Patrick Cowley
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Ο Patrick Cowley υπήρξε ο χάρτης και το αίμα μιας ολόκληρης κουλτούρας που πάλευε να υπάρξει κόντρα στη σιωπή και την καταπίεση. Βρέθηκε στο Σαν Φρανσίσκο λίγο πριν η πόλη μετατραπεί σε σύμβολο της queer απελευθέρωσης. Εκεί, ανάμεσα σε υπόγεια club, στα ηλεκτρονικά μηχανήματα της παρέας του Electronic Music Lab στο City College of San Fransisco και στις σκιές της περιοχής Castro, ο Cowley συνέλαβε και δημιούργησε έναν ήχο που ακόμα και στις μέρες μας μοιάζει να προέρχεται από το μέλλον. Έναν ήχο που η Ευρώπη, με τον Giorgio Moroder στην πρώτη γραμμή, ήδη εξερευνούσε, αλλά που ο Cowley είναι τελικά εκείνος που τον εμποτίζει με κάτι ακατέργαστο, σχεδόν σωματικό: την εμπειρία του να είσαι gay, ζωντανός και ευάλωτος, σε μια εποχή που η ίδια η ύπαρξή σου θεωρούνταν ακραία πρόκληση.

Ο Patrick Joseph Cowley (ο Pat για όλους) γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1950 στο Buffalo της Νέας Υόρκης, κάτω από το ζώδιο του Ζυγού. Μεγάλωσε στα βόρεια της Πολιτείας, μαζί με τα αδέρφια του: τον James, τον μεγαλύτερο, έπειτα τον ίδιο, την Mariellen και τη μικρότερη, τη Madonna. Ο πατέρας του, Kenneth Leo Cowley (1919–2005), έζησε σχεδόν σαράντα χρόνια στην ίδια γειτονιά, ενώ η μητέρα του, Ellen Nugent McManus Cowley (1923–1984), πέθανε μόλις δεκατρείς μήνες μετά τον Patrick. Η οικογένεια είχε ρίζες από το Horseheads και το Corning της Νέας Υόρκης, από εκεί ξεκίνησε και ο έφηβος Patrick, παίζοντας τύμπανα σε garage μπάντες της περιοχής. Ήξερε και κιθάρα, αλλά κυρίως έπαιζε πλήκτρα «με το αυτί», απλοϊκά αλλά με μια δύναμη που κρατούσε τα τραγούδια του συμπαγή και άμεσα. Ενώ η μουσική τον κρατούσε κοντά με τον έρωτά της, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Buffalo, αλλά όμως το πραγματικό του μάθημα ήταν τα ξενύχτια και οι αυτοσχέδιες πρόβες στο υπόγειο του σπιτιού του, εκεί όπου οι αδελφές του θυμούνται ακόμα τον εκκωφαντικό ήχο των τυμπάνων του να τους τρελαίνει. Κι όμως, οι γονείς του στάθηκαν δίπλα του, τον ενθάρρυναν να κυνηγήσει το όνειρό του, παρότι ο δρόμος για τη μουσική φαινόταν (όπως σε όλους τους γονείς) αβέβαιος. Ο Patrick γύριζε από τις περιοδείες φορτωμένος δώρα και κασέτες από τις συναυλίες του, που τις έβαζε στα ανίψια του για να χορεύουν. Εκείνος έμοιαζε να ζει ήδη σε έναν άλλο κόσμο, τα beats του, απλά αλλά έντονα, ήταν η προαναγγελία της καταιγίδας που ερχόταν.

Το 1971, στα είκοσι ένα του, ο Patrick αφήνει πίσω το Rochester και κατηφορίζει προς τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, σαν να ακολουθεί κάποιον αόρατο μαγνητισμό. Εκεί, στο City College, αρχίζει να μαθαίνει την απέραντη και φανταστική γλώσσα των συνθεσάιζερ, σαν κάποιος που ακούει για πρώτη φορά τις φωνές ενός μέλλοντος που δεν είχε ακόμα εφευρεθεί. Λίγο αργότερα, στο υπόγειο του Jerry Mueller, ιδρύθηκε το Electronic Music Lab: μια παρέα τεσσάρων ανθρώπων (ο Arthur, ο Jerry, ο Patrick και κατόπιν ο Maurice) κλεισμένοι σ’ έναν χώρο χωρίς παράθυρα, να παλεύουν με καλώδια, κουμπιά, ταλαντωτές, και πολλούς, πάρα πολλούς ήχους. Και όλο αυτό πέρα από ένα μεγάλο μάθημα ήταν κάτι σαν ένα μυστικό τελετουργικό. Οι μηχανές μιλούσαν, έβγαζαν ήχους σαν αναπνοές άλλου πλανήτη, κι εκείνοι οι λίγοι μυημένοι μάθαιναν να τις δαμάζουν. Ο Patrick, με το αυτί στραμμένο στο άγνωστο, άρχιζε να μαζεύει τις δικές του ηχογραφήσεις, σαν ημερολόγια από μια ζωή που δεν είχε ακόμα συμβεί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν να έγραφε μουσική για τα φαντάσματα του αύριο.

Εκείνη την εποχή, ο κόσμος των συνθεσάιζερ ήταν φτωχός αλλά ανεξερεύνητος και λίγα ονόματα έδιναν σάρκα στο άγνωστο: το Moog, το ιερό τέρας, ήταν ακριβό και απόμακρο, το Buchla, εξίσου ακριβό, ήταν σαν κάποιο όργανο αποκρυφιστών, και το Putney, η αγγλική, πιο φθηνή εκδοχή, ήταν για την παρέα ένα εργαλείο που έμοιαζε περισσότερο με μυστικό όπλο παρά με μουσικό όργανο. Ο Patrick και οι σύντροφοί του διάλεξαν τον τελευταίο. Δεν είχε καλώδια, αλλά έναν πινάκα-μήτρα, έναν πίνακα γεμάτο πιθανότητες: με καρφίτσες αντί για χέρια, και σημεία αντί για νότες. Λίγο αργότερα ήρθε το E-mu, το οποίο αγκάλιασε ο Patrick, κι έπειτα το Serge, το αναλογικό modular που ακόμα βρίσκεται στη σχολή, σαν επιζών από άλλη εποχή.

Φωτ.: Dark Entries Records

Το συνθεσάιζερ Serge (γνωστό και ως Serge Modular ή Serge Modular Music System) είναι ένα αναλογικό modular συνθεσάιζερ που αναπτύχθηκε αρχικά από τους Serge Tcherepnin, Rich Gold και Randy Cohen στο CalArts στα τέλη του 1972. Τα πρώτα 20 συστήματα Serge (που τότε ονομάζονταν "Tcherepnins") κατασκευάστηκαν το 1973 στο σπίτι του Tcherepnin. Ο Tcherepnin ήταν τότε καθηγητής στο CalArts και ήθελε να δημιουργήσει κάτι παρόμοιο με τα αποκλειστικά ακριβά modular συστήματα Buchla, «κάτι για τους ανθρώπους, που θα ήταν ταυτόχρονα φθηνό και ισχυρό». Μετά την κατασκευή των πρωτοτύπων, ο Tcherepnin προχώρησε στην ανάπτυξη κιτ για τους φοιτητές, ώστε να μπορούν να κατασκευάσουν με προσιτό κόστος τον δικό τους modular συνθεσάιζερ, η παραγωγή των οποίων γινόταν ανεπίσημα στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου του CalArts. Αυτό οδήγησε τον Tcherepnin να αποχωρήσει από το CalArts προκειμένου να αρχίσει την εμπορική παραγωγή συνθεσάιζερ, ξεκινώντας το 1974.

Ο Jerry Mueller θυμάται τον Patrick σαν έναν μαθητή αλλιώτικο. Δεν προσέγγιζε τα κυκλώματα των modular με τη λογική του τεχνικού, δεν έβλεπε τον χαμηλόσυχνο ταλαντωτή ως διακόπτη φίλτρων. Αντίθετα, άφηνε το χέρι να συνδέει τα πράγματα και το αυτί να θυμάται τι προέκυπτε. Ήταν ένας ερασιτέχνης μάγος που έφτιαχνε δικούς του κανόνες και είχε ένα αυτί σχεδόν αφύσικα ακριβές. Μια μέρα, μπαίνοντας στο εργαστήριο, ο Mueller άκουσε να ξεδιπλώνεται μέσα από το Putney μια τέλεια ηλεκτρονική εκδοχή του "Whiter Shade of Pale". Και αυτό δεν ήταν απλώς μια άσκηση, αλλά σαν να έπαιρνε η μνήμη σάρκα από κύματα και να ζωντάνευε με ηλεκτρισμό.

Αργότερα, ακούγοντας κανείς το School Daze (Dark Entries, 2017) και συνολικά τη δισκογραφία του Cowley, είναι αυτό που μένει: μια μελωδική ευαισθησία που επιμένει ακόμα και όταν τα πάντα μοιάζουν να καταρρέουν. Στις percussive καταιγίδες του "Pagan Rhythms" ή στις παραμορφωμένες ακολουθίες του "Seven Sacred Pools", η μουσική παραμένει κατά έναν τρόπο «προσβάσιμη». Πειραματική, παλλόμενη, αλλά όχι παγιδευμένη. Σαν να περπατάς σε μια σκοτεινή στοά και να συναντάς ξαφνικά ένα φως που σε καλεί.

Ίσως αυτή η στάση να μην ήταν ποτέ η επίσημη φιλοσοφία του Electronic Music Lab, αλλά ήταν η αλήθεια του Patrick Cowley. Και όπως αναγνωρίζει ο Mueller, ήταν μια αλήθεια που μοιράζονταν και οι δυο: ότι η μουσική δεν είναι λογισμικό ούτε καν όργανο. Είναι μια πράξη μνήμης, μια ανάσα που επαναλαμβάνεται μέχρι να γίνει μελωδία.

Κάποια στιγμή, το εργαστήριο έγινε πολύ μικρό για να χωρέσει το εύρος της φαντασίας του. Και το Σαν Φρανσίσκο άρχισε να τον φωνάζει από τα σοκάκια του, από τη Market μέχρι την Castro Street, από τα λευκά φώτα των bathhouses μέχρι τα clubs που δεν είχαν καν όνομα, μόνο ιδρώτα, μυρωδιά αλκοόλ και μουσική. Εκεί, πλέον ο Patrick δεν αναζητούσε τον ήχο του μέλλοντος, τον ζούσε. Καθώς η δεκαετία του ’70 προχωρούσε, η πόλη άρχισε να πάλλεται σε νέες συχνότητες. Το Trocadero Transfer, το Dreamland, το I-Beam στο Haight-Ashbury και το City Disco στο North Beach υπήρξαν κάποτε οι ναοί της νύχτας. Εκεί, κάτω από τους καθρέφτες και τα strobes, οι ψυχές εύρισκαν για λίγο σώμα, τα σώματα μετατρέπονταν σε φως. Οι DJs ένωναν ανθρώπους που την ημέρα δεν θα τολμούσαν ούτε να κοιταχτούν, κι όμως, μέσα σε εκείνα τα beats, όλοι ένιωθαν πως ανήκουν κάπου έστω για τη διάρκεια ενός τραγουδιού.

Φωτ.: Dark Entries Records

Η αρχιτεκτονική της επιθυμίας: Ο Patrick Cowley ως συνθέτης του ηλεκτρικού σώματος

Η καριέρα του Patrick Cowley ως συνθέτη ξεκίνησε όταν ο Sylvester, εντυπωσιασμένος από τους πειραματισμούς του με τα synths, τον κάλεσε στο στούντιό του. Ο Patrick δούλευε στο City ως τεχνικός φωτισμού, στο υπόγειο όπου εμφανιζόταν η μπάντα του Sylvester. Κανείς δεν ήξερε τότε πως έφτιαχνε μουσική. Όταν τελικά τους έπαιξε τις κασέτες του και τους πρότεινε να ηχογραφήσουν φωνητικά για τα κομμάτια του, η ενέργεια άλλαξε. Ο Sylvester, ήδη θρύλος της gay disco σκηνής, διέκρινε σ’ εκείνον κάτι σπάνιο: έναν ήχο που δεν προσπαθούσε να αντιγράψει το funk ή το pop, αλλά να τα μεταμορφώσει σε ένα αλλιώτικο ηλεκτρικό πάθος. Μαζί δημιούργησαν κομμάτια όπως το "You Make Me Feel (Mighty Real)" και το "Dance (Disco Heat)", τραγούδια που έγιναν ύμνοι στα dancefloors και που έκαναν την queer κοινότητα να νιώσει, έστω για μερικά λεπτά, αήττητη. Κάθε beat τους ήταν μια γροθιά στην καταπίεση, κάθε φωνή του Sylvester ένα ξόρκι ελευθερίας. Ο Cowley, πίσω από τα πλήκτρα, ήξερε πως αυτή η μουσική δεν ήταν απλώς για να χορεύεται, αλλά για να επιβιώνει κανείς.

«Ο Patrick Cowley εμφανίστηκε και ουσιαστικά δημιούργησε έναν ήχο που έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο ως ο χαρακτηριστικός ήχος του Σαν Φρανσίσκο», θυμάται ο Casey Jones στο βιβλίο Mechanical Fantasy Box: The Homoerotic Journal of Patrick Cowley (Dark Entries). «Ήταν ένας druggy ήχος, μεθυστικός, ανεβαστικός, σχεδόν υπνωτικός. Ολόκληρη η σκηνή του Σαν Φρανσίσκο εκείνη την εποχή περιστρεφόταν γύρω από τα up drugs, τις ουσίες που σε κρατούσαν σε κίνηση, που σε έκαναν να λάμπεις μέσα στο σκοτάδι. Από τα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ολόκληρη η gay disco σκηνή διαμορφωνόταν από μουσική που ενίσχυε εκείνη την κατάσταση ευφορίας, που ταίριαζε με το υψηλό της στιγμής. Το ναρκωτικό επιλογής στις high energy πίστες ήταν πάντα κάποιο είδος speed — κάτι που έδινε ώθηση, ταχύτητα, φως. Ο Patrick δημιούργησε έναν συνθετικό ήχο σχεδιασμένο να ενισχύει αυτήν την παραίσθηση, να την ανεβάζει λίγο πιο ψηλά, να την κάνει ρυθμό. Και το τραγούδι που πραγματικά εκτόξευσε αυτόν τον ήχο ήταν το "Menergy", μια ωδή στην κίνηση, στην επιθυμία, και στην άγρια χαρά του να είσαι ζωντανός μέσα στη μουσική».

Φωτ.: Dark Entries Records

Το άλμπουμ Step II (Fantasy, 1978)ταν το σημείο όπου ο Sylvester απογειώθηκε και ο Patrick Cowley απέκτησε τον δικό του μύθο. Ο ήχος του, στιλπνός, σωματικός, ηλεκτρικός, έδωσε πνοή στο άλμπουμ, το έκανε χρυσό, με πάνω από 500.000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1979, στο War Memorial Opera House του Σαν Φρανσίσκο, ηχογράφησαν μαζί το ζωντανό άλμπουμ Living Proof (Fantasy, 1979) μια στιγμή όπου η disco έγινε τελετουργία. Οι παραγωγές του γέμισαν σύντομα τα στούντιο της Bay Area. Από εκεί ξεπήδησε το Hi-NRG, αυτό το μανιασμένο, μηχανικό τέκνο της disco, που έμοιαζε να οδηγεί το σώμα σε έκσταση και ταυτόχρονα να το τιμωρεί για την ίδια του την ηδονή. Οι νύχτες μεγάλωναν, τα συνθεσάιζερ έπαιρναν φωτιά, και ο Patrick έμοιαζε να έχει βρει τον δικό του θεό μέσα στους ήχους, ένα απίστευτο και φανταστικό μείγμα ενέργειας και θλίψης, σαν να ήξερε ήδη τι ερχόταν.

Το 1978, ο Patrick Cowley μπήκε σε έναν δικό του λαβύρινθο φωτός και χρόνου. Πήρε το "I Feel Love" της Donna Summer (το αθάνατο δημιούργημα του Giorgio Moroder) και το μετέτρεψε σε ένα δεκαεξάλεπτο όραμα, μια μακρόσυρτη ηλεκτρονική έκσταση που έμοιαζε να διαλύει τη νύχτα. Το remix του κυκλοφόρησε αργότερα, το 1981, από τη Casablanca Records, κι έγινε κάτι σαν μυστικό όπλο στα χέρια των DJs όλου του κόσμου. Ένα κομμάτι που δεν απλώς ακουγόταν, αλλά συνέβαινε.

Κι όμως, ο Patrick δεν απομακρύνθηκε ποτέ από τη βάση του, από το Castro και την ακατέργαστη ενέργεια των clubs. Το καλοκαίρι του 1981, μαζί με τον φίλο του Marty Blecman, ίδρυσαν τη Megatone Records, στη 470 Castro Street, σε ένα μικρό γραφείο που έμελλε να γίνει εργαστήριο ήχου και απελευθέρωσης. Εκεί, και αργότερα στα Automatt Studios της Folsom Street, γεννήθηκαν τα Megatron Man (Megatone Records, 1981) και Mind Warp (Megatone Records, 1982), αλλά και τα πρώτα του θαύματα, όπως τα "Menergy", "Right On Target" και "I Wanna Take You Home", γραμμένα στο μικρό του home studio, με μόλις οκτώ κανάλια και ένα Prophet-5 συνθεσάιζερ.

Με αυτό το όργανο, μια μηχανή πέντε φωνών και αμέτρητων δυνατοτήτων, ο Patrick μπορούσε να χτίσει ολόκληρους κόσμους. Έφτιαχνε φωνές ρομποτικές, ήχους που ανάσαιναν σαν σώματα, ρυθμούς που έμοιαζαν να κρατούν την καρδιά του club. Έλεγε πως μπορούσε να γράψει ένα τραγούδι μόνο με το Prophet-5 και ένα drum machine κι αυτό ακριβώς έκανε: έφτιαχνε σύμπαντα με δύο μηχανές και μια άγρυπνη ψυχή.

Το Megatron Man (Μegatone Records, 1981) το ντεμπούτο του Patrick Cowley είναι μια έκρηξη στο χωροχρονικό συνεχές της disco. Ένα άλμπουμ που μοιάζει να γράφτηκε από κάποιον που ήξερε πως ο χρόνος του τελειώνει και γι’ αυτό πάτησε τέρμα το γκάζι. Εδώ, η ενέργεια δεν είναι διασκέδαση αλλά επιβίωση. Με το "Teen Planet", το μοναδικό τραγούδι όπου ακούμε τη δική του φωνή μαζί με ένα από τα απίστευτα συνθ σόλο στην ιστορία της disco και το "Sea Hunt", εμπνευσμένο από την τηλεοπτική σειρά με τον Lloyd Bridges, που τόσο θαύμαζε. Αν ακούσει κάποιος το άλμπουμ σήμερα χωρίς να γνωρίζει την ιστορία του Patrick Cowley θα νιώσει σαν να περνάει μια πύλη που οδηγεί ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον. Το "Megatron Man" ακούγεται σαν να γεννήθηκε χθες από κάποιον παραγωγό της νέας ψηφιακής εποχής, κι όμως κουβαλάει την ανάσα της πιο ανθρώπινης δεκαετίας. Είναι ένα έργο φτιαγμένο με μηχανές που χτυπούν σαν καρδιές, με ρυθμούς που υπόσχονται λύτρωση, με φωνές που μοιάζουν να προέρχονται από το βάθος του διαστήματος ή της ψυχής. Αν δεν γνωρίζεις την ιστορία του Patrick Cowley, θα νομίσεις πως πίσω από αυτά τα beats υπάρχει ένας αθάνατος. Αν τη γνωρίζεις, τότε καταλαβαίνεις ότι πράγματι υπάρχει, γιατί ο ήχος του δεν πέθανε ποτέ, απλώς συνέχισε να ταξιδεύει μέσα στα καλώδια, περιμένοντας να τον ξανακούσουμε.

Φωτ.: Dark Entries Records

Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του Menergy (Fusion, 1981) με τα "Menergy" και καλεσμένο τον Sylvester στα φωνητικά δίπλα στο δικό του vocoder, και "I Wanna Take You Home", τα πρώτα του singles που ανέβηκαν στα charts το φθινόπωρο του 1981. Στο "Menergy", το απόλυτο εμβατήριο της ανδρικής επιθυμίας, ο ρυθμός λειτουργεί σαν ενεργειακή προσευχή. Η επανάληψη είναι μανία, είναι σαν το ritual μιας κοινότητας που ξέρει πως ζει στα όρια του κινδύνου. Κάθε επανάληψη είναι μια υπόμνηση της φθαρτότητας και κάθε hi-hat μια προσπάθεια εξόδου από αυτήν. Δηλαδή αν ο Moroder εφεύρε τη μηχανική ευφορία, ο Cowley της χάρισε ψυχή ή μάλλον, κάποιο τεχνητό πνεύμα που μπορούσε να αναπνέει μέσα από το voltage control. Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχει και το το "I Got A Line On You", η δική του εκδοχή πάνω στο τραγούδι του Randy California (1969).

«Η μουσική του Patrick ήταν τόσο μπροστά από την εποχή της, κι όμως τόσο απλή και αγνή. Ακόμα κι αν βάλεις σήμερα έναν δίσκο του να παίξει, σε συνεπαίρνει αμέσως η δύναμή του κι όμως, όλα ήταν ηχογραφημένα σε οκτώ μόνο κανάλια! Ήταν ο τρόπος που συνέθετε τα πάντα, ο τρόπος που τα έδενε μεταξύ τους, που αποκάλυπτε την πραγματική του ιδιοφυΐα», θυμάται η αγαπημένη του τραγουδίστρια Jo-Carol Block στο βιβλίο Mechanical Fantasy Box: The Homoerotic Journal of Patrick Cowley (Dark Entries).

Όλα αυτά τα τραγούδια, σκόρπια τότε, άρχισαν να σχηματίζουν κάτι καινούργιο: έναν ήχο που οι κριτικοί θα ονόμαζαν αργότερα Hi-NRG, ένα ρεύμα ταχύτητας, έντασης και ευφορίας που θα πλημμύριζε τις πίστες της δεκαετίας του '80. Κι αν η disco ήταν το όνειρο, το Hi-NRG ήταν η αφύπνιση και ο Patrick Cowley, ο αρχιτέκτονας της έκστασης.

Αντικειμενικά, ο ήχος του Patrick Cowley μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν, πρόκειται όμως για ένα από εκείνα τα πολιτισμικά παράδοξα όπου η μουσική φανερώνει την αδυναμία του μέλλοντος να υπάρξει, εκεί όπου η υπόσχεση της προόδου μετατρέπεται σε παλμό ευφορίας και απώλειας. Η disco του Cowley, και ιδίως το μετασχηματισμένο της απόσταγμα στο Hi-NRG, λειτουργεί ως προφητική τεχνολογία συναισθήματος. Όχι μονάχα ως ένα είδος χορευτικής μουσικής, αλλά ως ένα πειραματικό εργαστήριο για την επιθυμία, την τεχνολογία και την ταυτότητα. Οι ακολουθίες του, χτισμένες πάνω σε μηχανικές αναπνοές του Prophet-5, δημιουργούν ένα πεδίο όπου το ανθρώπινο σώμα δεν είναι πια μόνο υποκείμενο του ήχου, αλλά μέρος του κυκλώματος. Εκεί όπου το machine pulse γίνεται η νέα καρδιά του ανθρώπου.

Η μουσική του Cowley προβλέπει, χωρίς να το γνωρίζει, την ηλεκτρονική μελαγχολία των '90s: τους Pet Shop Boys, τους Underworld, αλλά και τον techno-ρομαντισμό του Detroit. Αλλά περισσότερο από αυτό, προβλέπει την αισθητική ενός μέλλοντος που δεν ήρθε ποτέ, εκείνη την εποχή όπου η τεχνολογία θα απελευθέρωνε το σώμα αντί να το παγιδεύει σε data. Σήμερα, όταν ακούμε το "Megatron Man" ή το "Sea Hunt", δεν χορεύουμε σε ένα παρελθόν. Χορεύουμε μέσα σε έναν χαμένο ορίζοντα…

Φωτ.: Dark Entries Records

Όταν το φως έσβησε στα clubs: H αρρώστια, η σιωπή και το τέλος μιας εποχής

Γύρω στα τέλη των 70s, ο αέρας στη Castro είχε αρχίσει να αλλάζει. Οι άνθρωποι που γέμιζαν τα dancefloors άρχισαν να εξαφανίζονται ένας-ένας. Μια νέα σκιά απλωνόταν πάνω από την πόλη: μια ασθένεια χωρίς όνομα, χωρίς φάρμακο, χωρίς καν ελπίδα. Ο Patrick Cowley αποχώρησε από τη μπάντα του Sylvester όταν άρχισε να αρρωσταίνει αλλά και γιατί οι συνεχείς περιοδείες τον εξάντλησαν. Πάνω απ’ όλα, όμως, γιατί ένιωθε πως είχε φτάσει η στιγμή να δημιουργήσει κάτι δικό του, με δικές του φωνές και δικούς του ρυθμούς. Ο Sylvester, από την πλευρά του, θεώρησε τότε ότι τα synths είχαν κάνει τον κύκλο τους· ήθελε να στραφεί προς το R&B, και ο Patrick φάνηκε, προσωρινά, περιττός.

Όμως η ζωή, όπως πάντα, ξαναφέρνει κοντά εκείνους που συνδέθηκαν μέσα από τη μουσική. Ο Sylvester, μετά τη ρήξη του με τη Fantasy Records – όταν ο παραγωγός Harvey Fuqua απαίτησε να κρύψει τη queer εικόνα του πίσω από "straight" εξώφυλλα – επέστρεψε στα γνώριμα πρόσωπα: τον Patrick και τον Marty Blecman, στα στούντιο της Megatone Records. Εκεί, ανάμεσα σε συνθεσάιζερ και φίλους, βρήκε ξανά την ελευθερία του.

Ο Patrick αρρώστησε στα 32 του, λίγο μετά την κυκλοφορία του Megatron Man (1981). Κι όμως, δούλεψε μέχρι τέλους. Έγραφε στο σπίτι του, καταβεβλημένος, με τους φίλους του να κουβαλούν τα μηχανήματα στο σαλόνι για να μπορεί να συνθέτει ξαπλωμένος.

Ο Blecman ήταν εκείνος που, τον Νοέμβριο του 1981, θα συνόδευε τον Patrick στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Σαν Φρανσίσκο. Την ίδια ώρα που το όνομά του ανέβαινε στα Billboard Charts με το "Menergy", το σώμα του λύγιζε. Η οικογένειά του είχε έρθει από τη Νέα Υόρκη, και γύρω από το κρεβάτι του μαζεύτηκαν φίλοι, μουσικοί, άνθρωποι που ήξεραν ότι έβλεπαν έναν πυρσό να σβήνει. Ο Patrick, σχεδόν χωρίς φωνή πια, τους ζήτησε να τον αφήσουν να φύγει.

Το Mind Warp, το τελευταίο του άλμπουμ, ήταν ήδη έτοιμο. Δημιουργημένο από έναν άνθρωπο καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο, μα με το μυαλό του να κινείται ακόμα ταχύτερα κι από τους sequencers του. Ήταν το έργο μιας ψυχής που έβλεπε το φως να σβήνει και το μετέτρεπε σε ήχο. Ένα κύκνειο άσμα φτιαγμένο από ενέργεια, θάρρος και την πιο σπάνια πρώτη ύλη της εποχής του: την ελπίδα.

Ο Patrick Cowley πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1982, σε ηλικία μόλις 32 ετών. Έναν μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο, πραγματοποιήθηκε μια μικρή τελετή στη μνήμη του. Η Ariel Records ήταν η μόνη εταιρεία που δημοσίευσε αγγελία στη μνήμη του, μια πενιχρή αναγνώριση για έναν άνθρωπο που είχε προσφέρει τόσο στη μουσική βιομηχανία και στην ίδια την κοινότητα.

Στις 16 Δεκεμβρίου 1988, ο Sylvester πέθανε από επιπλοκές σχετικές με το AIDS, σε ηλικία 41 ετών. Το 1989 ο Marty Blecman κυκλοφόρησε το The Patrick Cowley Ultimate Collection (Unidisc, 1989) αφιερωμένο στη μνήμη του Patrick και στη φιλία που τους ένωνε. Ο Blecman συνέχισε να διευθύνει τη Megatone Records μέχρι τον δικό του θάνατο, στις 20 Σεπτεμβρίου 1991, επίσης από AIDS.

Μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, μια ολόκληρη γενιά δημιουργών, φίλων και εραστών είχε χαθεί. Ό,τι απέμεινε ήταν η μουσική τους: φωτεινή, υπερβατική, και αθεράπευτα ανθρώπινη.

 

Η προφητική disco του Patrick Cowley δεν είναι απλώς μουσική. Είναι ένα μανιφέστο ελπίδας μέσω τεχνολογίας, που όμως κουβαλά τον σπόρο της ίδιας της εξαφάνισής του. Κάθε synth line είναι ένας αναστεναγμός από έναν κόσμο που δεν άντεξε να υπάρξει. Κι αν ο Fisher έλεγε πως το future has been cancelled, ο Cowley ήταν από τους λίγους που το πρόβλεψαν χορεύοντας.

Οι τελευταίες του ηχογραφήσεις, που θα έμεναν θαμμένες για δεκαετίες, ήταν κάτι παραπάνω από μουσική. Ήταν μηνύματα από έναν άνθρωπο που ήξερε πως πεθαίνει, αλλά αρνιόταν να σωπάσει. Το School Daze (Dark Entries, 2017), το Afternooners (Dark Entries, 2017), το Muscle Up (Dark Entries, 2017, όλα τους μοιάζουν με αποχαιρετισμούς που εκπέμπονται μέσα από καλώδια. Ήχοι σαν ραδιοσήματα από έναν άλλο κόσμο.

Σήμερα 19 Οκτωβρίου η Dark Entries κυκλοφορεί το νέο διπλό άλμπουμ/συλλογή Hard Ware το οποίο μοιάζει με ένα ακόμα μήνυμα που έφτασε καθυστερημένα από το μέλλον. Ένα ηλεκτρονικό όνειρο που ο Patrick Cowley άφησε μισό, και που τώρα, στην 75η επέτειο της γέννησής του, η Dark Entries το ολοκληρώνει σαν τελετουργία ανάστασης. Εδώ ο ήχος δεν είναι απλώς χορευτικός· είναι μετα-ανθρώπινος. Το Hard Ware (Dark Entries, 2025) είναι ο τελευταίος κρίκος μιας τριλογίας – μετά τα Male Box (Dark Entries, 12 Νοεμβρίου 2022) και From Behind (Dark Entries, 19 Οκτωβρίου 2024) – και ακούγεται σαν μια αναδρομή από το διάστημα: hi-NRG, funk, synthpop και disco να λιώνουν μέσα σε κύματα επιθυμίας και ειρωνείας.

Οι τίτλοι μοιάζουν με αναμνήσεις από έναν μελλοντικό πλανήτη ("Tech-No", "Jungle Jump", "Spellbinding Lover", "Ice Age". Στην πραγματικότητα, είναι απομεινάρια μιας άλλης εποχής, όταν η τεχνολογία ακόμα υποσχόταν σωτηρία. Στο τελευταίο κομμάτι, το "Ice Age", η φωνή της Peggy Gibbons τραγουδά για έναν παγωμένο κόσμο που πλησιάζει, κι ο ήχος μοιάζει με προφητεία: το AIDS, η σιωπή, η απώλεια.

Αυτός ο δίσκος δεν είναι μια ακόμα ανασκαφή, είναι σημάδι επικοινωνίας. Μια εκπομπή από τον Cowley προς όλους εμάς, που ζούμε στο μέλλον που εκείνος ονειρεύτηκε και φοβήθηκε ταυτόχρονα. Ένα μέλλον φτιαγμένο από φως, ιδρώτα, κύματα και αναμνήσεις. Γιατί έτσι ο ήχος του Pat επιστρέφει ξανά, όχι ως νοσταλγία, αλλά ως απόδειξη ότι ο ηλεκτρισμός μπορεί ακόμη να συγκινεί.


Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στον Josh Cheon της Dark Entries Records για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες, τον άνθρωπο που κρατά ζωντανό τον μύθο του Patrick Cowley μέσα από ένα έργο σχεδόν αρχαιολογικό, τη διάσωση, αποκατάσταση και κυκλοφορία δεκάδων ανέκδοτων ηχογραφήσεών του. Χάρη στη φροντίδα και το πάθος του, ο Cowley δεν παραμένει απλώς μια θρυλική φιγούρα της queer disco, αλλά ένας ζωντανός ήχος που εξακολουθεί να ανασαίνει στα βινύλια, στα clubs και στις καρδιές όσων καταλαβαίνουν ότι το μέλλον, κάποιες φορές, έχει ήδη παιχτεί σε μια μαγνητοταινία.

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured