Όταν ξεκίνησε το πρώτο lockdown -φτάνουμε τον ένα χρόνο πλέον (!)- και διακόπηκαν οι συναυλίες, δεν σκεφτόμασταν πως αυτό θα κρατούσε για τόσο πολύ καιρό. Τους επόμενους μήνες, αυτή η ανησυχία άρχισε να μεταλλάσσεται σε πανικό, όταν έφτασε το καλοκαίρι και δεν πήγαμε σε κανένα φεστιβάλ βρισκόμασταν σε άρνηση, λίγο αργότερα, με την έλευση της χειμερινής σεζόν, ήρθε βίαια η αποδοχή και τώρα που ο κύκλος της απώλειας των live έχει ολοκληρωθεί, νιώθω πως μου λείπουν πολύ πιο ουσιαστικά και έντονα από ποτέ. Η έλλειψή τους μετριέται πλέον -όσο δραματικό και αν ακούγεται- σε όρους απώλειας ζωτικών στοιχείων. Όταν οι συναυλίες αποτελούν για τον τρόπο ζωής σου, την απόλυτη, συλλογική, κοινόβια εμπειρία σύνδεσης χωρίς την ανάγκη καμία περιττής ή βεβιασμένης προσπάθειας, τότε ο ξεριζωμός τους αρχίζει να γίνεται βαθιά προσωπική υπόθεση.
Όλές αυτές οι σκέψεις έσκασαν σαν κύμα όταν αντίκρισαν τις εικόνες από το πρώτο live των Flaming Lips μέσα σε διαστημικές φούσκες που έπαιξαν στην πόλη της Οκλαχόμα. Όπως διαβάζουμε, στο live χρησιμοποιήθηκαν 100 τέτοιες κάψουλες μέσα στις οποίες χωρούν ως και 3 άτομα, o Wayne Coyne και η μπάντα του (πού βρίσκονταν επίσης μέσα σε αυτές) έπαιξαν όλες τις επιτυχίες τους, ένα “Fuck You Covid-19” μπαλόνι εμφανίστηκε κάποια στιγμή και η συναυλία βιντεοσκοπήθηκε για να καταγραφεί ένα θέαμα που εκτός ιστορικού πλαισίου, δεν θα έβγαζε κανένα απολύτως νόημα. Ελπίζω να μην είναι αυτό το μέλλον των live, αλλά απλώς ένα φαντασμαγορικό διάλειμμα που αποτελεί και τη μοναδική, εφικτή λύση αυτή την περίοδο και τίποτα παραπάνω. Γιατί μπορεί να είναι ωραίες οι φούσκες, αλλά κάποια στιγμή σκάνε.
Δεν είναι πολλά γνωστά για τους Green Was Greener, πέρα από το ότι αποτελούν το project του πολυοργανίστα Θωμά Στρατάκη, έρχονται από το Ηράκλειο Κρήτης, ο δίσκος τους με τίτλο Introspective θα κυκλοφορήσει την άνοιξη από τον Inner Ear και το πρώτο τους single “Another Chance” ακούγεται σαν ο Kevin Parker της Lonerism εποχής να σκάλωσε λίγο παραπάνω με το The Piper At The Gates Of Dawn και το Soft Bulletin. Τίποτα το ριζοσπαστικό, δηλαδή, αλλά σίγουρα κάτι το καλοφτιαγμένο, που στάζει ψυχεδελική οικειότητα και δημιουργεί μία κάποια προσμονή για το πώς θα ακούγεται ο υπόλοιπος δίσκος. Στα plus, το artwork και το όνομα της μπάντας. Οψόμεθα.
Παραμένουμε στα καθ' ημάς, καθώς νέα δουλειά κυκλοφόρησε και ο Κτίρια τη Νύχτα με τίτλο Σχέδιο Πόλης. Για την ακρίβεια είναι μία «συλλογή από μουσικές που ηχογραφήθηκαν την περίοδο 97-07 - τότε που ο κόσμος έμοιαζε μεγαλύτερος». Στην πράξη, είναι μία σειρά κομματιών σαν κινηματογραφικά περάσματα από μία σκηνή στην άλλη ή σαν τραγούδια-κλειδαρότρυπες στις στιγμές άλλων ανθρώπων της πόλης που κλείνουν (ή και ανοίγουν) απότομα. Λατρεύω τη μουσική του Κτίρια τη Νύχτα γιατί μέσα της ξενυχτά ο συλλογικός, ασυνείδητος κόσμος του αστικού, αττικού ονείρου -μέσα από τα μάτια ενός άυπνου, ανήσυχου μα και σιωπηλού παρατηρητή.
Καιρός να ασχοληθούμε και με καμία άλλη μπάντα από το Μπρίστολ, πέρα από τους Idles. Οι Lice δημιουργήθηκαν το 2015, όταν ο κιθαρίστας της μπάντας Silas Dilkes άρχισε να ψάχνει άτομα για να ξεκινήσει μία μπάντα μέσα από τη σελίδα του πανεπιστημίου του Μπρίστολ. Μετά από τα πρώτα κομμάτια και ανακατατάξεις στο σχηματισμό της μπάντας, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους EP το 2016, που τους έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξουν συναυλίες των Fall και των Fat White Family. Τελικά, υπέγραψαν στη Balley Records, δηλαδή την δισκογραφική του Joe Talbot των Idles, όπου και κυκλοφόρησαν δύο ακόμη EPs ως ένα ενιαίο άλμπουμ (It All Worked Out Great) και τώρα μόλις το ντεμπούτο τους με τίτλο Wasteland: What Ails Our People Is Clear. Είναι ένας χαοτικός, απρόβλεπτος και εντυπωσιακός art punk/post punk δίσκος, με στίχους που προέρχονται από ένα σενάριο πειραματικής ταινίας μικρού μήκους που έγραψαν οι ίδιοι. Επιτέλους, μουσική που μυρίζει αληθινό κίνδυνο.
Το Never, Rarely, Sometimes, Always της Eliza Hittman είναι μία ταινία που δεν σε αφήνει να την ξεχάσεις εύκολα. Η πρωτοεμφανιζόμενη Sidney Flanigan υποδύεται την 17χρονη Autumn Callahan, η οποία μετά από μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ταξιδεύει με την ξαδέλφη της στη Νέα Υόρκη για να προχωρήσει σε έκτρωση, καθώς ο νόμος της πολιτείας που ζει (Πενσυλβάνια) δεν της το επιτρέπει χωρίς την συγκατάθεση των γονιών της (τη μητέρα της υποδύεται η αγαπημένη indie darling Sharon Van Etten). Όλο το βάρος της ταινίας πέφτει στα πρόσωπα των δύο κοριτσιών: τα βλέμματα, τα νεύματα, οι χειρονομίες έρχονται να πουν πολλά περισσότερα από τους συμβατικούς διαλόγους που γίνονται μόνο για να προχωρήσει η αποστολή της κοπέλας. Σε έναν από αυτούς και στον πιο συγκλονιστικό, εμφανίζεται και ο τίτλος της ταινίας, που είναι μία σειρά από επιλογές απαντήσεων σε βαθιά προσωπικές ερωτήσεις. Το soundtrack της Julia Holter βρίσκεται στο φόντο και περνάει φαινομενικά απαρατήρητο, αλλά, στην πραγματικότητα, μέσα στην ησυχία του αναδεικνύει κι αυτό, μαζί με την πόλη, τα βλέμματα των αρσενικών περαστικών, το μετρό και τους άδειους σταθμούς της Νέας Υόρκης, μία υπόκωφη ένταση και μία αίσθηση απειλής που εκτονώνεται μόνο μέσα από κινήσεις και όχι από λέξεις. Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, η ταινία κλείνει με το κομμάτι που έγραψε η Sharon Van Etten γι αυτήν, διαλύοντάς μας ολοκληρωτικά.
Μπορεί ο φετινός Ιανουάριος να μην μας έδωσε κάποιον πραγματικά σπουδαίο δίσκο, αλλά κυκλοφόρησε καλή μουσική που χρειαζόταν λίγο παραπάνω ψάξιμο για να την ανακαλύψετε. Στην πρώτη playlist της στήλης για τη νέα χρονιά, το κάνω εγώ για εσάς, με νέα τραγούδια από Tindersticks, Besnard Lakes, Still Corners, Viagra Boys, Shame και πολλά πολλά ακόμη: