Έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς σκυλάδικα, από άλλους υποκουλτούρα ενώ από μερικούς πληγή του ελληνικού τραγουδιού. Αν παραθέσω όμως κάποιους στίχους, θα δούμε ότι σε πολλά από αυτά υπάρχει μια πηγαία ποιητική φλέβα. Για παράδειγμα «στον καθρέπτη σου κοιτιέσαι και από μόνη σου αγαπιέσαι», «να είχαν οι καρδιές αμπάρες να κλειδαμπαρώνανε» αλλά και το αμίμητο που άκουσα σε αθηναϊκό ταξί «μην νομίζεις καλλιτέχνη πως ο πόνος είναι τέχνη». Και επειδή στη λογοτεχνία η περιεκτικότητα, τα καίρια σχήματα λόγου αλλά και η “διαπεραστικότητα” του ίδιου του μηνύματος είναι σημαίνοντα για την αξιολόγηση ενός έργου, εγώ βρίσκω και στα τρία παραδείγματα που παραθέτω πλείστα όσα προτερήματα. Ξέρετε συντομότερη περιγραφή της γυναικείας ναρκισσιστικού τύπου ματαιοδοξίας («στον καθρέπτη σου κοιτιέσαι και από μόνη σου αγαπιέσαι»), καλύτερη χρήση της μεταφοράς σε άλλο τραγούδι («να είχαν οι καρδιές αμπάρες να κλειδαμπαρώνανε») αλλά και τέτοια υψηλής ευθύνης αυτοκριτική («μην νομίζεις καλλιτέχνη πως ο πόνος είναι τέχνη»); Για να μην μιλήσω και για στιχουργήματα που μιμήθηκαν αυτό το «χαμηλού» επιπέδου τραγούδι, όπως το «έπιασε να βρέχει ζάχαρη και μέντα, λιώνουν διευθύνσεις στην παλιά ατζέντα». Ναι κανείς δεν ακούει μουσική για να πονέσει ή να χαρεί, αλλά ας μην καταφτύνουμε ακόμα και τη δική μας υποκουλτούρα, όταν την ίδια στιγμή είναι πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη ηλεκτρονικού τύπου που εισάγουμε τελευταίως, πολύ καλύτερη από χαζοποποτράγουδα της εσπερίας, πολύ καλύτερη πρωτίστως από τη δική μας «έντεχνη» υποκουλτούρα που απαρτίζεται από πλιατσικολόγους τραγουδοποιούς, άφωνα αποχυμωμένα εσπεροειδή και ασταθείς παραφωνίες. Αυτά.   


 


Νίκος Σαραφιανός

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured