Κάποτε, όχι σε κάποια ρομαντική προϊστορία με δισκοπωλεία-ναούς, αλλά μόλις λίγα χρόνια πίσω, περίμενες έναν καινούργιο δίσκο σαν γεγονός. Και όχι, φυσικά σαν ψηφιακό περιεχόμενο. Έβαζες υπενθύμιση, έψαχνες αν θα βγει σε βινύλιο, αν θα υπάρξει προ-ακρόαση, αν ο καλλιτέχνης όντως έχει κάτι να πει ή απλώς ανακυκλώνει τον εαυτό του με άλλο εξώφυλλο. Υπήρχε μια αίσθηση προσμονής και ένα μικρό στοίχημα με τον χρόνο και τις προσδοκίες σου.
Κάποτε υπήρχε χρόνος. Χρόνος να κυκλοφορήσει η φήμη, να σκάσει ένα single σαν προμήνυμα και όχι σαν υποχρεωτικό check-in. Να χτιστεί λίγο hype, να γκρεμιστεί, να ξαναχτιστεί. Να τσακωθείς με φίλους για το αν «αυτός τελείωσε» ή αν «τώρα ξεκινάει». Να κάνεις λάθος προβλέψεις και να τις κουβαλάς για χρόνια, σαν μικρές προσωπικές ήττες που τελικά αγαπάς.
Σήμερα, όλα αυτά γίνονται σε fast-forward. Τόσο γρήγορα που μοιάζουν σαν να μην έγιναν ποτέ. Singles που πέφτουν με τη χάρη ενός push notification σε κινητό με μπαταρία κάτω από 10%. Τα βλέπεις, τα ακούς μισά, τα προσπερνάς και στο τέλος τα ξεχνάς ολόκληρα. Και τις περισσότερες φορές, ας μη γελιόμαστε, δεν κυκλοφορούν για να πουν κάτι καινούργιο. Κυκλοφορούν για να μη συμβεί το αδιανόητο, να υπάρξει, δηλαδή, σιωπή, κενό, ή να μην έχει ο αλγόριθμος κάτι να μασουλάει για να περάσει την ώρα του.
Η σιωπή είναι ο μεγάλος εχθρός όχι μόνο της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας και του καλλιτεχνικού ναρκισσισμού. Δεν φταίει η κακή μουσική, ούτε η έλλειψη ταλέντου. Φταίαι η σιωπή, δηλαδή το κενό ανάμεσα σε δύο releases. Εκεί που ο αλγόριθμος αρχίζει να ξεχνάει, εκεί που το κοινό στρέφει αλλού το βλέμμα του ή, σε χειρότερη φάση, απλώς συνεχίζει το scroll.
Kάπου εκεί γεννήθηκε μια νέα ανάγκη, που τελικά μεταλλάχτηκε στην κατάρα του fast track: κομμάτια που δεν προλαβαίνουν να αναπνεύσουν, singles που δεν οδηγούν πουθενά και κυκλοφορίες-μπαλώματα. Ένα τραγούδι σήμερα, ένα remix σε δύο εβδομάδες, ένα acoustic version τον άλλο μήνα. Όχι, βέβαια, επειδή το τραγούδι είναι αντάξιο αυτής της υπερ-φροντίδας, αλλά επειδή το ημερολόγιο της πλατφόρμας έχει τρύπες και η μουσική έχει γίνει πια filler, σαν επεισόδιο-γέφυρα σε κακή σειρά του Netflix.
Και εδώ η ειρωνεία πονάει: ποτέ δεν κυκλοφορούσε τόση πολλή μουσική, και ποτέ δεν ακούγαμε τόσο λίγη. Όχι από αδιαφορία, ούτε από κούραση, αλλά επειδή ο καταιγισμός έχει γίνει θόρυβος. Δεν υπάρχει πια χρόνος για δεύτερη ακρόαση, για εκείνο το «κάτσε να το ξαναβάλω». Αν δεν σε κερδίσει σε 15 δευτερόλεπτα, σε καταπίνει το επόμενο release. Και έτσι ο χρόνος της μουσικής έχει συμπιεστεί στο μέγεθος ενός story.
Πώς το "κομμάτι που δούλεψε" σκότωσε το άλμπουμ
Υπάρχουν μερικοί παράγοντες που δουλεύουν υπόγεια εδώ και δεν το λέω θεωρητικά. Το λέω με την κυνικότητα ανθρώπου που έχει ανοίξει dashboards, έχει μετρήσει impressions, έχει δει καμπύλες να ανεβαίνουν και να πέφτουν σαν καρδιογραφήματα χωρίς ασθενή, ακόμα και πίσω από θεαματικές κυκλοφορίες. Αν, λοιπόν, το άλμπουμ κάποτε ήταν αφήγηση, σήμερα είναι collateral damage.
Ο πρώτος παράγοντας είναι ο πιο ύπουλος: ο αλγόριθμος που σου σερβίρει περισσότερο από το ίδιο περιεχόμενο. Ακούς ένα single μέχρι τέλους; Το κάνεις share; Συγχαρητήρια. Μόλις κατάπιες το δηλητηριασμένο χάπι. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, δεν ακούς απλώς τον καλλιτέχνη, παγιδεύεσαι μέσα του. Όχι, φυσικά, στο σύμπαν του ή στην εξέλιξή του, αλλά σε μια συγκεκριμένη εκδοχή του, παγωμένη στον χρόνο. Το άλμπουμ γίνεται ιδέα μετάβασης, πορείας, ρίσκου, και τέλος εξαφανίζεται. Υπάρχει μόνο το "κομμάτι που δούλεψε".
Το δεύτερο μισό της εξίσωσης είναι ακόμη πιο σκοτεινό, γιατί αφορά τον ίδιο τον δημιουργό. Ο αλγόριθμος δεν σου λέει τι να κάνεις, αλλά σου δείχνει τι επιτρέπεται να κάνεις. Αν ένα συγκεκριμένο είδος video, ένα συγκεκριμένο hook, ένα συγκεκριμένο ηχητικό μοτίβο αποδίδει, τότε αυτό μεγεθύνεται. Και ξαφνικά βρίσκεσαι εγκλωβισμένος στον σισύφειο βρόχο του genre, που τελικά είναι το ίδιο αστείο, το ίδιο format, το ίδιο tempo, το ίδιο "vibe". Όχι γιατί δεν έχεις κάτι άλλο να πεις, αλλά γιατί οτιδήποτε άλλο δεν ανταμείβεται.
Αυτό είναι κάτι που έχω δει καθαρά και σε άλλες πλατφόρμες πριν περάσει στη μουσική. Πριν τους κωμικούς του TikTok που ακολούθησα στην αρχή, που πάντα επέστρεφαν στο ίδιο καταραμένο "okay boomer" αστείο. Τα ίδια Tumblr profiles. Τα ίδια Tinder profiles. Οι ίδιοι boomers. Ο ίδιος drag χαρακτήρας που κάποτε έσκασε σαν φρέσκος και τώρα μοιάζει με φάντασμα trapped in a loop. Εκατοντάδες videos, ένα αστείο, καμία εξέλιξη, μόνο αναπαραγωγή.
Και κάπου εδώ το άλμπουμ αρχίζει να μοιάζει σχεδόν αναχρονιστικό. Αρχικά, γιατί ένα άλμπουμ προϋποθέτει ρίσκο. Προϋποθέτει κομμάτια που δεν θα δουλέψουν μόνα τους. Προϋποθέτει ακροατή που θα μείνει, θα αντέξει, θα επιστρέψει. Αλλά όταν αρχίζεις να "κάνεις τα νούμερα", όταν βλέπεις τα metrics να μιλάνε πιο δυνατά από το ένστικτο, καταλαβαίνεις κάτι σκληρό, ότι είσαι στο έλεος των apps.
Σπάνια ανταμείβεσαι για το διαφορετικό. Σχεδόν ποτέ για το ριζοσπαστικό. Υπάρχει ο κίνδυνος ακόμα και τα σούπερ-μαρκετ των media να σε συγκρίνουν με όλο το γρήγορο σκουπίδι που έχουν "χλαπακώσει". Οπότε γιατί να ρισκάρεις; Γιατί να φτιάξεις άλμπουμ και όχι δώδεκα παραλλαγές του single που πήγε καλά; Το ίδιο μοτίβο, λίγο αλλιώτικο artwork, κάποιο διαφορετικό caption. Σαν διαφημιστικό meeting που δεν τελειώνει ποτέ αλλά ούτε καταφέρνει να βγει από την παγίδα του "Αυτό το ad αποδίδει. Κάνε καμιά δεκαριά spin-offs να δούμε ποιο κολλάει στο νέο προϊόν".
Και έτσι καταλήγουμε σε μια μουσική βιομηχανία που παράγει συνεχώς ήχο, αλλά φοβάται τη σιωπή. Που μιλάει ασταμάτητα, αλλά σπάνια λέει κάτι καινούργιο, κάτι αξιόλογο. Και το άλμπουμ δεν πέθανε από έλλειψη ταλέντου, αλλά από υπερβολική βελτιστοποίηση. Ανάμεσα σε dashboards και τα release calendars (πόσες κυκλοφορίες να αντέξει μια καημενούλα Παρασκεύη), χάθηκε η πιο απλή και πικίνδυνα δημιουργική ερώτηση: κι αν αυτό δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχω κάνει μέχρι τώρα;
Από το "ζω με τον δίσκο" στο "ακούμε ό,τι να ΄ναι”
Θυμάμαι τον εαυτό μου να αγοράζει πάρα πολλούς δίσκους χωρίς να ξέρει αν θα του αρέσουν. Επίσης τον θυμάμαι να ζει με αυτούς. Να τους ακούει και να θυμώνει – την πρώτη φορά που άκουσα το Closer το '80, το πέταξα από το παράθυρο σε μια κρίση ανάμεικτης οργής και θλίψης, αλλά κράτησα για πάντα το σπασμένο first pressing της Factory– να τους υπερασπίζεται, να τους εγκαταλείπει για πολλά χρόνια στο ράφι και μετά να επιστρέφει. Σήμερα, ακόμη και η πιο μικρή απογοήτευση δεν προλαβαίνει να σχηματιστεί. Τα νέα κομμάτια φεύγουν πριν προλάβεις να πεις «δεν ήταν αυτό που περίμενα», γιατί θα είναι σίγουρα τρία-τέσσερα καινούργια releases πιο πίσω.
Βασικά, πέρα από τους καλλιτέχνες, η βιομηχανία μοιάζει χαμένη. Κυνηγά metrics που αλλάζουν κάθε έξι μήνες, στρατηγικές που γερνάνε πιο γρήγορα κι από τα trends του TikTok. Μιλά για "engagement", για "consistency", για "presence" (που όλα αυτά, στα αγορασμένα bots από τις Φιλιππίνες, άραγε;), αλλά δυσκολεύεται να απαντήσει στο βασικό: γιατί να σταματήσει κάποιος και να ακούσει; Προσέξτε, όχι να πατήσει play. Να ακούσει. Έχει μεγάλη διαφορά το ένα από το άλλο σήμερα.
Και το ξαναλέω πώς κάπου εδώ, μέσα σε όλη αυτήν την ειρωνεία, πιάνω και τον εαυτό μου. Δεν είμαι αθώος. Κι εγώ βιάστηκα. Κι εγώ έχω χαρεί με τα νούμερα, ή με την αίσθηση ότι «κάτι κινείται». Να, βγήκε κι αυτό. Να, πάμε παρακάτω. Fast track όχι μόνο στην κυκλοφορία, αλλά και στο συναίσθημα. Σαν να φοβόμαστε ότι αν σταματήσουμε, αν σωπάσουμε, θα εξαφανιστούμε.
Μόνο που σήμερα θεωρώ πώς το πραγματικό ρίσκο δεν είναι αν θα χαθείς, αλλά αν υπάρξεις χωρίς βάρος. Να αφήσεις πίσω σου μουσική που δεν πρόλαβε να γίνει μνήμη. Τραγούδια χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, εγκλωβισμένα σε playlists που ανανεώνονται αυτόματα χωρίς καμία
Η κατάρα του fast track δεν είναι ότι όλα πάνε γρήγορα. Είναι ότι τίποτα δεν μένει. Και η μουσική – αυτή που μας έσωσε, μας σημάδεψε, μας διέλυσε και μας ξαναέφτιαξε – ποτέ δεν ήταν φτιαγμένη για να περνά έτσι. Ήθελε χρόνο. Και ίσως, κόντρα στο ρεύμα, αυτό να είναι σήμερα η πιο ριζοσπαστική πράξη: να αργήσεις. Να αφήσεις χώρο. Να αντέξεις τη σιωπή μέχρι να τραγουδήσεις τους αγαπημένους στίχους ξανά.








