Άγγελος Κλειτσίκας

Η σκέψη των επικείμενων εορτών φέτος μοιάζει πιο ανούσια και διεκπαιρεωτική από ποτέ. Ποιος νοιάζεται πλέον γι αυτή την περίοδο, ό,τι νόημα και αν της έχει δώσει ο καθένας μέσα σε αυτό το πνεύμα πολυσημίας που την διακατέχει, όταν πλέον τριγύρω μας συμβαίνουν τα μύρια; Κανείς στην πραγματικότητα. Μοιάζουν περισσότερο με μία ακόμη, πιο δύσκολη από κάθε άλλη, πίστα/δοκιμασία μέχρι το φινάλε αυτής της απελπιστικής  ιστορίας που μας έχει βρει και δεν λέει να μας αφήσει. Δε λέω, όλοι με κάποιον τρόπο θα ενδώσουμε στο καταναλωτικό εφέ που πάει χέρι χέρι με τα Χριστούγεννα (εδώ πήγα πρώτη φορά στη ζωή μου σε μαγαζί με εποχιακά ήδη, ίσα ίσα για να μπω και σε κάποιο άλλο κατάστημα εκτός από το σούπερ μάρκετ), αλλά το πνεύμα έχει πεθάνει για τα καλά. Τουλάχιστον, άνοιξαν τα βιβλιοπωλεία και ήρθε ο καιρός να στηρίξουμε τα μικρά μαγαζιά των γειτονιών ενός κλάδου που δεν φάνηκε (ευτυχώς) να επηρεάζεται τόσο από τη λαίλαπα της πανδημίας. 

Πάντως, με όρεξη για Χριστούγεννα ή μη, κάποιες συνήθειες παραμένουν σταθερές και στα ηχεία μου αυτές τις μέρες παίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα ο καλύτερος και πιο διαφορετικός χριστουγεννιάτικος δίσκος που έχει φτιαχτεί ποτέ. Το A Charlie Brown Christmas του Vince Guaraldi Trio είναι το επίσημο soundtrack του christmas special επεισοδίου της θρυλικής, αμερικάνικης, παιδικής (αλλά όχι μόνο για παιδιά) τηλεοπτικής σειράς Charlie Brown. Ο θρύλος θέλει τον παραγωγό της σειράς Lee Mendelson να έχει γνωρίσει το jazz γκρουπ τυχαία σε ένα ταξί στη Νέα Υόρκη. Ενώ στην αρχή υπήρχαν ενδοιασμοί για το κατά πόσο ένα τέτοιο γκρουπ μπορεί να συλλάβει την τρυφερότητα και την παιδικότητα που αποπνέει η σειρά, τελικά, όχι μόνο κατάφεραν ακριβώς αυτό, αλλά δημιούργησαν κάτι παραπάνω από απλώς έναν χριστουγεννιάτικο δίσκο: ανάμεσα στις μελωδίες από κλασικά τραγούδια των εορτών, τις παιδικές χορωδίες και τις jazzy ρυθμολογίες που έγραψαν οι ίδιοι, έπλασαν έναν κόσμο αθωότητας και ζεστασιάς ο οποίος μοιάζει προστατευμένος από το δηλητήριο του κόσμου, ακόμη και 55 χρόνια μετά.

Μερικοί ακόμη δίσκοι που ενόχλησαν τους γείτονές μου τις τελευταίες ημέρες: η επανέκδοση της dub techno τριλογίας του Pole, δηλαδή του κατά κόσμον γερμανού Stefan Betke, που κυκλοφόρησε αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και επηρέασε έντονα την ηλεκτρονική στροφή πολλών ροκ συγκροτημάτων κατά την αρχή της χιλιετίας, το Strum & Thrum: The American Jangle Undreground 1983 - 1987, μία φοβερή συλλογή και καταγραφή των απαρχών του αμερικάνικου indie, την οποία κατάρτισε η Captured Tracks στην προσπάθεια της να αρχειοθετήσει και να αναδείξει εκ νέου τις μπάντες που επηρέασαν το ηχητικό DNA του ρόστερ της και το Gonzo Bliss, τη δεύτερη δισκογραφική απόπειρα του Οδυσσέα Τζιρίτα, αυτή τη φορά ηχογραφημένη σε κανονικό στούντιο, έτοιμη να σας πάρει τα μυαλά με τις άπειρες ιδέες που αναβλύζουν από το μυαλό αυτού του ακραία ταλαντούχου πιτσιρικά.

Πέρα από ένα καλό μουσικό σερί, διανύω και ένα αντίστοιχο, κινηματογραφικό. Μερικά σύντομα σχόλια για τις ταινίες που παρακολούθησα: το Honeyland (Tamara Kotevska, Ljubomir Stefanov)είναι μία από τις πιο συγκινητικές, αληθινές και ωμές απόπειρες καταγραφής μιας εποχής και μιας τέχνης που φαίνεται να ολισθαίνει στη λήθη. Το Mank του David Fincher είναι μία καλοφτιαγμένη ταινία για ταινίες, που τη δεδομένη περίοδο φάνηκε να μην ενδιαφέρει κανέναν πραγματικά παρά μόνο auteurs της έβδομης τέχνης και νοσταλγούς του αυθεντικού (boomers δηλαδή) -ειλικρινής απορία: γιατί δίνουν ακόμη ρόλους στην Amanda Seyfried; Το Au Revoir Les Enfants του Louis Malle μου υπενθύμισε πως κανείς άλλος λαός δεν ξέρει να κινηματογραφεί με τόση ευαισθησία την παιδική ηλικία όσο οι Γάλλοι, ενώ το My Dinner with Andre, πάλι του Louis Malle (που ήταν για χρόνια στη λίστα μου), παρόλο που έχει γυριστεί το 1981, παραμένει ακόμη συγκλονιστικά και ανησυχητικά επίκαιρο σε όλες τις βαθιά υπαρξιακές ιδέες για μία ζωή μακριά από το πλέγμα του δυτικού πολιτισμού και τους ρόλους που συντηρούμε όλοι μας για να συνεχίσουν να λειτουργούν (;) οι κοινωνίες μας όπως τις ξέρουμε. Τρομακτικό.

Περίμενα να προβληθούν όλα τα επεισόδια της τηλεοπτικής απόπειρας του Luca Guadagnino για να την παρακολουθήσω. Το We Are Who We Are έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν τα έργα του ιταλού σκηνοθέτη, τόσο σαγηνευτικά και ακαταμάχητα: τρομερά ιδιαίτερους και έντονους χαρακτήρες που μένουν μαζί σου καιρό μετά το τέλος της ταινίας/σειράς, μουσική στο επίκεντρο της συναισθηματικής δράσης και εικόνες που αποτυπώνουν τον έρωτα και το πάθος ως το πιο βαθιά ανθρώπινο αίτημα της ύπαρξης. Είναι αλήθεια πως διαχειρίζεται κάπως άγαρμπα, πρόχειρα και χιπστερικά το “Make America Great Again”, όπως και τις διάφορες σχέσεις που αναπτύσσονται σε παράλληλη εξέλιξη με αυτή των πρωταγωνιστών, αλλά το η αμερικανική στρατιωτική βάση αποτέλεσε το ιδανικό, αντιφατικό σκηνικό για ανθίσει και να διαπρέψει η coming of age ιστορία εξερεύνησης σεξουαλικής (και όχι μόνο) ταυτότητας των εκκεντρικών πρωταγωνιστών που στο μυαλό του Guadagnino αποτυπώνουν και εκφράζουν τις ιδιαίτερες νευρώσεις της Gen Z γενιάς. Ο ειδικός ρόλος του Blood Orange, τα δύο επεισόδια με το πάρτι, το μυθικό φινάλε, οι σκηνές που πάγωνε η εικόνα σαν να τράβαγε κανείς φωτογραφία για μελλοντικές αναμνήσεις, είναι όλα μέρος της πολύ ξεχωριστής ματιάς του Guadagnino πάνω στο τι σημαίνει να ζεις, να μεγαλώνεις, να ερωτεύεσαι και να αγαπάς. Ακόμη και με τις ανισορροπίες του, το  We Are Who We Are είναι μία σειρά που μπαίνει κάτω από το δέρμα και την σκέφτεσαι μέρες μετά την ολοκλήρωση της.

Τέλος, παρακολούθησα μόλις χθες το δεύτερο επεισόδιο της νέας, εξαιρετικής σειράς της Μαρίνας Δανέζη, Κλεινόν Άστυ (μετά το τέλος στα θρυλικά Στέκια), το οποίο είχε ως θέμα τις μουσικές φυλές της δεκαετίας του 1990 στην Ελλάδα. Μπορεί να γεννήθηκα στις αρχές εκείνης της δεκαετίας και να μην έχω καμία παράσταση από την εποχή, αλλά ο απόηχός της, όπως τον αφουγκράστηκα μέσα από το οικογενειακό μου πλαίσιο και τις παρέες του πατέρα μου, έχει κάπως αποτυπωθεί μέσα μου ως μία ανενεργή, επίπλαστη ανάμνηση από κάτι που μπορεί να μην έζησα ποτέ, αλλά άκουγα ιστορίες γι’ αυτό. Το επεισόδιο έχει πάνω-κάτω τη δομή που έχουν κι αυτά από τα Στέκια, με διάφορες προσωπικότητες να εκπροσωπούν τις φυλές εκείνης της εποχής ξεκλειδώνοντας το τοπίο μέσα από τις αφηγήσεις τους. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και είναι κάτι που το σκέφτομαι και ο ίδιος, είναι αυτό που είπε o Θανάσης Μήνας -μεταφέροντας και αυτός λόγια του Αλέξη Καλοφωλιά- πως, στην Ελλάδα, όλα τα μοντέρνα μουσικά κινήματα έσκασαν σχεδόν όλα μαζί με χρονοκαθυστέρηση κατά την μεταπολίτευση, με αποτέλεσμα να μη δημιουργηθούν ποτέ αληθινές υποκουλτούρες στη χώρα μας. Έτσι, οτιδήποτε χάσαμε πολιτισμικά και άρχισε να κοχλάζει καθυστερημένα στη χώρα μας από τα τέλη του 1970 και έπειτα, στην πορεία άρχισε να χυλώνει μαζί με πολλά άλλα ρεύματα/κινήματα που συγχρονίζονταν σιγά σιγά με το σήμερα του υπόλοιπου κόσμου. Έτσι, όλο αυτό δημιούργησε τη λανθασμένη αίσθηση πως κάποια πράγματα συνέβαιναν για πρώτη φορά, αλλά αυτό δεν ίσχυε φυσικά για τον υπόλοιπο πλανήτη, παρά μόνο για το χωριό που λέγεται Ελλάδα. Και από αυτό το σημείο μπορούν να ξεκινήσουν δεκάδες άλλες συζητήσεις, με πρώτη και καλύτερη το πώς έχουν επηρεάσει όλα αυτά τη μουσική συνείδηση του Έλληνα...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured