Άγγελος Κλειτσίκας

 
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε στις δυτικές ακτές των Η.Π.Α. ένα μαγικό μέρος λουσμένο στον ήλιο, γεμάτο πράσινους λόφους και εύφορες κοιλάδες, πλημμυρισμένο με μυρωδιές από τον ωκεανό και τους φοίνικες. Εκεί, κάθε μέρα φαινόταν επαναστατική στον σύγχρονο, απελευθερωμένο από τις υλικές απολαύσεις άνθρωπο· στις ρομαντικές και αμόλυντες ψυχές, στις υπάρξεις που ένιωθαν αθεράπευτη νοσταλγία για το παρελθόν και είχαν τη μουσική ως μοναδικό εφόδιό τους για τη σωτηρία. Το ουτοπικό αυτό σκηνικό υπήρξε πνευματικό καταφύγιο αμέτρητων θρυλικών προσωπικοτήτων και παράλληλα στοιχείο έμπνευσης, το οποίο χάρισε συναντήσεις και καλλιτεχνικά έργα που έχουν μείνει ανέγγιχτα στη μουσική ιστορία και η αξία τους αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. 
 
Κυρίες και κύριοι, καλώς ήρθατε στο δημιουργικά οργασμικό και εγκεφαλικά τριπαρισμένο, στο απόλυτα χίπικο Laurel Canyon των τελευταίων ετών της δεκαετίας του 1960!
 
Φανταστείτε αυτές τις πραγματικές αλλά και τόσο ασύλληπτες για τον νου εικόνες: τον Jim Morrison να παρατηρεί μαζί με την κοπέλα του, Pamela Courson, αμέτρητους χίπηδες να διασχίζουν τη Laurel Canyon Boulevard από την αυλή του σπιτιού τους –και να εμπνέεται τους στίχους για το "Love Street". Τον  Frank Zappa να διοργανώνει τα κακόφημα πάρτι του στην ξύλινη καλύβα που είχε αγοράσει, με μόνιμους καλεσμένους τον Jimi Hendrix και τον Mick Jagger· τους Graham, Stills & Nash να συναντιούνται και να ενώνουν λυτρωτικά, για πρώτη φορά, τις φωνές τους στο σπίτι της Joni Mitchell· και την Carole King να περπατάει αμέριμνα και αιθέρια τους δρόμους του Laurel Canyon. Η δημιουργική φρενίτιδα είχε αγγίξει κορυφή σ' αυτή τη νέα Μέκκα της ανεμπόδιστης καλλιτεχνικής έκφρασης. 
 
Αλλά με την πάροδο του χρόνου –κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980– το Lauren Canyon ερήμωσε και οι ανησυχίες των πρωταγωνιστών του μεταφέρθηκαν σε περιοχές που ήταν ευκολότερο να βρεθεί η απομόνωση την οποία αναζητούσαν, όπως λ.χ. στο Malibu και στο Topanga Canyon. Το 2009 ο Harvey Kubernik κυκλοφόρησε ένα βιβλίο-φωτογραφικό λεύκωμα με εκπληκτικό και σπάνιο αρχειακό υλικό όλης της ιστορίας του Laurel Canyon. Το βιβλίο όμως, ευτυχώς, έχει κι ένα τελευταίο κεφάλαιο που πατάει στο σήμερα. Και η ιστορία που ξεδιπλώνεται αναδεικνύει ένα χρυσό παρόν, το οποίο ακούει στο όνομα ενός απίστευτα ταλαντούχου μουσικού, παραγωγού αλλά και ρομαντικού αναβιωτή της Laruel Canyon σκηνής, αυτό του Jonathan Wilson.
 
{youtube}asA8KUhDvOs{/youtube}
 
Γεννημένος το 1974 στη Βόρεια Καρολίνα, σε απόσταση αναπνοής από τη μητέρα της country κουλτούρας, το Nashville (και μυημένος σε αυτήν από τον δραστήριο και πνευματώδη πατέρα του), ο Wilson είχε συγκεντρώσει από τρυφερή ηλικία όλα τα απαραίτητα εφόδια για ένα μέλλον εμβολιασμένο με όλα τα μικρόβια της δημιουργικότητας. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία ήξερε να παίζει πάνω από 7 μουσικά όργανα και όταν στα 19 του ταξίδεψε για να μείνει μόνιμα στο Λος Άντζελες, έγινε περιζήτητος. Μάλιστα νοίκιασε δωμάτιο σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων και πολύ γρήγορα ο ιδιοκτήτης συνειδητοποίησε πως ο Wilson αποτελούσε ολόκληρη μπάντα από μόνος του. Υπέγραψε έτσι συμβόλαιο με τη Warner Brothers, αλλά λόγω των ειδικών του ικανοτήτων αρκέστηκε αρχικά σε λάιβ διασκευές γνωστών κομματιών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για να βγάλει τα προς το ζην –από συγκροτήματα όπως τους Oasis και τους Bon Jovi. 
 
Με τον φίλο του Benji Huges, ο Wilson δημιούργησε το 1995 τους Muscadine, το ντεμπούτο των οποίων (The Ballad Of Hope Nicholls, 1998) μπορεί να μην προκάλεσε αίσθηση, είναι όμως ένα καλά κρυμμένο διαμάντι, που συλλαμβάνει το κλίμα της εποχής και το ποτίζει με την τόσο ιδιαίτερη αισθητική του Wilson. Κατόπιν, στις αρχές της νέας δεκαετίας, αποφάσισε να παρατήσει τα πάντα και να αναζητήσει τον πυρήνα της ύπαρξής του ταξιδεύοντας, καταλήγοντας να μένει στις αυτοσχέδιες κατοικίες μιας χίπικης κοινότητας, αποτελούμενης από 125 άτομα. Η επιστροφή του από αυτόν τον τρόπο ζωής υπήρξε θριαμβευτική: μέσα στα επόμενα χρόνια, εκμεταλλευόμενος τις άριστες γνώσεις του στην κατασκευή μουσικών οργάνων καθώς και τις επαφές που είχε αναπτύξει, δημιούργησε τη δικιά του εταιρεία vintage ηλεκτρικών κιθάρων, τις οποίες σήμερα τις πουλάει σε πολύ διάσημα και εμπορικά ονόματα, όπως τους Aerosmith και τους Maroon 5. Παράλληλα, μετακόμισε στο Laurel Canyon, μεταφέροντας το εργαστήριο στη νέα του κατοικία. Και κάπως έτσι άρχισε να γράφεται η ιστορία.
 
{youtube}a9BAlBFv9fE{/youtube}
 
Το νέο σπίτι του Wilson στάθηκε ιδανικό σκηνικό για τις μουσικές του περιπέτειες. Αρχικά δημιούργησε σε αυτό το δικό του στούντιο (2006) και ύστερα –μαζί με τον τραγουδιστή των Black Crowes, Chris Robinson, που (τι ειρωνικό) ήταν τότε παντρεμένος με την ανιψιά του Zappa– συνέλαβε μια ιδέα που έδωσε και πάλι σάρκα και οστά σε μια σκηνή που ποτέ ξανά δεν είχε αποκτήσει δυναμική από όταν θάφτηκε στις στάχτες του ένδοξου παρελθόντος. Η ιδέα ήταν αποτέλεσμα των ερεθισμάτων που είχε λάβει από τον πατέρα του, αλλά και της ίδιας της ρομαντικής του ψυχής: όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του συγκέντρωνε κάθε Τετάρτη σπίτι τους φίλους μουσικούς και όλοι μαζί τζαμάρανε σε ένα κλίμα ζεστασιάς, πάνω σε γνωστά country τραγούδια (κυρίως του Woodie Guthrie). Σιγά-σιγά, λοιπόν, άρχισε και ο Wilson να καλεί κάθε Τετάρτη όλο και περισσότερο κόσμο στο δικό του σπίτι, για ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών και ατελείωτο αυτοσχεδιασμό. Ασυνείδητα, αναβίωσε το αυθεντικό feeling του Laurel Canyon. 
 
Και τι κόσμο, μάλιστα: θρυλικούς κουβαλητές της παράδοσης μέσα στην οποία είχε μεγαλώσει και ο ίδιος, όπως τον Barry Goldberg (μέλος των Crazy Horse του Neil Young), τον Benmont Tench (ιδρυτικό μέλος των Tom Petty & The Heartbreakers), τον Jacob Dylan των Wallflowers, αλλά και νέους καλλιτέχνες, τολμηρούς συνεχιστές της ίδιας κληρονομιάς και ζωντανά κομμάτια της σύγχρονης σκηνής: Dawes, Jonathan Rice, Jenny Lewis και μέλη των Wilco και των Jayhawks.
 
Πέρα όμως από σπουδαίος αγωγός και φορέας αυτής της «ιερής» αμερικάνικης παράδοσης, o Jonathan Wilson είναι και ο πιο αντιπροσωπευτικός καλλιτεχνικός εκφραστής της: και μέσα από τα 2 προσωπικά του άλμπουμ –που είναι σπουδαία– αλλά και με τις εξίσου σημαντικές συμμετοχές και παραγωγές του σε άλλους εξαιρετικούς δίσκους, φτιαγμένους στα δικά του στούντιο. Η παραγωγή είναι άλλωστε πολύ ευαίσθητη υπόθεση για τον Wilson και γι' αυτό πολλές φορές χρησιμοποιεί κασέτα για να συλλάβει τον κλασικό ήχο που αναζητά. 
 

Indiestopia3_2.jpg

 
Η πρώτη του σημαντική δουλειά ως παραγωγού ήταν το ντεμπούτο των Dawes (North Hills, 2009), το οποίο διακατέχεται από μια αίσθηση ανακουφιστικής ζεστασιάς και οικειότητας: οι γνήσια μελωδικές συνθέσεις συλλαμβάνουν το στοιχείο ενός διαχρονικού ήχου, αν και το άλμπουμ έγινε αποδέκτης περιορισμένης εκτίμησης και αποδοχής. Το 2010 ο Wilson αναγκάστηκε να αλλάξει στούντιο λόγω παραπόνων των γειτόνων από τις αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις της Τετάρτης και βρήκε επαγγελματική στέγη στη περιοχή Echo Park του Λος Άντζελες, όπου κι έστησε τα Fivestar Studios. Από εκεί και πέρα τα πράγματα εξελίσσονταν από το καλό στο καλύτερο και οι δουλειές του διέθεταν όλες την αίσθηση της ολοκλήρωσης και του επαγγελματισμού, εκείνο το «ένζυμο» της αυθεντικότητας στον ήχο και στην αισθητική. 
 
Οι παραγωγές του Wilson στα τελευταία άλμπουμ του Conor Oberst και του θρυλικού Roy Harper είναι εξαιρετικές, πιο τρανταχτό όμως παράδειγμα αποτελεί η δουλειά του στο I Love You Honeybear του Father John Misty, το πιο πολυσυζητημένο μέχρι στιγμής (ροκ) άλμπουμ της φετινής χρονιάς. Σε σημεία, μάλιστα, αυτή η αίσθηση κλασικότητας στις συνθέσεις και στην όλη οπτική πίσω από την κονσόλα, αποκτά βιωματικές και έντονες διαστάσεις: τα πάντα είναι εκεί και θυμίζουν τους μεγάλους Αμερικάνους συνθέτες.
 
{youtube}I8E9kQg9gCU{/youtube}
 
Στα δικά του άλμπουμ, ο Wilson συλλαμβάνει ακόμη πιο έντονα την έννοια της διαχρονικότητας: είναι ποτισμένα με τη στόφα του κλασικού μέχρι και την τελευταία τους γωνία. Στο Gentle Spirit του 2011 μπορεί κανείς ν' αφουγκραστεί την ηχώ σπουδαίων μουσικών τεράτων –από τον Neil Young και τον Tom Petty, μέχρι τον Marvin Gaye και (στην πιο ακραία έκφανση) τους Radiohead. Το Fanfare  του 2013 είναι δομημένο με τα ίδια υλικά, αλλά με ακόμη πιο δεμένη παραγωγή και συμπαγή ήχο, χάνοντας έτσι λίγο το στοιχείο του αυθορμητισμού και της φλόγας του προηγούμενου δίσκου. Και τα δύο, πάντως, μοιάζουν ως συναισθηματικές επεκτάσεις εκείνων των βραδιών της Τετάρτης που λέγαμε και πιο πάνω· των βουτηγμένων στη νοσταλγία, στο αλκοόλ και στην αγάπη για μία σκηνή που ξαναγεννιέται από την ανάγκη του ανήκειν «σε μία κοινότητα, σε κάτι με αρχή και τέλος», όπως είπε η Jenny Lewis. 
 
Αυτό όμως που κυνηγάει ο Wilson είναι μεγαλύτερο από μία απλή αναβίωση. Σύμφωνα με τον ίδιο, μοιάζει περισσότερο «με μία ανάγκη απόσταξης του μουσικού χάους, μία ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας στη σύνθεση, γιατί ο κόσμος μόνο με αυτά τα κομμάτια μπορεί να ταυτιστεί». Το μόνο βέβαιο είναι πως το σύγχρονο αμερικάνικο τραγούδι βρίσκεται στα κατάλληλα χέρια, ικανά για τη δημιουργία μίας νέας ισχυρής παράδοσης.
 
Προτεινόμενη δισκογραφία
 
Dawes: North Hills (2009)
Jonathan Wilson: Gentle Spirit (2011)
Father John Misty: I Love You, Honeybear (2015)
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured