Άγγελος Κλειτσίκας

Γράφω κείμενα για μουσική πάνω-κάτω τα τελευταία πέντε χρόνια: κριτικές, στήλες, άρθρα, συνεντεύξεις κυρίως σε αυτό το site και σε άλλα κατά καιρούς, άλλοτε με περισσότερο πάθος και όρεξη, άλλοτε με λιγότερη, πάντα όμως με το γράψιμο ως προϊόν αντίδρασης σε κάποιο ερέθισμα. Ένας από τους βασικούς προβληματισμούς μου από τότε που ξεκίνησα, ήταν ο τρόπος που, όλοι όσοι βρισκόμαστε στο συγκεκριμένο χώρο, αντιμετωπίζουμε το θέμα της εγχώριας, μουσικής παραγωγής. Υπάρχει μία γενική τάση να ενθουσιαζόμαστε με το οτιδήποτε, μόνο και μόνο γιατί δημιουργήθηκε από ανθρώπους «δικούς μας», που και αυτοί προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα εδώ στις ίδιες αντίξοες συνθήκες, που ζουν ανάμεσα μας, που είναι μέρη αυτού του γνωστού μικρόκοσμου. Και δεν συνειδητοποιούμε, πόσο κακό τελικά κάνουμε στους μουσικούς και το κοινό όταν για σχεδόν κάθε κυκλοφορία, γράφουμε υπερβολές και διθυράμβους. Γιατί έτσι χάνεται το μέτρο, η αντικειμενικότητα πάει περίπατο, η δυσπιστία αυξάνεται και ξαφνικά 1000 άτομα χαιρόμαστε μεταξύ μας για κάτι που αρχίζει και τελειώνει εδώ, στα ίδια μέρη. Κάπου μέσα σε όλο αυτό, εξατμίζεται και η αλήθεια.

Τα γράφω όλα αυτά με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ Θα Καταστρέψω τον Κόσμο από το Παιδί Τραύμα. Είναι η δεύτερη προσωπική του δουλειά, μετά το Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις (2018), με δισκογραφική στέγη πλέον την Inner Ear. Εμπιστευόμενος τα αυτιά μου και τη μουσική που έχω ακούσει, μπορώ να πω ότι είναι ένας δίσκος συνθετικά μέτριος, με μερικές μόνο πράγματι δυνατές στιγμές («Ακαταλαβίστικο», «Πάτσι»), από τον οποίο κυρίως λείπει η προσωπική φωνή και ο ξεχωριστός χαρακτήρας, καθώς τα πολλά δανεικά από Παύλο Παυλίδη και The Boy, υπερκεράζουν τα στοιχεία που προσπαθεί να εμφυσήσει στα κομμάτια του ο ίδιος ο δημιουργός. Επιπλέον, η υποτιθέμενη concept ιστορία του δίσκου είναι πολύ χαλαρή και ασύνδετη, με αποτέλεσμα τα τραγούδια να μη στέκουν πραγματικά ως ένα τέτοιο αφηγηματικό σύνολο. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ως εδώ, πάντα θα κυκλοφορούν και δίσκοι οι οποίοι δεν πραγματώνουν την ιδέα ή το όνειρο του δημιουργού τους. Πάντα υπάρχει η δυνατότητα να αλλάξει αυτό προς το καλύτερο και στην επόμενη του δουλειά ο κάθε μουσικός να εξελίσσεται και να συλλάβει την ιδέα του με πολύ πιο ποιοτικό και ξεκάθαρο τρόπο. Σε αυτό, όμως, δεν βοηθάμε καθόλου αν προβάλλουμε μία παραμορφωμένη, εξωραϊσμένη εικόνα για όλους τους λόγους που ανέφερα παραπάνω (και άλλους πολλούς, τους οποίους ο καθένας δουλεύει μέσα του). Όλα τα έργα χρειάζονται και αξίζουν μία ψύχραιμη, αντικειμενική αποτίμηση, μακριά από εφηβικούς ενθουσιασμούς και συναισθηματικές παρορμήσεις. Είναι κάτι που, θέλω να πιστεύω, το απαιτούν και οι ίδιοι οι μουσικοί για τις δουλειές τους. Γιατί στο τέλος, αυτοί και οι ακροατές βγαίνουν χαμένοι. Και, εννοείται, τον εαυτό μου δεν τον βγάζω απ’ έξω. Ίσα-ίσα όλο αυτό αποτελεί σε ένα βαθμό και μία αυτοκριτική.

Δεν μας είπε κάτι που δεν ξέραμε το Social Dilemma. Ναι, τα social media είναι υπεύθυνα ή μάλλον, λειτουργούν καταλυτικά για πολλά δεινά της κοινωνίας: την  πολιτική πόλωση, την έξαρση της συνωμοσιολογίας, την αναζωπύρωση ακραίων ιδεολογικών πεποιθήσεων, την διάχυση των fake news, την αύξηση των αυτοκτονιών, τον άνθρωπο ως ανταλλάξιμο, αναλώσιμο προϊόν και πολλά άλλα τα οποία χαρακτηρίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, νιώθω πως η όλη ρητορική και η προσέγγιση του ντοκιμαντέρ που προβάλλεται στο Netflix, πάσχει από την ίδια αφέλεια και άγνοια, η οποία φαίνεται να χαρακτηρίζει σχεδόν, όλους όσους μιλάνε σε αυτό. Οι συνεντεύξεις με πρόσωπα-κλειδιά της τεχνολογική βιομηχανίας της Silicon Valley, μοιάζουν λίγο αστείες σε ορισμένα σημεία: άτομα που δούλεψαν σε νευραλγικές θέσεις κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας τεχνολογικών κολοσσών όπως η Google, το Facebook, το Twitter, το Pinterest, μοιράζονται τις σκέψεις τους με τέτοια έκπληξη για το πως τα πράγματα στράβωσαν στην πορεία, λες και όταν μπήκαν σε αυτές τις εταιρείες, που ήδη έβγαζαν όσα χρήματα αντιστοιχούν στον προϋπολογισμό ολόκληρων κρατών, πίστευαν πως θα διατελέσουν ανθρωπιστικό έργο. Το πρόβλημα με το Social Dilemma, λοιπόν, είναι, πως ενώ από τη μία πράγματι πυροδοτεί εκ νέου ένα πολύ χρήσιμο και παραγωγικό κύκλο σκέψεων για τον τρόπο που τα social media έχουν εξελιχθεί σε εργαλεία κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Aπό την άλλη, υποπίπτει στα λάθη που το ίδιο κατηγορεί: ελάχιστος λόγος γίνεται για τις θετικές επιδράσεις που έχουν προσφέρει τα μέσα αυτά, οι οποίες αναδεικνύονται και αποκτούν υπεραξία με τη σωστή χρήση του μέσου. Βγάζοντας από τη συζήτηση αυτή την παράμετρο, ενισχύει μία άλλη αρνητική παρενέργεια των social media, υπό την οποία αυτά δημιουργούν μικρόκοσμους μέσα στους οποίους υπάρχουν απόψεις με τις οποίες μόνο συμφωνούμε, διαμορφώνοντας μία εντελώς παραπλανητική εικόνα για την κατάσταση της κοινωνίας. Και στο τέλος της ημέρας, είναι ένα ντοκιμαντέρ που απευθύνεται σε ανθρώπους που θα το δουν και θα συμφωνήσουν αναπόφευκτα μαζί του. Το θέμα είναι να το δει κάποιος άνθρωπος της «άλλης όχθης» και να μην το αφήσει στη μέση, επιλέγοντας την επόμενη ταινία δράσης του Netflix, μουρμουρίζοντας «για κάτι τέτοιους μαλάκες ψηφίζω Trump». Και αυτό δεν συμβαίνει, όταν ξεχνάει πως η κοινωνία είμαστε εμείς.

Και ένα ωραίο πρωινό σαν όλα τα υπόλοιπα (λέμε τώρα), σκάει το νέο, τέταρτο άλμπουμ των Fleet Foxes. Μετά από αρκετές, απανωτές ακροάσεις, δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα: οι συνθέσεις του Robin Pecknold έχουν πέσει 2-3 επίπεδα σε ευφυΐα και φαντασία, και πως αυτός είναι ο πιο ηλιόλουστος, αισιόδοξος και ζεστός δίσκος που έχει γράψει μέχρι σήμερα o αμερικανός συνθέτης. Το δεύτερο, καινούργιο στοιχείο στον ήχο του γκρουπ αντισταθμίζει κάπως το πρόβλημα που δημιουργεί το πρώτο, καθώς αυτή η ανέλπιστη, ρομαντική ματιά προς τη ζωή ενάντια σε κάθε αντίθετη αφορμή που αυτή προσφέρει σήμερα, δημιουργεί ένα αίσθημα εφησυχασμού, παρηγοριάς και ελπίδας. Πάντως ο ίδιος ο Pecknold στην ανακοίνωση της κυκλοφορίας του δίσκου το έθεσε ακόμη καλύτερα: «Ήθελα να κάνω ένα άλμπουμ που θα έχει την αίσθηση της ανακούφισης, όπως όταν τα δάχτυλα των ποδιών αγγίζουν την άμμο μετά από ώρα παγιδευμένα σε ένα ρυάκι». Τέλος, το Shore συνοδεύεται και από ένα νατουραλιστικό φιλμ της μίας ώρας και μία υπόσχεση πως το χρόνου θα έχουμε ακόμη εννιά τραγούδια από τους Fleet Foxes.

 Όλο και κάπου θα διαβάσατε (εδώ σίγουρα) για το νέο beef που έχει ξεκινήσει μεταξύ του Joe Talbot, frontman των Idles, κα του Lias Saoudi, του βρετανικού γκρουπ Fat White Family. Ο Saoudi έγραψε ένα ολόκληρο κείμενο και στο πιο αιχμηρό κομμάτι του αναφέρει για τους Idles: «Είναι σαν ένας αλγόριθμος της Guardian να παράγει τους στίχους τους, κάθε θέμα που βρίσκεται σήμερα στο κόκκινο εκφράζεται συστηματικά με τον πιο προβλέψιμο τρόπο. Ποτέ δεν ρίχνουν κάτι προσωπικό στο τραπέζι. Δεν νιώθω ότι μαθαίνω κάτι για τον Joe Talbot ακούγοντάς τον. Ο πιο εύκολος τρόπος να γίνεις δημοφιλής online, φυσικά, είναι να αναμασάς αυτά που ήδη πιστεύουν όλοι». Και την ακούω την άποψη αυτή, γιατί απέναντί της δεν με βρίσκει. Αλλά με όλα αυτά να λέγονται εν αναμονή του νέου άλμπουμ των Idles, Ultra Mono, δεν μπορώ να μην πιστέψω πως υπάρχει στρατηγικό κίνητρο πίσω από τα λόγια του Saoudi, του τύπου  «τι ωραία να διεκδικήσουμε και εμείς ένα μερίδιο προσοχής, τώρα που είμαστε εξαφανισμένοι και μας ακούν μόνο στο Νησί μας». Για τρομεροί και φοβεροί αντιφασίστες που στηρίζουν την ενότητα, δεν τα πάτε πολύ καλά παλικάρια εκεί στο Ηνωμένο Βασίλειο...

Τελευταίο άρθρο του μήνα. Τι σημαίνει αυτό; Χειροποίητη playlist με όλα όσα ξεχώρισα το μήνα που μας αφήνει:

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured