Δεν είναι εύκολο να είσαι ένας καλλιτέχνης στα πρώτα σου βήματα, να στέκεσαι στη σκηνή με μια τόσο εκρηκτική μπάντα σαν τους Locomondo και να πετυχαίνεις να κλέβεις την παράσταση. Το Avopolis διέκρινε λοιπόν ένα υποψήφιο next big thing στο πρόσωπο της Νατάσσας Μηνδρινού (και όχι Μενδρινού!) και έσπευσε να της πάρει την πρώτη-πρώτη συνέντευξη μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας...

Πώς ξεκίνησε η δική σου σχέση με τη μουσική;

«Στο σπίτι μου υπήρχε μουσική από όταν ήδη ήμουν πολύ μικρή, γιατί και ο πατέρας μου ασχολιόταν. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου άκουγα Σαββόπουλο, ο πατέρας μου έπαιζε στην κιθάρα τη “Συννεφούλα” κι εγώ την τραγούδαγα. Και μια μέρα έρχεται και μου λέει: «τι θες να κάνεις, μπαλέτο ή κιθάρα;» - κι εγώ διάλεξα την κιθάρα. Όταν μετά άρχισα να κάνω μαθήματα, ο δάσκαλός μου πήρε χαμπάρι ότι έχω καλή φωνή και μου έλεγε ότι, άμα διαβάζω όλο μου το κομμάτι, θα κάναμε μετά και ένα τραγούδι και θα το τραγουδάω. Και κάπως έτσι άρχισαν όλα».

Πού θα εντόπιζες τις κύριες μουσικές επιρροές σου, στην ελληνική ή στην ξένη μουσική;

«Οπωσδήποτε στην ξένη. Έχω περάσει από πολλά στάδια της ξένης μουσικής, εκτός ίσως από το R’n’B. Παλιότερα ήμουν πιο rock - πιο hardcore συγκεκριμένα! Μεγάλη επιρροή υπήρξαν για μένα οι Nirvana και οι Red Hot Chili Peppers με την Tracy Chapman. Και η reggae μουσική επίσης - όχι μόνο ο Bob Marley, αλλά και ο Peter Tosh με τον John Holt. Αλλά και καλλιτέχνες τους οποίους έμαθα από τον πατέρα μου, Doors, Bob Dylan, Janis Joplin, Joan Baez. Από εκεί και πέρα το πράγμα όλο και διευρύνεται, ήρθαν π.χ. ύστερα τα latin, μετά τα τσιγγάνικα, και πλέον προσπαθώ να ακούω όσα περισσότερα πράγματα γίνεται».

Με τους Locomondo πώς προέκυψε η γνωριμία και η συνεργασία σας;

«Έκανα κάτι live εμφανίσεις πέρισυ, μόνη μου με την κιθάρα, στους Αφανείς, στου Ψυρρή. Και ένα βράδυ ήρθαν να πιούν ένα ποτό ο Μάρκος Κούμα ρης με τον Γιάννη Βαρνάβα, με ακούσανε και στο διάλειμμα ζήτησαν να μου μιλήσουν και μου προτείνανε να συνεργαστούμε. Μου άρεσε η ιδέα, οπότε ανέβηκαν μετά στη σκηνή, τζαμάραμε παίζοντας διάφορα κομμάτια και ήταν ωραία. Έρχονταν μετά από το σπίτι, έφτιαχνα εγώ παστίτσιο που αρέσει πολύ στον Μάρκο, αράζαμε, παίζαμε με τον Γιάννη τα κομμάτια που ήταν να πω στο πρόγραμμά τους και κάπως έτσι ξεκινήσαμε να συνεργαζόμαστε. Και τα υπόλοιπα όμως παιδια με δεχθήκανε όμορφα και ζεστά και ευτυχώς ένιωσα οικεία, γιατί αρχικά είχα γνωρίσει μόνο τον Μάρκο και τον Γιάννη. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν! Είναι όλοι υπέροχοι!».

Τι το διαφορετικό θα παρουσίαζες από αυτό που σε είδαμε να κάνεις με τους Locomondo, αν ήσουν το κύριο όνομα σε ένα live;

«Κοίταξε, τα παιδιά τραγουδάνε reggae και ska. Εγώ μπορεί να πω ένα-δυο κομμάτια με τέτοιες επιρροές, αλλά δεν θα μπορούσα να παρουσιάσω ένα τέτοιο πρόγραμμα μόνο. Θα μου άρεσε να κάνω κάτι σαν κι αυτό που κάνουν π.χ. οι Pink Martini, κάτι γύρω από την jazz, τα τραγούδια των musicals και κάποια παλιά ροκάκια, τα οποία δεν τα ακούμε πια συχνά. Κάτι με περισσότερο show και με πιο έντονη θεατρικότητα. Άλλωστε και όταν βλέπω εγώ κάποιον στη σκηνή εστιάζω πολύ όχι μόνο στη φωνή, αλλά και στον τρόπο ερμηνείας του, στο πώς στέκεται, ή το τι κάνει με τα χέρια του».

Είχες ως τώρα κάποια κρούση από δισκογραφικές εταιρείες;

«Όχι, δεν είχα ποτέ ως τώρα κάποια πρόταση. Ούτε και εγώ το έψαξα όμως από μόνη μου, ίσως να είμαι λίγο ντροπαλή με αυτά τα πράγματα».

Πέρα από τους Locomondo, υπάρχουν άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες με τους οποίους θα ήθελες να δουλέψεις κάποια στιγμή;

«Ίσως επειδή έχω μεγαλώσει με ξένη μουσική νομίζω πως θα μου ήταν λίγο δύσκολο να ενταχθώ σε ένα πρόγραμμα που θα έχει ας πούμε πιο λαϊκά κομμάτια. Νομίζω ότι ίσως ταίριαζα με την Τάνια Τσανακλίδου και με τον Σταμάτη Κραουνάκη, καθώς και οι δύο έχουν αυτή τη θεατρικότητα στα τραγούδια τους, που με τραβάει πολύ. Εκπληκτικό βρίσκω επίσης και τον Γιάννη Αγγελάκα, ο οποίος είναι και πραγματικός ποιητής, όχι μόνο σπουδαίος μουσικός. Μου αρέσει επίσης πολύ και η Γιώτα Νέγκα, όπως και ο Σωκράτης Μάλαμας, όμως πιστεύω ότι δεν θα κόλλαγα στο πρόγραμμά τους. Ένα πρόγραμμα που είδα πέρισυ και θα μου άρεσε πολύ να είμαι μέρος του, είναι αυτό που παρουσίασαν στο Οξυγόνο ο Πάνος Μουζουράκης με τον Λεωνίδα Μπαλάφα και τον Γιώργο Μυλωνά, είχε τόση τρέλα και τόσο ωραίο δέσιμο!».

Φαίνεσαι άνθρωπος που μπορεί να αρκεστεί και στο λίγο, να αποτελείς δηλαδή μέρος ενός προγράμματος, χωρίς αναγκαία να πρωταγωνιστείς...

«Για μένα το να στέκομαι στη σκηνή αποτελεί ψυχαγωγία, με την έννοια της αγωγής της ψυχής και όχι της απλής διασκέδασης, για μένα αυτό είναι η μουσική. Είμαι επίσης της άποψης πως για να γίνει κάτι χρειάζεται να κάνεις ένα-ένα τα βήματα, να ανεβαίνεις ένα-ένα τα σκαλιά. Γιατί άμα ανέβεις από το 1 στο 15, κάπου θα χάσεις την ισορροπία και θα ξαναπέσεις στο 1. Θα ήθελα να είμαι κάποτε πρώτο όνομα, αλλά αυτό, αν γίνει, θα γίνει λίγο-λίγο, όχι στον επόμενο μήνα ή σε έναν χρόνο. Ώστε και εγώ να φτάσω σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, αλλά και ο κόσμος να γουστάρει το ό,τι βλέπει και ακούει, να κλαίει, να γελάει, να προβληματίζεται, ακόμα και να ξεχνιέται. Να ερωτεύεται και να ελπίζει. Αν η μουσική μου αποκτήσει κάποια στιγμή όλα αυτά τα στοιχεία, θα είμαι ικανοποιημένη, αλλά και ευτυχισμένη».

Πότε όμως θα έλεγες πως θα έχεις γίνει πετυχημένη;

«Όταν θα κάνω καλή μουσική, καλή μουσική με την έννοια να έχει να πει κάτι στον καθένα, να του βγάζει κάτι από μέσα του. Μια μέρα ας πούμε έπαιξα ένα τραγούδι που είχα γράψει σε μια φίλη μου και εκείνη έβαλε τα κλάμματα όταν το άκουσε. Για το τότε ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μου συμβεί».

Πώς εξηγείς ότι στην ευρύτερη ηλεκτρική σκηνή, στην οποία εντάσσεσαι, βλέπουμε τόσο σπάνια γυναίκες καλλιτέχνες, σε αντίθεση με το λαϊκό ή με το έντεχνο τραγούδι;

«Πιστεύω ότι υπάρχουν γυναίκες και στον χώρο αυτόν, όμως δεν ακούγονται τόσο πολύ - και αυτό είναι άσχημο. Από εκεί και πέρα βέβαια οπωσδήποτε φταίνε και άλλα πράγματα. Πολλά κορίτσια στην Ελλάδα μεγαλώνουν με ένα συγκεκριμένο lifestyle, το οποίο τα στρέφει μακριά από το rock και τα φέρνει πιο κοντά στις πίστες και στα μπουζούκια, πιο κοντά δηλαδή σε πράγματα με γκλάμουρ, με ακριβές τουαλέτες και με πολλά λεφτά. Όμως, από την άλλη, και το group σαν έννοια είναι νομίζω πιο ανδροκρατούμενη. Δημιουργείται δηλαδή σε στιλ να μαζευτώ με τους κολλητούς μου και να τα σπάσουμε, οπότε δύσκολα εντάσσεται μια γυναίκα σε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή μάλιστα που οι γυναίκες τείνουμε να είμαστε πιο οργανωτικές και να βάζουμε και μια σειρά. Εγώ ας πούμε θα ήθελα πολύ να φτιάξω ένα σχήμα το οποίο θα έχει μόνο κοπέλες».

Πιστεύεις άρα ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και τα ΜΜΕ σε ό,τι τελικά ακούμε;

«Μα και βέβαια έχουν! Όταν στις ειδήσεις σου λένε όλη την ώρα για το τι κάνει η τάδε σταρ, ή ποιου σχεδιαστή είναι η τουαλέτα στη ντουλάπα της τάδε τραγουδίστριας, ή πόσο κάνουν οι γόβες της τάδε, σε βάζουν να σκέφτεσαι ότι θέλω κι εγώ αυτό το φόρεμα, θέλω κι εγώ να πηγαίνω σε τέτοια πάρτι κτλ. Δημιουργούν δηλαδή μια ανάγκη να γίνεις διάσημος, χωρίς όμως να έχει κάποια ουσία αυτό το πράγμα. Το ενδιαφέρον των ΜΜΕ δεν είναι πολιτισμικό, δεν θα μεταδώσουν ποτέ π.χ. ότι εκεί έγινε μια ωραία συναυλία, δεν πάνε ποτέ κάπου για να ακούσουν μουσική - ενδιαφέρονται καθαρά για τη γκλαμουριά του πράγματος. Από εκεί και πέρα όμως πιστεύω πως, ό,τι και να γίνει, η μουσική είναι μουσική. Ό,τι και να γίνει θα συνεχίσει να υπάρχει, όπως θα συνεχίσει και η πιο underground σκηνή και όλα. Το θέμα όμως είναι να γίνει επιτέλους και μια επανάσταση μέσω της μουσικής ενάντια σε όλα αυτά τα κατεστημένα».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured