Τάνια Σκραπαλιώρη

“What came first, music or the misery?” αναρωτιέται περίλυπα προβληματισμένος ο John Cusack κάτω από τα ευμεγέθη ακουστικά του στην πρώτη σκηνή της ταινίας High Fidelity, που συμπλήρωσε φέτος είκοσι χρόνια ζωής. Η επέτειος γιορτάστηκε, κατά μία έννοια, με την την τηλεοπτική εκδοχή του Hulu, με την Zoë Kravitz στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Με την ευκαιρία, πολλά (ξανα)γράφτηκαν για το cult pop μεγαλείο της ρομαντικής κομεντί του Stephen Frears, που έκανε τους απανταχού μουσικόφιλους να σημειώνουν μανιωδώς όπου βρουν top 5 για κάθε τι, δεκτικό και ανεπίδεκτο, λίστας. Όπως, όμως, συχνά συμβαίνει, πίσω από μια σπουδαία ταινία κρύβεται ένα σημαντικό βιβλίο, και στην προκειμένη περίπτωση, το ρητορικό παραπάνω δίλημμα, τέθηκε πρώτα από μια πένα του Κέιμπριτζ.

Το μυθιστόρημα του Nick Hornby κυκλοφόρησε το 1995, με βασική ιδέα την αιώνια προβληματική των ερωτικών σχέσεων, από την σκοπιά του μέσου, σύγχρονου άντρα. Οι κασέτες, το δισκάδικο και το γενικότερο μουσικό περιτύλιγμα, ήταν μια βολική και ευχάριστη επιλογή για τον Hornby, o οποίος -όντας μουσικόφιλος ο ίδιος- αξιοποίησε τις προσωπικές γνώσεις και εμπειρίες του για να φτιάξει ένα pop friendly σκηνικό για την αυτό-ψυχογράφηση του ήρωά του. Αυτή η αισθητική επιλογή αποδείχτηκε εύστοχη για το momentum των μέσων των ‘90s και αγκαλιάστηκε από το ζωηρό indie κοινό της εποχής με μια θέρμη που το εκτόξευσε χωρίς πολλά–πολλά στην κορυφή των μουσικών αναγνωσμάτων. Κάπως έτσι, τα mixtapes και η κουλτούρα του δισκάδικου έκλεψαν κάμποσες δάφνες από την κύρια ιστορία, οδηγώντας, πέντε χρόνια αργότερα, σε μια  κινηματογραφική προσαρμογή που έμελλε να γίνει τατουάζ σε δύο γενιές τρυφερών, νεανικών, μουσικοφιλικών καρδιών.

 

Γύρος 1ος: Βιβλίο vs Ταινία

 

Η επιστροφή σε αυτές τις σελίδες του Hornby είκοσι πέντε χρόνια μετά το πρώτο τους τύπωμα, δεν μπορεί με τίποτα να απαλλαγεί από τον αντίκτυπο του μύθου που έχτισε ακαριαία (και συνέχισε διαχρονικά) η κινηματογραφική μεταφορά. Από την πρώτη γραμμή (αυτή για το top 5 χωρισμών που μπαίνουν στις βαλίτσες για το ερημονήσι) η "cool-before-it-was-cool" ενσάρκωση του Rob Fleming (στην ταινία, ως Rob Gordon) από τον John Cusack κατακλύζει την ανάγνωση και σε βάζει στον πειρασμό να παρατήσεις το βιβλίο στο μπράτσο του καναπέ και να πατήσεις το play στην ταινία για νιοστή φορά. Αν κρατηθείς και συνεχίσεις να διαβάζεις, η ανάγκη αυτή θα πυκνώνει γραμμή με τη γραμμή, σκηνή με τη σκηνή. Στο νούμερο 4 του top 5 των χειρότερων χωρισμών όλων των εποχών -ο κολεγιακός έρωτας του Ρομπ Φλέμινγκ, η δυναμική, πολυπόθητη, «ωραία» της παρέας, Τσάρλι Νίκολσον- δεν είναι δυνατόν να δεις τίποτα πέρα από την αποστομωτική ομορφιά της Catherine Zeta Jones. Πίσω από το μικρόφωνο της Marie de Salle -της country pop τραγουδίστριας που κρατάει συντροφιά στον Ρομπ στη μεταβατική περίοδο του σύντομου χωρισμού του από τη Λόρα- είναι ριζωμένη η εξωτική, αβίαστη περσόνα της Lisa Bonet, σε μια αθώα, πλην εντυπωσιακή, προοικονομία του cast της τηλεοπτικής μεταφοράς. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα και το reunion στο Groucho Club, δεν γίνεται να φανταστείς άλλον Barry από τον Jack Black να δίνει ερμηνεία ζωής στο “Let’s Get It On” του Marvin Gaye.


Βέβαια, το ότι ο Stephen Frears και η ομάδα του κατάφεραν να βγάλουν τέτοιο χρυσάφι από το High Fidelity -σε βαθμό που οποιοδήποτε remake να ξεκινάει με αρνητικό lead in- οφείλεται, εν πολλοίς, στην οικουμενική διάσταση της pop γραφής του Hornby. Μετρημένα, απλά και εύστοχα, οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται επαρκέστατα με τον ελάχιστο κόπο, αφήνοντας τεράστιο περιθώριο στην -σκηνοθετική και σεναριακή, εδώ- φαντασία να προσθέσει ό, τι χρώμα θέλει στον καμβά, χωρίς την παραμικρή έκπτωση στον σκοπό του βιβλίου. Αυτό το μαγικό χαρακτηριστικό είναι που, σε μεγάλο βαθμό, επέτρεψε και στην συμπαθητική τηλεοπτική μεταφορά του High Fidelity να επιβιώσει του ναυαγίου, γαντζωμένη στον αφρό του «βλέπεται». Το ότι η ταινία του Frears δεν καθαιρείται έτσι εύκολα από την κορυφή που η ίδια διαμόρφωσε, είναι ένα άλλο -κινηματογραφικό- ευαγγέλιο.

 

Γύρος 2ος: Η κρυφή γοητεία του αρσενικού vs Πολιτική ορθότητα

 

Ο ίδιος ο Hornby έχει δηλώσει ότι, ως μεγάλος fan της ρομαντικής γυναικείας λογοτεχνίας, θέλησε να γράψει ένα αρσενικό αντίστοιχο, για να διορθώσει, με τον τρόπο του, την έλλειψη σχετικών βιβλίων. Μυθιστορημάτων, δηλαδή, γραμμένων από άντρες για άντρες και για γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να μάθουν την οπτική των αρσενικών σε ζητήματα καρδιάς. Το αποτέλεσμα είναι ένας, με μαεστρία σχεδιασμένος, ήρωας που είναι ικανοποιητικά μέτριος σε όλα. Εκτός απ’ τη συλλογή των δίσκων του. Αυτή η συμπαθής μετριότητα -της οποίας έχει πλήρη επίγνωση ο ήρωας- γίνεται η βολική δικαιολογία για την ανάπτυξη παντός είδους κλισέ εμμονών και ανασφαλειών, σε βαθμό που αγγίζουν την ανυπόφορη μιζέρια.

Αμφιβολίες περί ανδρισμού, παιδικά τραύματα απόρριψης, αδυναμία δέσμευσης και δεκάδες άλλα κλισέ, ξεπηδάνε το ένα μετά το άλλο από το βιβλίο του Hornby. Σε βαθμό που, μερικές φορές, χάνεις την καλή διάθεση με την οποία επέστρεψες σε ένα «κλασικό» βιβλίο της «νιότης» σου. Κι αν η ταινία (ναι, πάλι η ταινία) κατάφερε να αναδείξει την κρυφή γοητεία του αρσενικού μέσα σε όλο αυτό το παθητικό κλαψ-κλαψ, το βιβλίο του 1995, διαβασμένο το 2020, δείχνει πιο έντονα τη φθορά του σε αυτό το ζήτημα.

Σε μια εποχή που η πολιτική ορθότητα γίνεται γλαφυρό λάβαρο πρωτοβουλιών και εκστρατειών και διχάζει κοινό και κριτικούς, σε έναν αγώνα που δύσκολα θα χάσει λόγω του δίκαιου αιτήματός του, οι ανδρικές εμμονές του Ρομπ Φλέμινγκ δεν έρχονται χωρίς κόστος. Συχνά, μοιάζουν, στην καλύτερη περίπτωση ύποπτες, στη χειρότερη, ως αφορμές εμπάργκο για την πολιτική ορθότητα. Ίσως, αυτά τα, όχι και τόσο λανθάνοντα, σεξιστικά σχόλια επιχείρησε να εξαγνίσει η τηλεοπτική σειρά, τοποθετώντας στο τιμόνι του δισκάδικου την Rob/Zoë Kravitz. Εκτός, όμως, του ότι η αξιοπρεπής, πλην too-damn-hot, Kravitz ζορίζεται εκ φύσεως να προσεγγίσει τις μίζερες (με την καλή έννοια) απαιτήσεις του ρόλου, ίσως τελικά να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα με όλη αυτή την αναπαραγωγή στερεοτύπων, που σήμερα θέλουν να φαντάζουν αναχρονιστικά. Γιατί, αυτή ακριβώς η αναπαραγωγή ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα. Με πηγαίο χιούμορ, ο Hornby δίνει συχνά κομψές αφορμές για «μαύρο» από κάθε φεμινιστικό φορέα που σέβεται τον εαυτό του, τις οποίες καταφέρνει, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, να αναιρέσει μετά από δυο-τρεις γραμμές, επιστρατεύοντας τον αυτοσαρκασμό. Με τις πλάτες της μοιραίας αλήθειας που, εγγενώς, φέρουν στο DNA τους κάμποσα από τα κλισέ του σύγχρονου δυτικού κόσμου, το χιούμορ καταφέρει να μπει στο ρινγκ του κοινωνικού σχολίου από το πλάι και να κερδίσει τον γύρο στα σημεία.

 

Γύρος 3ος με νοκ-άουτ: Η μουσική νικάει πάντα  

 

Ό, τι και να ειπωθεί για τις σημειολογικές προεκτάσεις ενός «αρσενικού» α λα Bridget Jones ημερολογίου, το κυρίαρχο πόρισμα κάθε επιστροφής στο High Fidelity είναι ένα και μοναδικό: η μουσική νικάει πάντα. Η ακαταμάχητη έλξη που ασκεί η κουλτούρα του δισκάδικου και οι νευρώσεις ενός μουσικού σπασίκλα στο κοινό που ζει -σε έναν βαθμό- για την κατανάλωση αυτών ακριβώς των προϊόντων, είναι ο παράγοντας χ που, με συνοπτικές διαδικασίες, οδήγησε το High Fidelity στον pop θρόνο του. Ο οδηγός του ιδανικού mixtape, οι top 5 δίσκοι όλων των εποχών και η αναδιοργάνωση της δισκοθήκης ως θεραπεία, χτίζουν έναν μικρόκοσμο, στον οποίο αισθάνονται κάτι παραπάνω από οικεία όποιοι ξέρουν τι σημαίνει digging και έχουν αντιγράψει κασέτες από cds και βινύλια για φίλους, κορίτσια και αγόρια. Ακόμα και αυτή η αρχή που το άτομο ορίζεται από τα πολιτιστικά καταναλωτικά γούστα του, βάσει της οποίας πορεύονται ο Rob και οι φίλοι του στο High Fidelity, και η γλυκιά ανατροπή της στο happy end του βιβλίου είναι μια διαχρονική τεχνική της pop κουλτούρας που στο High Fidelity εκτίθεται και από τις δύο πλευρές του νομίσματος. Ο Nick Hornby, υποδειγματικά ρίχνει αυτό το νόμισμα στο jukebox και παίζουν δισκάκια της Stax και της Motown back to back με τα χορευτικά της Madonna και τα hits των Simply Red που σιχαίνεται ο Ρομπ. Κάπως έτσι, με ένα δεξί δυνατό κροσέ της (pop) μουσικής, το High Fidelity του Nick Hornby ρίχνει νοκ άουτ και τον πιο σκεπτικιστή αναγνώστη που θα επιστρέψει σε αυτό με μια εμφατική, ηχηρή διαπίστωση ότι η (pop) μουσική νικάει πάντα.

 

Bonus tracks: Top 5 highlights του βιβλίου, σε αντίστροφη μέτρηση

 

 

5. Η σκηνή της επίσκεψης του Rob Fleming σε ένα σπίτι για μια ιδιωτική συλλογή singles, την οποία, η σύζυγος του ιδιοκτήτη της, ήθελε να πουλήσει για λόγους εκδίκησης. Πρόκειται για την κορυφαία συλλογή singles όλων των εποχών – «αυθεντικά του Elvis από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, μια κόπια του “God Save the Queen” των Sex Pistols στην Α&Μ! Και ωχ. αμάν, Θεέ μου, το “You Left the Water Running” του Ottis Redding, που είχε κυκλοφορήσει επτά χρόνια μετά τον θάνατό του και αποσύρθηκε αμέσως, επειδή η χήρα του δεν…». Η απατημένη σύζυγος πουλούσε τη συλλογή για φραγκοδίφραγκα μόνο και μόνο για να εκδικηθεί. Ο Ρομπ δεν δέχτηκε να την αγοράσει για λόγους αρχής.

4. Η σκηνή των μίζερων 36ων γενεθλίων του, τα οποία ο Rob Fleming περνάει με μερικούς άσχετους, μετά από την αποτυχημένη απόπειρα να τα περάσει μόνος του στο σπίτι με νοικιασμένες ταινίες από το video club.

3. H αφίσα γα το νέο opening του Groucho Club.

2. Η πρωτοκαθεδρία των δίσκων της Stax, της Motown και της Atlantic στο soundtrack του βιβλίου.

1. Το  “Got To Get You Off My Mind” του Solomun Burke ως το σημαδιακό τραγούδι του Rob και της Laura.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured