|
Συνειδητοποιώντας το ταξίδι... Οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι χωρίζονται συνήθως σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία οι άνθρωποι που ζουν για τις διακοπές, τα σαββατοκύριακα, τις αργίες μετά από τρεις μήνες (είναι αυτοί που σου στέλνουν τα ημερολόγια υπολογισμού της ημέρας του Αγίου Πνεύματος μέχρι το 2045), τα επερχόμενα ταξίδια, εκείνοι που ζουν τη ζωή τους συνήθως ως διάλειμμα μεταξύ ευχάριστων στιγμών. Ενδιάμεσα υπάρχει η προσμονή και αναπόληση. Από την άλλη, υπάρχει η κατηγορία όσων -μαζοχιστικά και ευδαιμονικά ταλαίπωρων- κανονίζουν αυτά τα διαλείμματα και δεν προλαβαίνουν να τα σκεφτούν παρά μόνο όταν αρχίζουν. Κάπως έτσι, λοιπόν, ανήκοντας στη δεύτερη κατηγορία, έφτασα στο αεροδρόμιο ως απεσταλμένος του Avopolis στο Jack Daniel’s Mash Legendary Event και άρχισα να το αντιλαμβάνομαι όταν για ώρες με ταλαιπώρησε ο εθνικός μας αερομεταφορέας, βάζοντας σε κίνδυνο ακόμα και το ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με μια προσγείωση στην πραγματικότητα πριν καν πετάξεις, έχεις κι εσύ την ευκαιρία της προσμονής, παρότι παλαίμαχος της δεύτερης κατηγορίας, αυτών δηλαδή που δεν προσμένουν. "Με τί ασχολούνται οι κάτοικοι του χωριού;" ρωτήσαμε αφελώς για να πάρουμε τη βέβαιη απάντηση: "Όλοι με το Jack Daniel's -κι αν δεν είναι σ' αυτούς, θα είναι παντρεμένοι μ' αυτούς". Πριν φτάσουμε, όμως, εκεί, ξοδέψαμε κάμποσες ώρες σε ένα καθαρά φεστιβαλικό χώρο που είχε στηθεί, με happenings, εμφανίσεις groups από άλλες χώρες, φαγητά και άφθονο Jack Daniel's στο αίμα μας. Αλλά το κύριο μενού (Hard-Fi και Carbon/Silicon) δεν είχε έρθει... Βέβαια, πόσο μπορείς να αναμένεις με αγωνία την εμφάνιση ενός group που ισορροπεί στο μεταίχμιο μιας βρετανοκιθαριστικης και μιας boy-band αντιμετώπισης της μουσικής (και βγάλε το lifestyle), με σαφή επιμελώς ποπίστικα και (για να πούμε και του στραβού το δίκιο) ψεύτικα"εεε-οοο" εδώ κι εκεί; Μόνο αν την προηγούμενη μέρα όλο αυτό που άκουσες σου φάνηκε μια απροσδιόριστη μάζα θορύβου που διέκοπτε την ηρεμία σου. Σαν κι αυτή της βραδιάς στους δρόμους της Broadway Street με τις νέον επιγραφές (βγαλμένες από ασπρόμαυρες ταινίες by night) και τα μαγαζιά να παίζουν live country και blues επιτυχίες, αυτή που περιχαρής μπάτσος, αγκαλιάζοντας τη νεαρά νικήτρια από το διαγωνισμό του Red Fm για μια φωτογραφία αναφώνησε "there is God!", το χορό στα λαιβάδικα με τον κόσμο (μια διψασμένη για διασκέδαση αμερικανική επαρχία χωρίς την πολυτέλεια των ταμπού) ![]() ![]() |

Το Jack Daniel’s Mash Legendary Event θα το είδατε στο αντίστοιχο banner του Avopolis που σας προσκαλούσε να λάβετε μέρος. Είναι ένα private event, με 400 άτομα από όλο τον κόσμο (από ανθρώπους των media και special guests, μέχρι groups και νικητές διαγωνισμών), που φέτος έλαβε χώρα από 10 ως 13 Απριλίου. Από την Ελλάδα επιλέχθηκαν τρία μέσα, ένα από τον χώρο των εντύπων, ένα ραδιόφωνο και ένα portal (Avopolis.gr). Τα τρία αυτά ελληνικά μέσα (όπως και πολλά αντιπροσωπευτικά μέσα παγκοσμίως) διενήργησαν διαγωνισμούς για να στείλουν συνολικά έξι άτομα (συν τους εκπροσώπους από κάθε μέσο) στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Nashville του Tennessee, προκειμένου να ζήσουν αυτή την εμπειρία. Και δε μιλάμε απλώς για μια εμπειρία ξενάγησης στους χώρους παραγωγής του Jack Daniel's, αλλά για μια μουσική εμπειρία με περιηγήσεις στα θρυλικά RCA studios, στο Country Hall of Fame, αλλά και βραδινές εξόδους με ασταμάτητη live μουσική -δε νοείται κυριολεκτικά κονσέρβα σ' αυτό το βγαλμένο από άλλες δεκαετίες σκηνικό του Nashville. Αποκορύφωμα κάθε βραδιάς ήταν οι συναυλίες, με συμμετοχή φέτος των Black Rebel Motorcycle Club, των Hard-Fi, των Carbon/Silicon του Mick Jones των
Όσο για το tour; Δεν ξέρω πόσοι από εσάς πίνετε Jack Daniel's, αλλά "ευδαιμονία" χωρίς καν να βάλετε στο στόμα σας γουλιά από το ποτό, θα δοκιμάζατε αν ξοδεύατε αρκετή ώρα στο σκοτεινό και δροσερό χώρο των βαρελιών του αποστακτηρίου. Το tour μπορεί να είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα και μια δόση γνήσιου, αν και επιτηδευμένου σοβαροφανούς χιούμορ από μια χαρακτηριστική αμερικάνικη μορφή (σαν σκριπτ κι αυτό μιας μαρκετίστικης αντιμετώπισης, με γνήσιο όμως πρωταγωνιστή), αλλά η έκσταση ήρθε στην οσμή των αποθηκευμένων βαρελιών. Έπρεπε να βγούμε έξω και να κάτσουμε στον καθαρό αέρα δίπλα στη φυσική πηγή νερού του ποτού, για να μετριάσουμε τη δικαιολογημένη πλέον επιθυμία μας για Jack. Την ιστορία του Jack Daniel's την ακούσαμε αρκετές φορές, τόσο που οι άγγλοι δημοσιογράφοι γύρω μας προσπαθούσαν να την πουν απέξω, κάνοντας σχετικά αστεία. Ούτε κι αυτήν όμως θα σας την πούμε...

Εντούτοις, ακόμα και οι Hard-Fi φρόντισαν να βαρέσουν στο ψαχνό. Ακολουθώντας την εμφάνιση των Carbon/Silicon, της μπάντας που έφτιαξε ο Mick Jones των Clash με τον Tony James των Generation X, που κυριολεκτικά τα έσπασε παίζοντας ακόμα πιο βρώμικες, ακόμα πιο γεμάτες και απαράμιλλα garage εκδόσεις του άλμπουμ της, "The Last Post" (αν το έχετε ακούσει, δεν υπάρχει καμία σχέση κυριολεκτικά live), δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Tα 'Middle Eastern Holiday', 'Tied Up Too Tight', 'Television', 'Suburban Knights', 'Cash Machine' και 'Hard To Beat' φαίνονταν ποπ προθερμάνσεις ενός προαναγγελθέντος ξεσπάσματος: στο τέλος ανέβηκαν όλοι στη σκηνή και με όλα διπλά (μπάσα, κιθάρες κτλ), έβγαλαν ένα απίστευτα γεμάτο, αλλά και δεμένο ήχο, τόσο στο 'Why Do Men Fight?' των Carbon/Silicon, όσο και στο 'Stars Of CCTV' των Hard-Fi. 
Αλλάζοντας ταχύτητες στο κοσμοπολίτικο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης με τους μουρτζούφληδες και αγενείς υπαλλήλους των καταστημάτων του αεροδρομίου και επανερχόμενος σχεδόν ακαριαία στο αγχωτικό περιβάλλον της Αθήνας, όπου απλώς χρειάζεται ένα κουμπί για να φορτσάρεις και να επανέλθεις μηχανικά στην πραγματικότητα, σε περιβάλλουν φίλοι και συνεργάτες με ερωτήσεις. Και πραγματικά είναι δύσκολο να συγκροτήσεις όλο αυτό το συνοθύλευμα εικόνων μερικών ημερών σε λίγες λέξεις, πόσο μάλλον σε ένα τελικό συμπέρασμα, όσο κανείς έχει χρόνο και διάθεση να ακούσει πλέον, χωρίς να του αποσπαστεί η προσοχή από κινητά, δουλειές και άγχη. Σου μένουν εικόνες και περισσότερο κρατάς πρώτες εντυπώσεις. Όσα αρχικά σου προξένησαν το ενδιαφέρον, η εντύπωση από αντίθετες πρακτικές, από διαφορετικά περιβάλλοντα, και στην περίπτωσή μας (ημών των παθιασμένων με τη μουσική), οι διαφορετικές μουσικές. Όσο συνηθίζει το μάτι και το αυτί και γινεσαι ένα με το περιβάλλον (στις λίγες έστω μέρες απόδρασης), τόσο λιγότερο συγκρατείς εικόνες. 








