Άγγελος Κλειτσίκας

Δεν θα έρθει ως σοκ η διαπίστωση, αλλά η εβδομάδα που (ευτυχώς) μας αφήνει ήταν μία σειρά από ποπ θανατικά και έντονες θυμήσεις περασμένων. Ο David Bowie –o άνθρωπος που μου δίδαξε πώς το δωμάτιό μου μπορεί να γίνει τόπος συναισθηματικής επανάστασης και συναρπαστικής ενηλικίωσης– μας εγκατέλειψε με ανατριχιαστική συνέπεια απέναντι στη χαμαιλεοντική περσόνα που σμίλευε επί δεκαετίες· ο Alan Rickman, αυτός ο λατρεμένος και πνευματώδης Βρετανός ηθοποιός, έχασε επίσης τη μάχη με τον καρκίνο, ενώ 5 χρόνια πέρασαν και από τη μέρα που η λοιμώδης πνευμονία κατάπιε την Trish Keenan, στο ίσως πιο οδυνηρό και έντονο τέλος προσωπικού ινδάλματος που έχω βιώσει. Έχοντας παιδεύσει τους ανοσοποιητικούς μου μηχανισμούς μέσα από παρόμοια γεγονότα, ομολογώ πως οι φανερές πληγές από τις απώλειες έχουν ήδη απαλυνθεί, και τη θέση τους έχουν καταλάβει κυρίως υπόγεια μουδιάσματα. Ακόμη περισσότερο, όμως, επέστρεψαν οι φιλοσοφικοί μου (αν όχι απόλυτα υπαρξιακοί) προβληματισμοί.

Memor.jpeg

Είμαι μέρος μίας γενιάς η οποία έχει ενηλικιωθεί, δεθεί και απογαλακτιστεί μέσα στους διαχρονικούς χυμούς ποπ ηρώων περασμένων δεκαετιών. Κανένα πρόβλημα με αυτό βέβαια, είναι τόσο απλωμένη άλλωστε στον χρόνο η αναφορικότητα κάποιων μουσικών προσωπικοτήτων, ώστε πάντα θα έχει νόημα η συναισθηματική προσκόλληση μαζί τους. Το παράλογο ξεκινάει στο σημείο εκείνο που η εκάστοτε γενιά σταματάει να πλάθει δικά της είδωλα, δικούς της ημίθεους να πενθήσει στην ώρα τους και να αναπολήσει το γλυκό(πικρο) παρελθόν –δικούς τους Bowie, με λίγα λόγια. Σε αυτή τη συνειρμική φρενίτιδα στην οποία υπέβαλλα τον εαυτό μου, σταμάτησα απότομα όταν έπιασα στο κενό μία σκέψη που ένοιωσα ότι συνοψίζει τέλεια την ποπ παθογένεια των καιρών μας: δεν νοσταλγούμε απλώς ένα παρελθόν που δεν έχουμε ζήσει (αναβιώνοντας το ευτελώς), η αγκύλωση βλέπετε έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις.

Μοιάζει δηλαδή να αναλωνόμαστε σε ένα είδος νοσταλγίας που δεν μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε νέες, ολόδικές μας αναμνήσεις σαν γενιά, σαν μία μορφή αδυναμίας να φανταστούμε ποια είναι η αισθητική ταυτότητα των καιρών μας σε οποιαδήποτε έκφανση της ποπ επιστημολογίας. Μία επιλεκτική συλλογική αμνησία, με άλλα λόγια, η οποία στις χειρότερές της εξάρσεις τείνει να διαγράφει το πρόσφατο παρελθόν ή το μακρινό παρόν και να φέρνει στην επιφάνεια ως αγαθό για άμεση οικειοποίηση το (καθόλου ξένο) απόμακρο παρελθόν.

{youtube}C6ZvOCYSOVQ{/youtube}

Ελπίζω τα λογικά άλματα που πραγματοποίησα στο κεφάλι μου να μην είναι τόσο χαοτικά ώστε να μην μπορείτε να ακολουθήσετε, καθώς οι  πειραματιστές του σημερινού Indiestopia έχουν επιχειρήσει με έντονη συμβολική διάθεση να αποτυπώσουν μέσω των δουλειών τους αυτήν ακριβώς τη νοσταλγική επιδημία των καιρών μας, με απώτερο σκοπό να την ξεπεράσουμε κάποτε. Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι, για να το πετύχουν, μηχανεύονται ηχογραφημένες λούπες και πρακτικές που μετράνε μέχρι και έναν αιώνα ζωής. Δείτε το σαν μία επανάσταση εκ των έσω, αν θέλετε. Ενώ όμως ο συμβολισμός κρύβεται βαθιά στην καρδιά των ιδεών, στην κρούστα των περισσότερων έργων επιβιώνουν projects τα οποία σχετίζονται με τη δυνατότητα που διαθέτουν τα επαναλαμβανόμενα ηχητικά μοτίβα να θεραπεύσουν διάφορες μορφές αμνησίας. Μοιάζει τόσο πυρηνικός για την κατάσταση του να είσαι άνθρωπος αυτός ο συνδυασμός, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο ανήσυχο ον να μην βρίσκει ένα ελάχιστο ενδιαφέρον σε αυτές τις προτάσεις.

Memor_3.jpg

Ο αντιπροσωπευτικότερος πρεσβευτής αυτής της ομάδας καλλιτεχνών θα πρέπει να θεωρείται δικαιωματικά ο Bρετανός James Leyland Kirby. Γεννήθηκε το 1974 στο Stockport, μία μικρομεσαία επαρχιακή πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Μάντσεστερ. Υπήρξε μέλος μίας τυπικής μικροαστικής οικογένειας, ενώ θυμάται τον πατέρα του να δουλεύει συνεχώς για να μπορέσει να κάνει ευτυχισμένη την οικογένειά του. O Leyland γαλουχήθηκε στην ακραία και απόλυτα συγχρονισμένη με την εποχή της club σκηνή του Μάντσεστερ, σε μια εποχή που ένοιωθε –όπως έχει πει, με βρετανικό φλέγμα– «πως κάθε ημέρα γεννιόταν ένα νέο electro παρακλάδι». Όταν στα πρώτα του βήματα ως μουσικός συνειδητοποίησε πως κανείς δεν δεχόταν να κυκλοφορήσει το δύστροπο και απαιτητικό του κολάζ από εντοσθιακούς και ανομοιογενείς θορύβους, αποφάσισε να δημιουργήσει τη δικιά του δισκογραφική, τη V/Vm Test Recordings.

Σε μία από τις πρώτες του κυκλοφορίες ως V/Vm (1999), συμπεριέλαβε μία ηχογράφηση από γουρούνια που μάσαγαν λαίμαργα την τροφή τους σε μία φάρμα της βόρειας Αγγλίας: αυτός ο βίαιος ήχος παρερμηνεύθηκε όμως από μεγάλη μερίδα ακροατών και κριτικών, κυρίως ως γουρούνια που σφάζονταν χωρίς έλεος. Συστήνοντας λοιπόν με θόρυβο το όνομά του, ο Leyland συνέχισε να προκαλεί, κυκλοφορώντας τον δίσκο Sick Love (2000), μία συλλογή ουσιαστικά από παραμορφωμένες –μέχρι αηδίας– soft pop επιτυχίες από τα 1970s και τα 1980s (όπως το "Lady In Red" του Chris De Burgh ή το "Take My Breathe Way" των Berlin), τις οποίες είχε πειράξει, μετατρέποντάς τις από ποπ εκφάνσεις ερωτισμού σε τοξικά ραβασάκια μισανθρωπισμού. «Ήθελα να αποτυπώσω τη δυσλειτουργία των ανθρώπινων σχέσεων σήμερα, τους επέβαλλα απλώς μια ρεαλιστική κατακρεούργηση», έχει δηλώσει, με ανησυχητική ακρίβεια.

{youtube}Uawdk6Zq4oc{/youtube}

Την ίδια εποχή αποφάσισε να ξεκινήσει και ένα νέο project με το όνομα Caretaker, εμπνευσμένο από τη Λάμψη (The Shining) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, στην οποία ο Jack Nicholson έχει αναλάβει την επιστασία ενός στοιχειωμένου χειμερινού ξενοδοχείου. Η «Haunted Ballroom» τριλογία δίσκων του ως Caretaker εμπνέεται τόσο από τη ballroom σκηνή παράνοιας της παραπάνω ταινίας, όσο και από τον Alan Bowley, μελαγχολικό Βρετανό τροβαδούρο της δεκαετίας του 1940 και τραγική φιγούρα, του οποίου οι φωνητικές χορδές σκόρπιζαν μία βαθιά ελεγειακή διάθεση· σαν τα φαντάσματα του πολέμου να ξαναζωντάνευαν μπροστά του. Σε αυτές τις τρεις πρώτες του δουλειές, έτσι, ο Leyland κατάφερε να μετατρέψει την κομψή τσαγερί ποπ του αστού σε ομιχλώδη ηχητικά θραύσματα και σε δυσοίωνους, σπειροειδείς κραδασμούς.

Όταν το 2003 αποφάσισε να επιστρέψει πιο συστηματικά ως V/Vm, ήρθε αντιμέτωπος με νομικά κυνηγητά αφού πήρε το "Relax" των Frankie Goes To Hollywood, έχοντας τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσει τουλάχιστον 8 νέα remix, το ένα πιο προσβλητικό από το άλλο. Ο σπουδαιότερός του όμως δίσκος ως V/Vm ήρθε 3 χρόνια αργότερα και είχε τίτλο The Death Of Rave: ένα τρομερό εγχείρημα, στο οποίο προσπάθησε να ενσωματώσει όλη του την απογοήτευση για την τροπή που είχε πάρει η dance κουλτούρα, απονευρώνοντας και αλλοιώνοντας σε αγνώριστο βαθμό τυπικά rave κομμάτια της θρυλικής Manchester εποχής του είδους. Μέσω από αυτή την οπισθοδρομική ματιά στην εφηβεία του, αποσκοπούσε στο να ταρακουνήσει τους νέους πρωταγωνιστές της electro γενιάς, ωθώντας τους να ξεκολλήσουν από τον ανιαρό βούρκο στον οποίον είχαν παγιδευτεί.

Memor_4.jpg

Η πρώτη του όμως ηχητική νύξη στο θέμα της μνήμης και της επανάκλησης αναμνήσεων μέσω ιδιότυπων μουσικών μεθόδων, προέκυψε το 2005 στο Theoretically Pure Anterogade Amnesia, στο 4ο δηλαδή και πιο τολμηρό του εγχείρημα ως Caretaker. Γι' αυτό, ηχογράφησε 72 ανώνυμα κομμάτια παρόμοιας δομής –με μία συγκεκριμένη δηλαδή απόκοσμη λούπα στην αρχή και  ένα αγχωτικό, αποπνικτικό κλείσιμο στο τέλος– που θα βοηθούσαν τους ακροατές να ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο είδος απώλειας μνήμης (με όνομα παρόμοιο με τον τίτλο του δίσκου), κατά το οποίο ο ασθενής, ενώ θυμάται με διαύγεια τις αναμνήσεις του πιο απομακρυσμένου παρελθόντος, δεν είναι ικανός να θυμηθεί τις πιο πρόσφατες. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργήσει νέες στιγμές και να μένει καταδικασμένος να κατοικεί μέσα στην αιώνια λούπα στεγανών θυμικών. Στην ίδια λογική πραγματώθηκε και το άλμπουμ Persistent Repetition Of Phrases (2008)· και η αλληγορική σημειολογία για την ποπ αιχμαλωσία των καιρών, ήταν κάτι παραπάνω από προφανής.

{youtube}zhfKK547r94{/youtube}

Το 2010 ο Leyland δημιούργησε μία νέα, αποκλειστικά δικιά του δισκογραφική, τη History Always Favours The Winners, μέσα από την οποία έχει κυκλοφορήσει τις σπουδαιότερες μέχρι τώρα δουλειές του. Αρχικά έβγαλε το ντεμπούτο του ως Leyland Kirby, με τον ιδιοφυή hauntology τίτλο Sadly, The Furure Is NolLonger What It Was (παρεμπιπτόντως, ο Simon Reynolds τον έχει κατηγοριοποιήσει ως hauntology καλλιτέχνη, κάτι με το οποίο διαφωνώ μερικώς). Εδώ δοκιμάζει για πρώτη φορά να δημιουργήσει δικές του μινιμαλιστικές συνθέσεις και πετυχαίνει να σκιαγραφήσει ακριβώς αυτή την αδημονία του τίτλου, για ένα μέλλον που δεν ήταν έτσι όπως το φανταστήκαμε στο παρελθόν (δες επίσης εδώ). Τα δύο όμως πιο προσωπικά και εύθραυστα παιδιά του Leyland ήρθαν το 2011, και πάλι από την Caretaker ταυτότητα του: το An Empty Bliss Beyond This World βρίθει από προπολεμικές ballroom λούπες και αποσκοπεί στη σταδιακή επαναφορά αναμνήσεων ασθενών που πάσχουν από Alzheimer, ενώ το Patience (After Seebald) είναι το score για την ομότιτλη ταινία του Grant Gee και είναι όσο στοιχειωμένο ακούγεται. Ο Leyland συνεχίζει να κυκλοφορεί δίσκους κάτω από όλες τις περσόνες του, αλλά από το 2011 δεν έχει ξαναπιαστεί με τις θεραπευτικές του μουσικές τεχνικές.

Memor_5.jpg

Ένας ακόμη συνθέτης που έχει αγγίξει, έστω και με λιγότερο εμφανή τρόπο, το ζήτημα της μνήμης μέσω της εσωστρεφούς ambient κοσμολογίας του είναι ο William Basinski. Οι σαν λιωμένο βούτυρο μινιμαλιστικές του ασκήσεις έχουν επηρεαστεί τόσο από τον Steve Reich, όσο και από τον Brian Eno, ενώ για να τις αναγάγει σε αχανείς λούπες τις δουλεύει σε μπομπίνες. Η σπουδαιότερή του δουλειά –και πιθανότατα μία από τις κορυφαίες στον minimal ambient χώρο– είναι το Disentegration Loops του 2003. Η ιδέα πίσω από το έργο προέκυψε σχεδόν τυχαία, σε μία προσπάθειά του να διασώσει παλαιότερες ηχογραφήσεις του, μετατρέποντας το σύνολό τους σε ψηφιακό format. Στο ατύχημα όμως που έλαβε χώρα προέκυψαν ηχητικές λούπες από τη διαλυμένη κασέτα που δημιουργούσαν λογικά κενά και ταχείς επαναλήψεις. Το όλο project αποτελείται από 7 μέρη, τα οποία κρατάνε συνολικά πάνω από 3 ώρες, ενώ η τελική τους διαμόρφωση πραγματοποιήθηκε το πρωινό εκείνο της 11ης Σεπτεμβρίου του 2011, στη Νέα Υόρκη. Έτσι, οι αποσυντιθέμενες λούπες του Basinski λειτουργούν ως εργαλείο υπενθύμισης όλων εκείνων των στιγμών ενός πρωινού που θέλει να ξεχάσει.

{youtube}NBtJom2yWms{/youtube}

Δύο ακόμη αξιοπρόσεχτοι μουσικοί, οι οποίοι έχουν καταθέσει δουλειές βασισμένες σε απαρχαιωμένες occult λούπες και σε βελούδινους ambient κυματισμούς, είναι ο Σκωτσέζος L.Pierre και ο Βρετανός Philip Jeck. Πίσω από το moniker L.Pierre δεν κρύβεται άλλος από τον Aidan Moffat, το θρυλικό αυτό μελαγχολικό αγόρι, που, αφότου έβαλε σε μόνιμη χειμερία νάρκη τους Arab Strap, ξεκίνησε να ηχογραφεί electro δίσκους στο στυλ των Boards Of Canada (αρχικά κάτω από το όνομα Lucky Pierre). Τελικά, όταν αποφάσισε πριν 3 χρόνια να αλλάξει πλεύση, παρέδωσε και το πιο ενδιαφέρον σύνολο του: στο Island Come True, ο Moffat προσπαθεί να δημιουργήσει θεραπευτικές μεθόδους για άτομα με οξυμένη ευαισθησία σε κάποια αίσθηση, μέσω νοσταλγικών μοτίβων. Ο Philip Jeck, από την άλλη, έχει δουλέψει από μάγος μέχρι χορογράφος, ενώ έχει ηχογραφήσει πολλούς δίσκους πάνω στην επανάκτηση αναμνήσεων, κερδίζοντας μάλιστα και το πολιτισμικό βραβείο του Time Out το 1993, για ένα μεγαλειώδες project, στο οποίο έστησε 180 γραμμόφωνα με διαφορετικές 1950s και 1960s μελωδίες σε προχωρημένο στάδιο σήψης.

Memor_6.jpg


Πριν μερικές βραδιές είχα βρεθεί για ένα live στο Green Park, στην είσοδο του Πεδίου του Άρεως –ένα παλιό αναψυκτήριο, που στα 1950s έζησε μεγάλες στιγμές νεανικής rocκ 'n' roll φλόγας, μα μέχρι πρότινος έστεκε παρατημένο. Πρόσφατα όμως ανακαινίστηκε και επαναλειτουργεί πλέον ως ελεύθερος χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης. Μέσα, το Green Park μοιάζει με στοιχειωμένο ballroom ή με σκηνικό για b-horror ταινία αμερικάνικου prom night: ξεφλουδισμένοι τοίχοι, πορφυρές αποχρώσεις και μία αλλόκοτη αίσθηση εγκατάλειψης να δεσπόζει.

Και ενώ πίστευα πως βρισκόμουν στο μπαρ της προαναφερθείσας Λάμψης, εκεί όπου ο Jack Nicholosn οδηγήθηκε στην απόλυτη παράνοια, μπάντες κάθε δεκαετίας έβγαιναν στη και έφευγαν από τη σκηνή: proto-punk, post-punk, kraut, riot girrrl. Ένα ταξίδι στον χωροχρόνο δηλαδή, μία περίεργη μίξη αναμνήσεων από διαφορετικές εποχές, η οποία αποπροσανατόλιζε τη χρονική μου πυξίδα και επέβαλλε ένα παρελθόν που δεν έχω ζήσει, ισχυρότερο από το παρόν που θα έπρεπε να βιώνω. Κάπου εκεί, στα περιθώρια αυτής της ιστορίας, νιώθω πως έχουν εφαρμογή και οι περιπτύξεις των σημερινών μας πρωταγωνιστών: εκεί όπου η ανάμνηση τείνει να γίνει επιδραστικότερη από την πραγματικότητα, οι στοιχειωμένες τους λούπες μας θυμίζουν πως η απόδραση από το παρελθόν απαιτεί μάλλον να το εξορκίσουμε ολοκληρωτικά στην κατάχρησή του, προκειμένου να το ξεπεράσουμε.

Προτεινόμενη Δισκογραφία:

William Basinksi – The Disintegration Loops (2003)
The Caretaker – Theoretically Pure Anterogade Amnesia (2005)
The Caretaker – An Empty Bliss Beyond This World (2011)
L.Pierre – The Island Come True (2013)

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured