Στυλιανός Τζιρίτας

 

Είναι μέσα των '00s και κάνω μίξη σε μια ηχογράφησή μου μαζί με τον Χάρη Ζουρελίδη (από το Feedback Studio), στα πλαίσια ενός δίσκου. Έχω πάρει τη βασική δομή ενός ριφ από τραγούδι του Ronnie James Dio και έχω χτίσει έναν ηλεκτρονικό καμβά, με τον Παναγιώτη Σπούλο να παίζει από πάνω κιθάρα, σε ένα ξέσπασμα τύπου no wave. Μιλάω επίσης με τον σύνθετη, μουσικό και παραγωγό Χρήστο Αλεξόπουλο: του βάζω ν' ακούσει ένα rough mix και μου λέει «Αααχχχ!!! Γιατί κάνετε fade-out και δεν τελειώνετε το track με ατακάρισμα οργάνων»; 

Ο Αλεξόπουλος μου άνοιξε λοιπόν μια συζήτηση και είχε δίκιο σε πολλά σημεία που είχαν να κάνουν με το πώς προσλαμβάνει την ηχογραφημένη σύνθεση ο ακροατής. Πάντως, όσο αλήθεια είναι ότι στον χώρο του νεώτερου πειραματισμού (και λιγότερο της δημιουργικής μουσικής) χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές το fade-out για να κρύψει την αδυναμία ενός καλλιτέχνη ή μιας μπάντας να τελειώσει την ηχογράφηση με ένα επιτυχημένο ατακάρισμα (λαϊκιστί «σταμάτημα»), άλλο τόσο κατέστη χαρτί προσωπικότητας σε έτερες μουσικές κουλτούρες ηχογράφησης. 

Avoamerik_2.jpg

Στην ελληνική δισκογραφία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον το λεγόμενο «σουτιέν»: λίγο μετά την τελευταία εκφορά του ρεφραίν, δηλαδή, περνάγαμε στο αρχικό/βασικό σχήμα (και πολύ σπανιότερα σε μια ανάπτυξη του μπουζουκιού πάνω στη βασική μελωδία), για να καταλήξουμε σε ένα τέλος δύο χρόνων –στο λεγόμενο «γκαν-γκαν». Κλασικά παραδείγματα είναι ο "Ταξιτζής" με τον Στράτο Διονυσίου και η "Διπρόσωπη" (είτε στην εκτέλεση του Αντώνη Ρεπάνη, είτε στου Μανώλη Αγγελόπουλου). Στη λαϊκή μουσική το fade-out δεν εφαρμοζόταν διότι τα τραγούδια ήταν συνήθως άμεσα συνδεδεμένα με τον χορό, οπότε ο χορευτής έπρεπε να διαθέτει ατακάρισμα στην κινησιολογία του, ειδικά λ.χ. στις γιορτές της οικογένειας. Δοκιμάστε ας πούμε να βάλετε σε έναν γάμο και ενώ καλά κρατεί ο χορός ηχογραφημα με fade-out: θα χαθεί ο βηματισμός και θα επικρατήσει αμηχανία.

{youtube}bVNQqQiaz8M{/youtube}

Αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το που έφυγε η δικτατορία του single, η οποία καταδυνάστευε τη δημιουργική παλέτα, και περάσαμε  στο πλασάρισμα των LP (τέλη 1960s/αρχές 1970s), υπήρχε πια δυνατότητα οι ενορχηστρώσεις να κινηθούν διαφορετικά και η παραγωγή μα και η μίξη να ακολουθήσουν το όραμα του καλλιτέχνη.  Όχι πως στην Ευρώπη δεν υπήρχε το fade-out. Απλά στη Γηραιά Ήπειρο το πάρτυ τελειώνει στα 12 δευτερόλεπτα –χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Recoil" των Magazine– ενώ στην αμερικάνικη επικράτεια τα 30 δευτερόλεπτα έμειναν στην ατζέντα των υπευθύνων για πολύ καιρό ως ιδανικός χρόνος «σβησίματος» της σύνθεσης.

{youtube}V5Ck0ipaV2c{/youtube}

Παρακολουθήστε όμως στο παρακάτω κομμάτι του Ronnie James Dio πώς σχεδόν ξεπερνάει τα 30 δευτερόλεπτα. Εδώ έχουμε λοιπόν μία διαφορετική σχολή, στην οποία συνεργάζονται η ενορχήστρωση με τη μίξη. Τουτέστιν, στο fade-out υπάρχει ψαχνό: δεν είναι απλά επανάληψη μοτίβου. Ο Martin Birch ήταν βέβαια από εκείνους που έθρεψαν τη λογική αυτή. Μπορεί να προτίμησε να ατακάρει τους Iron Maiden, αλλά το εφάρμοσε στις περιπτώσεις των Blue Öyster Cult και των Black Sabbath (την εποχή που ήταν εκεί ο Dio, με τον οποίον βέβαια είχαν έτσι κι αλλιώς τρακαριστεί και στους Rainbow). Οπότε ο αείμνηστος Ronnie το εφάρμοσε κι εκείνος μερικά χρόνια αργότερα, στις παραγωγές της προσωπικής του μπάντας.   

{youtube} b4w3sMCXs68{/youtube}

Όλα τα παραπάνω βασίζονται στη γενικότερη θεώρηση της αμερικάνικης οπτικής πάνω στη ζωή. Το να ταυτοποιηθεί δηλαδή ο ακροατής, αποτελεί κομβικό σημείο (κάτι που συμβαίνει και στον κινηματογράφο, με την οπτική του θεατή). Με το fade-out δημιουργείται έτσι η ψευδαίσθηση ότι αυτό που ακούστηκε είναι ένα απόκομμα της ζωής –ακόμα κι αν αναφέρεται σε μυθολογικά ή μεταφυσικά πράγματα, όπως πολλάκις συμβαίνει στο metal ή στο dark/goth ύφος. Αυτόματα, ο ακροατής μετατίθεται λοιπόν πέρα από τη φυσική του θέση, σε αυτή του πρωταγωνιστή της ίδιας της αφηγούμενης ιστορίας. Μπορεί να ακούγεται ακραίο, πρέπει όμως να θυμηθούμε τις θεωρήσεις του συλλογικού ασυνειδήτου όπως έρχονται αναδιατυπωμένες ανά εποχή, καθορίζοντας τις προτιμήσεις: λαθεμένα τις θεωρούμε προβολές τις δικής μας προσωπικότητας· στην ουσία πρόκειται για προσωπικές συμπλεύσεις με τον εκάστοτε κοινωνικό ιστό και τις συντεταγμένες του.

Avoamerik_3.jpg

Δεν είναι τυχαίες αυτές οι διαφορετικές τύπου ροές, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει κυρίως να κάνει με την απλούστερη δομή που προτιμάται γενικότερα ως εθνικός τρόπος (κατ)ανάλωσης των παραγόμενων προϊόντων, φυσικών και μη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πρώτη πραγματική επιτυχία των Radiohead πέρα από τον Ατλαντικό ήταν το "Creep", με τη χαρακτηριστική άδεια ατμόσφαιρα στο κουπλέ και τις εκρήξεις στο ρεφραίν, τις οποίες τόσο απολαμβάνουν οι Αμερικανοί. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ένα από τα  μεγαλύτερα hit της rock 'n' roll ιστορίας –και από τα πλέον αναγνωρίσιμα τραγούδια (πια) όλων των εποχών– είναι το "Smells Like Teen Spirit" των Nirvana, όπου και πάλι αδειάζει η ατμόσφαιρα στο διάσημο κουπλέ, αφήνοντας πίσω από τον Kurt Cobain μόνο ένα υφέρπον feedback και τα ντραμς, για να αφηγηθούν εννοιολογικά τη μουσική ιστορία. Ο Aμερικανός στη μίξη προσπαθεί άλλωστε να ποιήσει τόπο, σε αντίθεση με τον Ευρωπαίο, ο οποίος θεωρεί (όπως και ο ίδιος ο καλλιτέχνης) τη μουσική κατάθεση ως ένα δημιούργημα αυτόνομο, πέρα από προσεταιρισμούς.  

Avoamerik_4.jpg

Μπορείτε επίσης να ρωτήσετε και τον David Coverdale, ο οποίος με άλλη μίξη κυκλοφόρησε το Slide It In των Whitesnake στη Βρετανία (Ιανουάριος 1984) και με άλλη εισήλθη θριαμβευτικά στις αμερικανικές αγορές, λίγους μήνες αργότερα. Όπως καταμαρτυρεί και ό ίδιος στην επετειακή 25χρονη έκδοση του δίσκου (που εμπεριέχει και τις δύο μίξεις), η γνώση του για το πώς γίνονταν οι αμερικάνικες δουλειές σε τέτοιο επίπεδο αποκτήθηκε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο: ανά 25 δευτερόλεπτα, ο Eddie Krammer (γνωστός από τις δουλειές του με Led Zeppelin, Rolling Stones και Kiss) σταματούσε τη μπομπίνα και ρωτούσε τον Coverdale και τον τότε axeman της μπάντας Mel Galley (1948-2008) αν ήταν ικανοποιημένοι με όσα έκανε. Οι τελευταίοι κοιτάζονταν με περιέργεια μεταξύ τους, γιατί οι συνθέσεις διασπάζονταν έτσι σε λωρίδες, οι οποίες δουλεύτηκαν κατόπιν ξεχωριστά, αντί να αντιμετωπιστεί κάθε τραγούδι ως μία ενότητα. Ακούστε παρακάτω και θα καταλάβετε την άμεση διαφορά (παρατίθεται πρώτα η αγγλική εκδοχή και ακολουθεί η αμερικάνικη). American ice cream για τον Coverdale, λοιπόν –έτσι για να θυμηθούμε και μια θρυλική ελληνική διαφήμιση.   

{youtube}GjEyc0hsYVM{/youtube}

{youtube}zlFAe7VL34M{/youtube}

Να προσθέσω εδώ στο τέλος και το νέο σκέλος του Avotek, στο οποίο θα φιλοξενούνται υποδειγματικής φύσεως clips από μπάντες ή καλλιτέχνες που σχετίζονται με το φορμά της στήλης. Το κάτωθι κινηματογραφηθέν στιγμιότυπο από το secret gig των Kooba Tercu το προηγούμενο Σάββατο σε γνωστές στον πολύ κόσμο πολυκατοικίες στον Πειραιά, αποτελεί τη βασική οδό με την οποία έγραψε στο στούντιο η εν λόγω μπάντα –που αποτελείται από ανθρώπους με θητεία στους Cube, Misuse, The Bliss και Masturbation Goes Cloud και κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της μέσα στο 2015. Η τεχνική του live recording κρίνεται από πολλούς απαραίτητη ώστε ν' αποτυπωθεί η τελική ζύμωση των επιμέρους στοιχείων ενός συγκροτήματος, πέραν της πρωτοστατικής μαγιάς. 

Μέχρι την επόμενη Κυριακή, κρατήστε τους εγγραφείς ανοικτούς και τις μεσαίες πάντα με μέτρο. Cheers! 

{youtube}_UT-rfBXOiI{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured