Άγγελος Κλειτσίκας

«And I’ll buy you the night, and I’ll buy you the time
And we can do anything you want»
 
Το “Sick”, το πρώτο single από την 3η καλλιτεχνική προσπάθεια των Twilight Sad (No One Can Ever Know, 2012), εσωκλείει σε τρεις προτάσεις την απόλυτη ερωτική υπόσχεση. Ενώ η δύναμη και το συναισθηματικό εκτόπισμα των λέξεων είναι αυταπόδεικτο, η ερμηνεία του Graham και η μουσική επένδυση έρχεται να τις αμφισβητήσει: ο υπόγειος και αποστασιοποιημένος ρομαντισμός –σε συνδυασμό με το επαναλαμβανόμενο, παγωμένο μουσικό ντύσιμο– δημιουργούν μία εικόνα πλήρους αντίφασης· ένα σκηνικό όπου ακόμη και οι πιο αγνές, τρυφερές προθέσεις αμφισβητούνται και ερμηνεύονται ως βίαιες, υποσυνείδητες ορμές. Σε αυτό το τόσο εύθραυστο και σκοτεινό concept δομήθηκε όλο το μοντέρνο και σαγηνευτικά αποπνιχτικό άλμπουμ-διαμάντι της μπάντας, το οποίο κατάφερε μάλιστα (ασυνείδητα) να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα της σκωτσέζικης σκηνής, αλλά και να της δώσει μία νέα, ακόμη πιο ελκυστική, δυναμική. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ή μάλλον καλύτερα από εκεί όπου τα αφήσαμε την τελευταία φορά…
 
Indiestopia2_2
 
Ενώ λοιπόν το 2010 βρήκε όλες τις σημαντικές μπάντες της σκηνής να επιστρέφουν με κυκλοφορίες από ενδιαφέρουσες ως και εντυπωσιακές, το 2011 αποδείχθηκε χρονιά φτωχή και αδιάφορη. Ελάχιστες ενδιαφέρουσες δουλειές, σημαντικές απογοητεύσεις από γκρουπ που είχαν εντυπωσιάσει με τo ντεμπούτο τους (βλέπε We Were Promised Jetpacks), αλλά και διάσπαση της συνοχής και της γενικότερης ανάπτυξης, καθώς πολλά σχήματα άρχισαν να βρίσκουν καταφύγιο σε νέες δισκογραφικές εταιρείες, μακριά από τη Σκωτία: οι Frightened Rabbit, για παράδειγμα, πήγαν στην Atlantic, παραλύοντας τη δυναμική που είχε αποκτήσει η σκηνή. 
 
Η μοναδική δημιουργική, ενωτική αλλά και αυθεντικά ενδιαφέρουσα μουσική πρόταση που είχε να επιδείξει η συγκεκριμένη χρονιά ήταν το project με το όνομα Fruit Tree Foundation. Προϊόν όχι μόνο των καλλιτεχνικών, αλλά και των βαθύτατα κοινωνικών ανησυχιών της Emma Pollock –ιδρυτικού μέλους των Delgados (βλέπε Indiestopia #1)– και του Rod Jones, κιθαρίστα των Idlewild. Το άλμπουμ First Edition του διδύμου στόχευε στην ευαισθητοποίηση του κοινού πάνω σε θέματα ψυχικής υγείας, αλλά και στις εσωτερικές συγκρούσεις στις οποίες βυθίζεται κανείς ενόσω παράγει τέχνη. Δεν προκάλεσε βέβαια κάποια τεράστια αίσθηση, το γεγονός όμως ότι στη δημιουργία του συμμετείχε πληθώρα Σκωτσέζων μουσικών (Frightened Rabbit, Twilight Sad, οι Sparrow & The Workshop, ο Alasdair Roberts) ενίσχυσε την αίσθηση του «ανήκειν» σε ένα στερέωμα με παρόμοιες αναζητήσεις και προβληματισμούς, όπως και τη συμμετοχή σε ένα πολιτισμικό ρεύμα δίχως εμμονές με το παρελθόν, το οποίο έπαιρνε ζωτική ενέργεια από τη φρεσκάδα και την καλλιτεχνική πυροδότηση του παρόντος.
 
{youtube}oRhkFDhLLMw{/youtube}
 
Τίποτα πάντως δεν έδειχνε τυχαίο. Η στασιμότητα δηλαδή που παρουσίασε η σκηνή το 2011, ήρθε να καλυφθεί με τον πλέον εμφατικό και εντυπωσιακό τρόπο τους πρώτους μήνες του 2012. Το προαναφερθέν No One Can Ever Know δεν είναι απλώς ένα εξαιρετικό άλμπουμ, κουβαλάει μέσα του ένα υπαρξιακό βάρος το οποίο μοιάζει σαν να μη χώρεσε ποτέ μέσα στον ίδιο του τον εαυτό· σαν ένα ποτάμι που έχει ξεχειλίσει και δημιουργεί πολλά μικρά ρεύματα, τα οποία θέλουν να βρουν κι αυτά τη δικιά τους διέξοδο. 
 
Αποτέλεσε έτσι ένα άλμπουμ-ορόσημο για τη σκηνή, καθώς ό,τι ακολούθησε μοιάζει να εμπεριέχει τα συνθετικά του υλικά, ενώ ό,τι είχε προηγηθεί φωτίστηκε και νοηματοδοτήθηκε με πιο κρυστάλλινα φίλτρα, χάρη στην παρουσία του. Ακόμη περισσότερο, όμως, φαντάζει σαν το ιδανικό διαλεκτικό όχημα για τους ίδιους τους Twilight Sad: μέσα από τα ψυχρά, βιομηχανικά και μεταλλικά ηχοτοπία, τα συναισθηματικά αδιέξοδα και οι ψυχοσωματικά βίαιες ιστορίες του Graham μοιάζουν σαν αψεγάδιαστα λογοτεχνικά επιτεύγματα. Αν πριν κρύβονταν πίσω από την πρωινή ομίχλη της Γλασκώβης και τις επικές μουσικές επιστρώσεις, τώρα αντανακλώνται σαν αληθινές ανθρώπινες ιστορίες στη λιμνούλα που δημιούργησε μία τυπική σκωτσέζικη (απογευματινή) μπόρα. 
 
Η αποδοχή του No One Can Ever Know από τον τοπικό κυρίως τύπο ήταν παραπάνω από θριαμβευτική, ενώ συμπεριλήφθηκε και σε αρκετές λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς. Δεν παρελήφθησαν βέβαια και οι υπερβολικές παρομοιώσεις με απίστευτα σημαντικά άλμπουμ όπως το Holy Bible των Manic Street Preachers και το Downward Spiral των Nine Inch Nails, που παρ’ όλα αυτά είναι χρήσιμες για τη νοηματική τοποθέτησή του. Μεγαλύτερο πάντως ενδιαφέρον έχουν τα αυτοσαρκαστικά λόγια της ίδιας της μπάντας: «ας το θέσουμε ως εξής: δεν είναι αυτό που λέμε χαρούμενος δίσκος»!
 
{youtube}C58e4hpGCuY{/youtube}
 
Αυτή η επιβολή των Twilight Sad έκανε τη σκηνή πιο σκοτεινή στην έναρξη του 2013, οπότε μια αρχική αντίδραση ήταν η προσπάθεια αναζήτησης της (μουσικής) αλήθειας στα πιο βαθιά και ουσιαστικά στοιχεία της ζωής: στην επαφή με τη φύση, στην αγάπη, στο πέρασμα του χρόνου. Μπορεί το 4ο άλμπουμ των Frightened Rabbit, Pedestrian Verse, να μην αγκάλιασε πραγματικά όλες αυτές τις έννοιες, αλλά σίγουρα άξιζε παραπάνω προσοχή από εκείνη που έλαβε. Και αν οι παραπάνω άξονες δεν αποτέλεσαν βασική κινητήρια δύναμη για τους Frightened Rabbit, δεν συνέβη το ίδιο για τους Sparrow & The Workshop, οι οποίοι στο ντεμπούτο τους στη Song, by Toad Records εναρμόνισαν πλήρως τις μουσικές τους ιδέες με το βάθος των στιχουργικών τους αναζητήσεων. 
 
Indiestopia2_3
 
Η προσωπικότητα όμως που αγκιστρώθηκε πιο έντονα και αποφασιστικά στον συγκεκριμένο κύκλο ιδεών είναι ο Rick Anthony ή Rick Redbeard, όπως είναι το καλλιτεχνικό όνομα του frontman των Phantom Band. Το σόλο ντεμπούτο του No Selfish Heart χαϊδεύει γοητευτικά όλες τις φολκ του επιρροές, ενώ αποτέλεσε αφορμή για την εκκίνηση μιας πολύ έντονης και δημιουργικής περιόδου για τη μπάντα του. Η οποία, εκμεταλλευόμενη τον χείμαρρο των ιδεών του, μπήκε μεν στο στούντιο, μα βγήκε με τραγούδια που δεν μπορούσαν να χωρέσουν σε έναν δίσκο, λόγω της αντιφατικής τους φύσης. Έτσι, οι Phantom Band τα μοίρασαν σε δύο διαφορετικά άλμπουμ: το Strange Friend (Ιούνιος 2014) και το Fears Trending, που βγήκε μόλις τον φετινό Ιανουάριο. 
 
Ουσιαστικά, οι δύο αυτές δουλειές αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: το πρώτο άλμπουμ είναι φορτισμένο με ευδιαθεσία, αγάπη για τη ζωή και σχεδόν καλοκαιρινές αναθυμιάσεις, ενώ το δεύτερο έχει ποτιστεί με φόβους, ανησυχίες και δυσοίωνες μελωδίες. Τα εργαλεία και οι μουσικές καταβολές είναι ακριβώς οι ίδιες –το πολύ χαρακτηριστικό δηλαδή φολκ, electro και krautrock μίγμα των Phantom Band– φιλτραρισμένο όμως διαφορετικά κάθε φορά. Και τα δύο, πάντως, αποτελούν για εκείνους ένα μεγάλο βήμα μπροστά. 
 
{youtube}MI4mEfPNiMw{/youtube}
 
Το 2014 βρήκε τους Twilight Sad να επιστρέφουν με μία πιο εμπορικά προσβάσιμη εκδοχή των σκοτεινών τους μουσικών αφηγημάτων. Το Nobody Wants To Be Here And Nobody Wants To Leave –αποτέλεσμα μίας πολύ άσχημης περιόδου, κατά την οποία υπήρχαν φήμες πως θα διαλυθούν– φλερτάρει αριστοτεχνικά με όλες τις δομικές ιδέες που συνθέτουν το εννοιολογικό σύμπαν της μπάντας, βουτηγμένες όμως σε συμβατικές φόρμες. Οι We Were Promised Jetpacks, από την άλλη, φάνηκαν πολύ πιο τολμηροί με το τρίτο τους άλμπουμ Unravelling, αποδεικνύοντας πως μπορούν να μετατρέψουν ζουμερές ιδέες σε σύνθετες/επικές ενορχηστρώσεις. 
 
Φέτος, επίσης, η σκηνή μετρά ήδη δύο πολύ καλά άλμπουμ: το (προαναφερθέν) εντυπωσιακό και πλούσιο Fears Trending και τη νέα δουλειά των Idlewild Everything Ever Written, η οποία συγκεντρώνει  πολλές αρετές, χαρακτηριστικές της σκηνής. Μπορεί λοιπόν η τελευταία να μην διαθέτει τη δυναμική των προηγούμενων χρόνων, μπορεί να υπάρχει η εντύπωση πως οι βασικοί πρωταγωνιστές έχουν ήδη δημιουργήσει τους σημαντικότερους δίσκους τους, αλλά το συγκολλητικό υλικό που δένει αυτές τις μπάντες μεταξύ τους είναι ακόμη εκεί και αποτελεί φιτίλι για λαμπρές καλλιτεχνικές εκρήξεις. Όσο επομένως παραμένει παρών, δεν αποκλείεται οι καλύτερες μέρες του σκωτσέζικου post-punk να βρίσκονται στο άμεσο μέλλον.
 
Προτεινόμενη δισκογραφία:
 
Twilight Sad: No One Can Ever Know (2012)
We Were Promised Jetpacks: Unravelling (2014)
Phantom Band: Fears Trending (2015)
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured