Μακριά από εμάς ισοπεδωτικές γενικεύσεις τύπου «δεν βγαίνουν πια καλοί δίσκοι», ακόμα πιο μακριά από εμάς όμως οι στρουθοκαμηλισμοί εκείνων οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να δεχτούν ότι ο κύκλος της μουσικής επανάστασης που συντελέστηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έχει κλείσει και ότι η δημιουργικότητα της μουσικής βιομηχανίας βαίνει έκτοτε μειούμενη. Επικαλούνται, δε, την πλασματική υπεραξία που αποκτά ένα έργο τέχνης στη συλλογική συνείδηση με το πέρασμα του χρόνου, τον  πολλαπλασιαστικό παράγοντα «νοσταλγία», αλλά και την αδυναμία των μεγαλύτερων γενιών να βιώσουν την τρέχουσα μουσική εξίσου έντονα με τους νέους, για να μας πείσουν πως εμείς που γκρινιάζουμε για την πτώση του μουσικού πήχη ζούμε περίπου μια ψευδαίσθηση, θύμα της οποίας πέφτει κάθε γενιά όταν ωριμάζει.

Παρόλο που και τα τρία επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι βάσιμα, μιας και οι παράγοντες αυτοί πράγματι επηρεάζουν την κρίση πολλών σε υπολογίσιμο βαθμό, είναι αμφίβολο ότι αρκούν για να θολώσουν καθολικά την όραση (ή εν προκειμένω την ακοή) των υποψιασμένων, ψύχραιμων ακροατών, οι οποίοι μπορούν και παίρνουν συναισθηματικές αποστάσεις από κάθε λογής bias και κατά συνέπεια είναι σε θέση να αντιληφθούν το κάθε τι στις πραγματικές του διαστάσεις.

Αφήνοντας στην άκρη τα μουσικά θαύματα που έλαβαν χώρα μεταξύ των δεκαετιών του 1960 και 1990 και κάνοντας zoom in στον 21ο αιώνα, διαπιστώνει κανείς ότι και εκεί η τάση είναι πτωτική σε ό,τι αφορά την ποιότητα των μουσικών κυκλοφοριών, αλλά και τον αντίκτυπό τους στην ευρύτερη καλλιτεχνική και πολιτισμική σφαίρα. Λίγοι θα διαφωνήσουν ότι η δεκαετία του 2000 προσέφερε περισσότερες έντονες μουσικές συγκινήσεις σε σχέση με τη δεκαετία του 2010, ενώ ακόμα και αν εξετάσουμε την τελευταία μεμονωμένα, εμφανίζεται μάλλον ετεροβαρής, με τις τρεις τελευταίες χρονιές της να παρουσιάζουν ελάχιστους ουσιαστικά στιβαρούς δίσκους. Κι αν το πρώτο εξάμηνο του 2020 αισθανθήκαμε μια τάση αναζωπύρωσης του μουσικού ενδιαφέροντος, η συνέχεια διέψευσε την αίσθηση αυτή.

Με δεδομένα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το 2016 ήταν η τελευταία (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) σπουδαία μουσική χρονιά. Δεν αποτέλεσε ένα νέο 1991 ή 1967, ήταν όμως, τηρουμένων των αναλογιών, μια χρονιά επίσης πλούσια σε εκπληκτικούς δίσκους, με ημερομηνίες κυκλοφορίας κατανεμημένες σε ολόκληρο το 12μηνο (σε σημείο που κάθε μήνα, ενίοτε και κάθε εβδομάδα, άκουγες έναν ακόμη υποψήφιο «δίσκο της χρονιάς») και αντίκτυπο ο οποίος, σε κάποιες περιπτώσεις, είναι ορατός ακόμα και σήμερα.

 

Η επέλαση του «μαύρου» ήχου

Μια από τις κυρίαρχες τάσεις της δεκαετίας του 2010 ήταν οι δημιουργικές ζυμώσεις στο χώρο του hip hop, του R&B και της neo-soul, οι οποίες δεν άφησαν ανεπηρέαστη ούτε την pop. To 2016 μπορεί να θεωρηθεί ως η χρονιά κορύφωσης της τάσης αυτής, με  τους εξαιρετικούς δίσκους του λεγόμενου «μαύρου ήχου» να καταφθάνουν ο ένας μετά τον άλλον.

Το αριστουργηματικό Blonde του Frank Ocean μαζί με το εκπληκτικό A Seat At The Table της Solange πρωτοστάτησαν στο R&B/soul στρατόπεδο, κερδίζοντας αμφότερα από μία θέση στους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας. Από κοντά δίσκοι σαν το Freetown Sound από Blood Orange, Awaken, My Love! από Childish Gambino, Malibu από Anderson .Paak, όλοι τους δίσκοι της ίδιας χρονιάς που ακούστηκαν και συζητήθηκαν πολύ. Και βέβαια το Love & Hate, ο δεύτερος δίσκος του Michael Kiwanuka και εκείνος ο οποίος τον έκανε ευρύτερα γνωστό, επίσης φέρει την ίδια χρονολογία κυκλοφορίας.

Στον χώρο του hip hop τα πράγματα ήταν εξίσου συναρπαστικά. Οι A Tribe Called Quest αποχαιρέτισαν δισκογραφικά το κοινό τους με το ανέλπιστα καλό We Got It from HereThank You 4 Your Service, ο Kanye West κυκλοφόρησε τον τελευταίο πραγματικά μεγάλο δίσκο του με το The Life Of Pablo, ο Chance The Rapper πάντρεψε το rap με την gospel στο εξαιρετικά ενδιαφέρον Coloring Book, ενώ ο Skepta αναζωπύρωσε το grime και κατέκτησε το βραβείο Mercury με το Konnichiwa. Την ίδια στιγμή, η ανερχόμενη τότε Noname παρουσίασε ένα πρώτο δείγμα της δυναμικής της με το Telefone, ο Danny Brown κέρδισε φανατικό following με τους αντισυμβατικούς πειραματισμούς του στο Atrocity Exhibition, οι Death Grips κυκλοφόρησαν έναν από τους καλύτερους δίσκους του καταλόγου τους με το Bottomless Pit και βέβαια στην εκπνοή του έτους, ανήμερα Χριστούγεννα, έφτασε στα αυτιά μας ο οδοστρωτήρας που ακούει στο όνομα RTJ3 από τους Run The Jewels (το οποίο δυστυχώς δεν πρόλαβε να μπει στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς εκείνης).

Ακόμα και στην «μαύρη» pop, όμως, υπήρξαν δύο σημαδιακές κυκλοφορίες που ανέδειξαν το 2016 σε χρονιά αναφοράς. Από τη μία η Beyoncé, η οποία με τον οπτικοακουστικό θρίαμβο του Lemonade αφουγκράστηκε την εποχή της όσο λίγοι και συνετέλεσε στην εκλαΐκευση και μαζικοποίηση του φεμινισμού, προκαλώντας κοινωνικές δονήσεις οι οποίες είναι ακόμα αισθητές. Από την άλλη η Rihanna με το κάπως ανορθόδοξο Anti, το οποίο παραμένει, 7 χρόνια αργότερα, η τελευταία της δισκογραφική κατάθεση και με κάποιον μυστήριο τρόπο εξακολουθεί να ανεβάζει τη μετοχή της στο χρηματιστήριο του hype ακατάπαυστα, έχοντας μάλιστα κερδίσει και μια όψιμη κριτική αποδοχή που το ανέβασε σε δυσθεώρητες θέσεις στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ των 2010s.

 

Η χρονιά που οι «παλιοί» έδειξαν τα δόντια τους

Είναι κοινός τόπος ότι μετά την ηλικία των 40 οι μουσικοί σπάνια παραμένουν αρκούντως εμπνευσμένοι και δημιουργικοί ώστε να συναγωνιστούν το καλλιτεχνικό προϊόν του νεότερου εαυτού τους. Παρόλα αυτά, το 2016 ήταν η χρονιά των εξαιρέσεων, με πιο τρανταχτά παραδείγματα τα δύο περίφημα κύκνεια άσματα της χρονιάς εκείνης. Tόσο το Blackstar του David Bowie, όσο και το You Want It Darker του Leonard Cohen, κυκλοφόρησαν λίγες μέρες πριν τον θάνατο των δημιουργών τους και υπερβαίνουν σε όραμα και ουσία πολλούς από τους προηγούμενους δίσκους τους -ακόμα και κάποιους που αποτέλεσαν καρπούς των πιο ακμαίων περιόδων τους.

Ταυτόχρονα, το 2016 είχαμε το πανέμορφο A Moon Shaped Pool των Radiohead, το οποίο μάλλον κατατάσσεται στους 5 κορυφαίους δίσκους τους, το Skeleton Tree των Nick Cave & The Bad Seeds που σάρωσε στις πεντάστερες κριτικές, αλλά και τρεις ακόμα δίσκους βετεράνων, οι οποίοι (σε μικρότερο βαθμό) έκαναν αρκετά φρύδια να ανασηκωθούν από έκπληξη. Ο λόγος για το Post Pop Depression του Iggy Pop, το Stranger to Stranger του Paul Simon και το (μάλλον αδικημένο) The Hope Six Demolition Project της PJ Harvey, την κυκλοφορία του οποίου διαδέχτηκε ένα άψογο tour. Ενδεχομένως το The Glowing Man των Swans θα πρέπει επίσης να προστεθεί στη λίστα, καθότι συνέχισε με αξιοπρεπέστατο τρόπο το σερί των έξοχων κυκλοφοριών της μπάντας, έπειτα από την επανεμφάνισή της το 2010.

 

Η αναλαμπή του indie και το φλερτ με τον ηλεκτρονικό ήχο 

Μπορεί η αυγή της περασμένης δεκαετίας να σηματοδότησε την αρχή της διολίσθησης του indie, τουλάχιστον με όρους δημιουργικότητας, ωστόσο υπήρξαν παραδείγματα δίσκων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που έκαναν τη διαφορά. Το 2016 ήταν η χρονιά κυκλοφορίας αρκετών από αυτών, με χαρακτηριστικότερο όλων ίσως το θαυμάσιο 22, A Million από Bon Iver, το οποίο, αν και αρχικά ξένισε αρκετούς λόγω των ηλεκτρονικών του αναζητήσεων, εντέλει άσκησε σημαντική επιρροή στα μουσικά πράγματα, χάρη στον τρόπο με τον οποίο ο Justin Vernon χρησιμοποίησε την (αλλοιωμένη) ανθρώπινη φωνή ως μουσικό όργανο -7 χρόνια αργότερα, ακόμα κυκλοφορούν κομμάτια που πατούν πάνω στη συνταγή του.

Μιλώντας για ηλεκτρονικές αναζητήσεις, η απόγνωση της ANOHNI, διχασμένη ανάμεσα στον αμετανόητο λυρισμό της και τα ψυχρά, industrial ηχοτοπία, έδωσε σάρκα και οστά στο καταπληκτικό Hopelessness, που δίκαια θεωρήθηκε ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Συγχρόνως, η πολυαναμενόμενη επιστροφή των Avalanches με το Wildflower αποζημίωσε σε μεγάλο βαθμό τους φίλους του σχήματος για τα 16 χρόνια της υπομονής τους, ενώ το 99.9% του Kaytranada αποδείχθηκε ντεμπούτο που δικαίωσε το hype του.

Την ίδια χρονιά, είχαμε τρία indie ονόματα που κατάφεραν να επεκτείνουν αισθητά τη φήμη τους χάρη στη θεαματική εξέλιξή τους: οι Car Seat Headrest μας χάρισαν το υπέροχο Teens of Denial, η Mitski καθήλωσε κόσμο και κοσμάκη με τις κιθάρες του Puberty 2, ενώ η Angel Olsen αναβαθμίστηκε σε πρωτοκλασάτο όνομα του χώρου με το My Woman.

Το 2016 είχαμε επίσης ονόματα που μπορεί να μην έκαναν το μεγάλο breakthrough, αλλά παρουσίασαν δίσκους που ανέδειξαν την προοπτική τους σε όσους μπήκαν στον κόπο να ασχοληθούν μαζί τους -και μερικά χρόνια αργότερα την επιβεβαίωσαν. Η Weyes Blood έδωσε σιωπηλά το στίγμα της με το Front Row Sea To Earth, οι  Christine And The Queens κυκλοφόρησαν τη βρετανική εκδοχή του ντεμπούτου τους, ενώ οι Big Thief συστήθηκαν με το Masterpiece, το οποίο μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο βαρύγδουπο του τίτλου του, όμως προετοίμασε το έδαφος για τη μετέπειτα εκκωφαντική τους απογείωση.

 

Και έκτοτε τι;

Οι αξιοπρόσεκτοι δίσκοι του 2016 δεν περιορίζονται στους παραπάνω, αλλά όσοι αναφέρθηκαν αρκούν για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι τέτοια μουσική χρονιά δεν έχει ξαναϋπάρξει από τότε. Κάθε επόμενη χρονιά είχε το ενδιαφέρον της, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, καμία όμως δεν ήταν τόσο πυκνή σε δίσκους που κατάφεραν να αφήσουν αποτύπωμα. Και μολονότι αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εκ νέου τόνωση του μουσικού ενδιαφέροντος της σύγχρονης δισκογραφίας είναι υπόθεση χαμένη, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει αυτό το σερί 7 χρόνων ξηρασίας, ιδίως εάν ενταχθεί στην ευρύτερη εικόνα δημιουργικής καθίζησης που συζητήσαμε στις πρώτες παραγράφους του κειμένου. Όπως και να έχει, εμείς εδώ θα είμαστε να ξεδιαλέγουμε τους δίσκους εκείνους που κάνουν τη διαφορά. Τα υπόλοιπα θα τα δείξει η ιστορία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured