για τους περισσότερους εξ ημών παραμένει. Ας αφήσουμε δε το φαινόμενο των επωνύμων. Όποιος σε τούτο τον τόπο έχει αναδειχθεί σε κάποιο καλλιτεχνικό αντικείμενο, περνώντας στη σφαίρα της αναγνωρισιμότητας: ζωγράφος, συγγραφέας, κινηματογραφιστής, συνθέτης κλπ. (επί δικαίω θα πω εγώ), θεωρείται αυτομάτως ικανός –άρα και επιλέξιμος– για να αναλάβει καθήκοντα κι αρμοδιότητες οργανωτή, επιμελητή, διευθυντή σε θέματα πολιτισμού ή και υποψηφιότητας ...βουλευτή. 

Νομίζω, επιεικώς, ότι είμαστε για γέλια· και εξοργίζομαι όταν συχνά καλούμαι, ακόμη και μεταξύ φίλων, να εξηγήσω τα αυτονόητα. Θα πω μόνο τούτο, τελειώνοντας: έχει φανταστεί ή αποτολμήσει κάποιος από όλους εσάς να αναθέσει σε μη χειρουργό να αναλάβει μικρή ή σοβαρότερη επέμβαση σε προσφιλές του πρόσωπο;

Και μη βιαστείτε ως αμετροεπείς και αδαείς να πείτε «δεν είναι το ίδιο». Είναι το ίδιο σοβαρό και ίσως ακόμη περισσότερο. Σκεφτείτε το, take your time. Τα θέματα του νου και της ψυχής είναι πάρα πολύ σοβαρά!

Η Greek Fusion Orchestra θα παίξει ζωντανά συνθέσεις σας στο Αίθριο του Παλιού Νοσοκομείου της Πάτρας (Πέμπτη 6 Ιουνίου), στα πλαίσια του φεστιβάλ Jazz+Πράξεις 2019. Τι έχετε ετοιμάσει γι' αυτήν τη βραδιά;

Στη συγκεκριμένη συναυλία θα ακουσθούν κομμάτια που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα από το ρεπερτόριο της Greek Fusion Orchestra. Αυτό σημαίνει συνθέσεις οι οποίες προέρχονται και από τα δύο άλμπουμ στην Teranga Beat (Vol. 1Vol. 2). Βεβαίως οι ερμηνείες των κομματιών αυτών θα φέρουν τη σφραγίδα των σημερινών σολίστ της ορχήστρας. Δεν είναι στις επιδιώξεις μου να αντιγράψω τις παλιές ηχογραφήσεις. Σημασία έχει τα στελέχη της μπάντας του σήμερα να σεβαστούν μεν το υπάρχον υλικό, αλλά να προχωρήσουμε μπροστά. Μέσα από σημερινές τεχνοτροπίες και αισθητικές, ως προς τη μουσική μας αφήγηση.

Γιατί μεσολάβησαν τόσα χρόνια μεταξύ της δημιουργίας (στη δεκαετία του 1970) και της κυκλοφορίας των ηχογραφήσεων της Greek Fusion Orchestra;

Δεν υπήρξε ποτέ επιδίωξή μου να δεσμεύω «κοινωνικό χώρο», να «κρατιέμαι» δηλαδή σώνει και καλά στην επικαιρότητα. Αντίθετα, στόχος μου ήταν να εκφράζομαι μέσα σε (όσο το δυνατόν) υψηλής ποιοτικής στάθμης συνθήκες, τόσο στις δημόσιες εμφανίσεις μου, όσο και στον τομέα της δισκογραφίας. Θεωρούσα επιπλέον πολύτιμο το υλικό αυτό για να το παραδώσω σε χέρια που δεν θα το εκτιμούσαν σε βάθος, σχεδόν όπως εγώ ο ίδιος. 

Είχα λοιπόν αποφασίσει ότι θα παρέμενε κλεισμένο στον χώρο εργασίας μου, μέχρι να υπάρξουν οι ιδανικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Και κάποια στιγμή έκρινα, έστω και με καθυστέρηση 40 χρόνων, ότι μπορούσα να το εμπιστευτώ στη δισκογραφική Teranga Beat. Ξέρετε, ένα άτομο όπως εγώ, δεν πάσχει από την ασθένεια της δημοσιότητας. Το δικό μου πάθος είναι και εντοπίζεται στο πώς θα προχωράω τη μουσική μου γραφή, αλλά και στο πώς θα «διαβάζω» (βλέπε αναλύω) τις μουσικές των άλλων... Για να μαθαίνω συνεχώς. Εκείνων των «άλλων» του χθες ή του σήμερα που θαυμάζω.

Πώς θα περιγράφατε δηλαδή το δημιουργικό σας παρόν; Σκοπεύετε να ηχογραφήσετε και νέο υλικό με την παρούσα σύνθεση της Greek Fusion Orchestra;

Θα τονίσω ξανά το ζήτημα των συνθηκών. Την περασμένη χρονιά, για τη συναυλία μας στην αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (16.10.2018) έγραψα ένα καινούριο έργο, μεγάλης διάρκειας. Σε αυτό, ορίζονται σε σημαντικό βαθμό οι σημερινές μου επιδιώξεις. Κι αυτές δεν αφορούν μόνο στη μουσική γραφή. Επιχειρώ να έρθω όσο γίνεται πιο κοντά και στις υπόλοιπες τέχνες και να δανεισθώ από αυτές: ιδέες, πάθος, αισθητική, συμπεριφορές και άλλα πολλά. Επίσης να διευρύνω την ορχήστρα. Όχι σώνει και καλά σε αριθμό μελών, αλλά στην αναζήτηση σπουδαίων ερμηνευτών. Αυτά έχουν για μένα την πρώτου βαθμού προτεραιότητα. Όταν τα καταφέρω, θα ενδιαφερθώ και για την ή τις ηχογραφήσεις.

Ποιοι είναι αλήθεια οι ήχοι που διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζετε τη σύνθεση;

Η αλήθεια είναι ότι οι τρόποι με τους οποίους προσεγγίζω τη μουσική πράξη καθορίζονται από πολλές, άρα και ποικίλες διαδικασίες. Οι οποίες ξεκινούν με τη σειρά τους μέσα από πολλές αφετηρίες. Κι αυτές πάλι δεν συνδέονται απαραίτητα με τους ήχους και μόνο. Με απλά λόγια, εννοώ ότι είναι πάμπολλες οι πηγές από τις οποίες δέχομαι ερεθίσματα, ενώ συχνά δημιουργώ ο ίδιος τους σπινθήρες που θα προκαλέσουν τις αναγκαίες «εκρήξεις», ώστε να διεγερθούν μέσα μου οι δυνάμεις που θα κινήσουν το όχημα της φαντασίας μου. 

Δεν θυμάμαι να έχω ξεκινήσει τη σύνθεση ενός έργου έχοντας μόνο τους ήχους ως αφετηρία. Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα γύρω μας που κρύβουν μέσα τους ανείπωτες μουσικές. Εξαρτάται από εμάς αν έχουμε ή όχι τις δυνατότητες που αναμφίβολα απαιτούνται για να τις ανακαλύψουμε, αλλά και για να τις εκφράσουμε, να τις αποδώσουμε με τον προσωπικό μας τρόπο. Συμβαίνει συχνά μια περιδίνηση μέσα στο μυαλό μου. Είναι σα να περιστρέφεται μια ακαθόριστη μάζα νέφους ή χρωμάτων ή ακαθόριστων μπλοκ ήχων ή οι κραυγές προγόνων ή το κλάμα ενός παιδιού ή οι νυχτερινές βροντές μιας καταιγίδας ή το ψιθύρισμα μια ερωτικής φωνής, το λίκνισμα μιας οπτασίας, το μοιρολόι του κλαρίνου, το άρωμα των λουλουδιών ή η βουή της σιωπής, μαζί έναν άρρυθμο στίχο ενός αρχαίου ποιήματος κουρασμένου από τη λησμονιά. Αυτά και χιλιάδες άλλα, όπως ήδη έχω πει, καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίον θα γράψω.

Πώς βρίσκετε ισορροπία μεταξύ της Δυτικής μουσικής και της Ανατολής;

Αυτό είναι ένα κεφάλαιο που ο χρόνος έχτισε αβίαστα μέσα μου, στο πιο βαθύ κομμάτι του εαυτού μου. Ή μάλλον έτσι ξεκίνησε, από την παιδική μου ηλικία. Σίγουρα, όμως, η ιδιοσυγκρασία μου και πολλά άλλα συνέτειναν ώστε από πολύ νωρίς να χωρέσουν μέσα μου, εναρμονισμένοι και ισότιμοι, οι δύο κόσμοι της Ανατολής και της Δύσης. 

Έζησα όντως σε δύση και σ’ ανατολή: η Αμφιλοχία, όπου γεννήθηκα, έφερε σε μένα το κλαρίνο και η Λευκάδα –στην οποία μεγάλωσα– μου χάρισε τον κόσμο της Δυτικής μουσικής. Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα για όλα όσα έζησα από μικρός στα πέριξ της Αμφιλοχίας χωριά του Ξηρομέρου και του Βάλτου, χωμένος κατά στιγμές στα γνήσια πανηγύρια της εποχής, όπου ο ήχος του αληθινού και απέριττου κλαρίνου έσμιγε χωρίς ηχεία και γινόταν ένα με τους ήχους της φύσης· κι από την άλλη να ακούω τις πένθιμες μάρτσιες από τη μπάντα της Λευκάδας ή τις άριες από τις όπερες του μεγάλου Τζουζέπε Βέρντι. Αυτό όλο έφτιαξε στο μυαλό μου και στον εντός μου κόσμο (που πιστεύω ότι ήταν έτοιμος από καιρό να τη δεχτεί) μια πρώτη ύλη, εντός της οποίας η «συγκατοίκηση» Ανατολής και Δύσης συνέβαινε αυθορμήτως!

Αργότερα, όταν κατάλαβα ότι θα γινόμουνα μουσικός και μάλιστα ότι θα έγραφα τη δικιά μου μουσική τα πράγματα πήραν την τροπή που ήταν σχεδόν προκαθορισμένο να πάρουν: να εκφράσω την προσωπική μουσική μου γλώσσα, τη μουσική μου γραφή, σμίγοντας αυτούς τους δύο κόσμους που ήταν καταγεγραμμένοι μέσα μου. Φυσικά, πρέπει να πω ότι αυτό έγινε κατορθωτό μέσα από πολλή μελέτη, άσκηση κι έναν σωρό άλλες γνωστικές διεργασίες, οι οποίες έχουν να κάνουν με την τέχνη της σύνθεσης.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα μεταγραφών παραδοσιακής μουσικής στη mainstream κουλτούρα. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;

Θεωρώ κατ’ αρχάς ότι αυτό είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει εδώ κι αρκετά χρόνια, σε ολόκληρο τον κόσμο. Και δεν συμβαίνει μόνο στον τομέα της μουσικής ψυχαγωγίας και στο τραγούδι. Συμβαίνει και σε άλλα είδη, έως και στη λεγόμενη λόγια μουσική. Ως έναν βαθμό, μπορώ να το εντάξω στην αναζήτηση των ίδιων των δημιουργών –των συνθετών, δηλαδή– στην προσπάθειά τους να εκφρασθούν ποικιλόμορφα. Στον τομέα του τραγουδιού θα έλεγα ότι μαρτυρά, ίσως, πέρα από την όποια ρετρομανία που κατά περιόδους καλλιεργείται από τη μουσική βιομηχανία, και μια κατάσταση ένδοιας. 

Ξέρετε, το τραγούδι, παρ’ ότι είναι η πιο μικρή μουσική φόρμα, είναι ένα πανδύσκολο είδος· το οποίο στα χέρια των ανίκανων και μη ταλαντούχων καταντάει ανυπόφορο. Έτσι λοιπόν συντελείται η επιστροφή, οι επεμβάσεις, οι διασκευές, ενίοτε δε και κραυγαλέες «κλεψιές», τις οποίες θα αποκαλέσω ευγενικά απομιμήσεις. 

Από μια άλλη βέβαια πλευρά υπάρχει και μια διαφορετική εξήγηση: ότι δηλαδή το φαινόμενο είναι σε έναν σημαντικό βαθμό σχεδιασμένο από τους υπεύθυνους προγραμματισμού και μάρκετινγκ της βιομηχανίας. Η οποία, κατά περιπτώσεις, έχει αποδείξει ότι γνωρίζει πώς να κατασκευάζει μόδες, ακόμη και «ψεύτικες» ανάγκες και «είδωλα» που θα τις υπηρετήσουν. Θυμάμαι πάντως εδώ και κάμποσα χρόνια αυτές οι εκάστοτε ρετρό καταστάσεις είχαν ως «αντικείμενο» τα «πιασάρικα« έργα της κλασικής μουσικής. Τότε δε, την υπόθεση είχαν «υπηρετήσει» και κάποιοι γνωστοί συνθέτες, «εγνωσμένου κύρους», όπως συνηθίζεται να λέμε.

Πώς βλέπετε τη μουσική δημιουργία στην Ελλάδα του 2019; Ακολουθείτε το έργο νέων Ελλήνων συνθετών;

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι νέοι μουσικοί στην Ελλάδα του σήμερα. Δεν θα αναφερθώ εδώ σε ονόματα, διότι κάποιους θα ξεχάσω και θα τους αδικήσω. Μερικοί εξ αυτών, έχουν καταφέρει να παίζουν τα έργα τους και εκτός της χώρας. Όλο αυτό το γεγονός μου προξενεί ,αληθινά, ιδιαίτερη χαρά. Εκείνο όμως που με θλίβει, και κατ’ επέκταση με εξοργίζει, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν εντελώς αβοήθητοι. Αγωνίζονται μέσα από άνισες πραγματικά καταστάσεις σε σχέση με ξένους συναδέλφους τους. Κάποιοι, όταν οι αντοχές τους εξαντλούνται επιστρέφουν ...στην πατρίδα. Και τα πράγματα θυμίζουν ξανά παλιές, θλιβερές ιστορίες...

Στην πρώτη σας ερώτηση αναφέρθηκα στην ανεπάρκεια των κρατούντων... Ως επίλογο, λοιπόν, συμπληρώνω:

Αναρωτιέμαι συχνά εάν ένα μεγάλο κομμάτι του αποκαλούμενου σήμερα πολιτισμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, έχει λόγο ύπαρξης. Υποτίθεται όλοι δεχόμαστε ότι ο πολιτισμός –στην ουσία η έκφραση ψυχής τε και πνεύματος– οδηγεί τον άνθρωπο στην αυτογνωσία, μέσα βεβαίως από δαιδαλώδεις και πολυσύνθετες διαδικασίες, που ο ίδιος έχει ορίσει κατά το πέρασμα των χιλιετιών της ιστορίας του.

Τα αποτελέσματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτεύγματα, είναι σχεδόν σε όλους μας γνωστά και έχουν καταξιωθεί στο πέρασμα του χρόνου. Τι σχέση έχει λοιπόν αυτή η σημερινή παγκοσμιοποιημένη πλέον υποκουλτούρα που μας περιτριγυρίζει και αποχαυνώνει τις αισθήσεις μας; Αυτή η «πολιτισμική» χυδαιότητα, η οποία φτάνει ακόμη και μέσα στο ίδιο το σπίτι μας οργανωμένη με ειδικό σκοπό (προσωπική μου άποψη, που χρειάζομαι ολόκληρο σύγγραμμα για να την αναλύσω) από τη βιομηχανία του θεάματος και ακροάματος; Ας το σκεφτούμε...

Τελειώνοντας θα πω, πάρα πολύ απλά: ο πολιτισμός, δεν αποτελεί προτεραιότητα σε αυτήν τη χώρα. Το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας δεν νοιάζεται γι’ αυτόν. Ή τουλάχιστον έτσι έχει μάθει. Πολλές φορές, έχω πιάσει τον εαυτό μου να θέλει να πιστέψει στην αναλγησία ή στην αφασία της. Ειδικά όταν βλέπω με πόση περιφρόνηση και πολύ συχνά απαξίωση σκεφτόμαστε ή και αντιδρούμε απέναντι στους νέους. Και καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να μην το πιστέψω. Μερικοί θα πουν: χιλιοειπωμένα πράγματα...

{youtube}dHhJq3aMHD4{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured