Ζόρικες πουτάνες, κακόφημα μπουρδέλα, μαστουρωμένοι νταβατζήδες, αίμα, σπέρμα και επικίνδυνες τσάρκες στην «άγρια πλευρά» της πόλης, υπό το αμυδρό φως των κόκκινων φαναριών: όλα αυτά έχουν χωρέσει σε έναν μακρύ κατάλογο τραγουδιών, με κεντρική θεματολογία το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο.

Η έννοια του «αγοραίου» είναι τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σεξ –οι πρώτες πουτάνες εμφανίστηκαν το 5.000 π.Χ. στην Εριντού, την πρωτεύουσα των Σουμερίων, σύμφωνα με τα επίσημα κείμενά τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι δυο αυτές λέξεις ενώθηκαν για να σχηματίσουν ό,τι σήμερα καλείται «αγοραίο σεξ».

Η αρχαία ελληνική γραμματεία είναι από τις πρώτες που αναφέρθηκε τόσο διεξοδικά στο φαινόμενο του αγοραίου έρωτα (είτε ανδρικού, είτε γυναικείου). Ωστόσο, σε αντίθεση με αριστοφανικά κείμενα, όπως στις Εκκλησιάζουσες, έπρεπε να περιμένουμε πολλούς αιώνες για να δούμε τις πρώτες μουσικές αναφορές σε πόρνες και πόρνους.

Ίσως η πρώτη αναφορά σε μια ιερόδουλη είναι το "Greensleeves", ένα αγγλικό folk τραγούδι του 1580, που ακούγεται ως τις μέρες μας, έχοντας υποστεί αμέτρητες διασκευές. Η επικρατούσα άποψη για την πατρότητά του είναι πως ανήκει στον βασιλιά Ερρίκο Η’, ο οποίος το έγραψε για την αγαπημένη του πόρνη, τη Λαίδη με τα Πράσινα Μανίκια (Lady Greensleeves). Το πράσινο θεωρούταν τότε ως το χρώμα που χαρακτήριζε κάθε γυναίκα χαμηλών ηθών, όποια δεχόταν τους εραστές της κρυφά και σίγουρα σε εξωτερικό χώρο – κατά προτίμηση σε χωράφια ή αγρούς– οπότε, κατά τη συνουσία, το πράσινο της χλόης χρωμάτιζε τα μανίκια και το φόρεμά της.

Τρεισήμισι αιώνες μετά, το 1931 ο Cab Calloway ηχογραφεί το “Minnie The Moocher” με πρωταγωνίστρια τη Μίνι, μια οπιομανή πουτάνα που φαντάζεται να ξεφεύγει απ’ τον νταβατζή της, τον κοκάκια Σμόκι, ξεκινώντας μια νέα ζωή μακριά από τα μπουρδέλα. Στο δε “Milord" (1959) η Édith Piaf τραγουδάει για μια ιερόδουλη που ερωτεύεται έναν καλοντυμένο και πλούσιο Βρετανό τουρίστα (τον οποίο αποκαλεί «Μιλόρδο»), κάνοντας κι αυτή με τη σειρά της όνειρα για μια ζωή μακριά από τα κόκκινα φανάρια.

 

Είναι η εποχή –τέλη 1950s, αρχές 1960s– κατά την οποία το ζήτημα των εκδιδομένων γυναικών βγαίνει στον αφρό με διάφορους τρόπους, είτε στον κινηματογράφο, είτε στη μουσική. Και η νεορεαλιστική Ιταλία αναδεικνύεται σε κύρια πηγή αυτών των αναφορών, αρχής γενομένης από τις φελινικές Νύχτες της Καμπίρια και τα παζολινικά Ακατόνε και Μάμα Ρόμα, μέχρι το διάσημο τραγούδι “A Casa D’ Irene” (1965) του Nico Fidenco. Εκεί όπου «άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της Ιρένε», αλλά για μια νεαρή πόρνη «οι γκρίζες μέρες δεν έχουν αύριο κι είναι φτιαγμένες από πέτρα, τίποτα περισσότερο από έναν τοίχο με μπουκάλια».

Επειδή όμως το παρόν κείμενο δεν εξετάζει τις εμφανίσεις των ιερόδουλων στην εγχώρια μουσική παραγωγή, παραβλέπουμε γρήγορα το (διεθνές, αλλά κι ακραιφνώς ελληνικό) Ποτέ την Κυριακή –με θέμα τις περιπέτειες της πόρνης Ίλια– και από το λιμάνι του Πειραιά μεταφερόμαστε σε αυτό της Νέας Ορλεάνης, στο «Σπίτι του Ανατέλλοντος Ηλίου». Που μπορεί να υπήρχε στη μπλουζ δισκογραφία των δεκαετιών του 1920 και 1930 ως "The Rising Sun Blues" ή "House In New Orleans", όμως έπρεπε να φτάσουμε στο 1964 για να γίνει διεθνώς γνωστό ως “The House of the Rising Sun” από μια τότε πρωτοεμφανιζόμενη βρετανική μπάντα, τους Animals. «Γνώρισα στο Μέμφις μια πουτάνα που έπινε τζιν / Με πήρε και με πήγε επάνω για να με καβαλήσει / Κι έπρεπε να με ξεφορτωθεί / γιατί δεν μπορούσα να την βγάλω από τον νου μου», τραγουδάει το 1968 στο “Honky Tonk Women" ο Mick Jagger, ο οποίος στις συναυλίες των Rolling Stones αφιέρωνε το εν λόγω τραγούδι «σε όλες τις πόρνες που είναι στο κοινό».

Την ίδια χρονιά, ο Donovan μιλάει στο “Laleña” για μια γυναίκα «που σηκώνει το κεφάλι της την ίδια ώρα που δύει ο ήλιος / έχεις πολλά βάσανα στο κεφάλι σου Λαλένια», ενώ ο Leonard Cohen κάνει ειδική μνεία στις «Αδελφές του Ελέους» στο "Sisters Οf Mercy”: «με περίμεναν ακριβώς την στιγμή που εγώ νόμιζα πως δεν αντέχω άλλο / και με ανακούφισαν και κατόπιν με ενέπνευσαν γι’ αυτό το τραγούδι».

Κι αν στο “Cross-eyed Mary” (1971) των Jethro Tull η ηρωίδα του τραγουδιού είναι ξεκάθαρη («η Αλλήθωρη Μαίρη είναι το πλούσιο κορίτσι των φτωχών / είναι η κλέφτρα των πλουσίων/είναι ο Ρομπέν των Δασών του Χάιγκέιτ που ανακουφίζει τους πένητες»), η “Lola” των Kinks δεν είναι 100% σίγουρο πως είναι πόρνη. Είναι πάντως σίγουρα μια δίμετρη τραβεστί, όπως αντίστοιχα και η πρωταγωνίστρια του “Island Girl” (1974) του Elton John που «είναι μια νταρντάνα κοντά στα δυο μέτρα / και κάνει κόλπα για τους άντρες στη μεγάλη πόλη». Ο Έλτονας συνεχίζει παρομοίως στο “Sweet Painted Lady” (1973), με θέμα τώρα τις πουτάνες των λιμανιών, που ανακουφίζουν τους απανταχού ναυτικούς.

Την ίδια χρονιά οι ZZ Top υμνούν το ράντσο "La Grange", (υπο)νοώντας πως πρόκειται για το πρώτο ...μπουρδελάκι του Τέξας: «ξέρεις καλά για τι πράγμα μιλάω/ εκείνο το καλυβάκι έξω από τη Λα Γκραντζ / ενημέρωσε με αν θέλεις να πας/σε εκείνο το σπίτι που έχει τα πιο ωραία κορίτσια».

 Εκτός από τον Lou Reed ο οποίος κάνει τσάρκες στην «Άγρια Πλευρά της Πόλης» (“Walk On The Wild Side”), κι ο Tom Waits δείχνει να γνωρίζει το αντικείμενο, καθώς πραγματεύεται τη ζωή μιας πόρνης στο "Christmas Card From A Hooker In Minneapolis" (1978). Στο δε “Strange Kind Οf Woman” οι Deep Purple κάνουν αναφορά σε μια ιερόδουλη που «ήταν παράξενη/την έλεγαν Νάνσι/κι ενώ δεν είχε καν ένα ωραίο πρόσωπο/ωστόσο άφησε πίσω της χαρά και λύπη/την αγαπούσα/όλοι την αγαπούσαν/κι εκείνη τους ανταπέδιδε την αγάπη».

Οι Steely Dan στο “Babylon Sisters” αναφέρονται σε πόρνες ή γενικά εκπεσούσες γυναίκες  (η Βαβυλώνα είναι διαχρονικό σύμβολο της ανθρώπινης ντεκαντάνς), ενώ στο “What Do You Do For Money Honey” οι ΑC/DC τα «χώνουν» σε μια πουτάνα που βγάζει μεν τον άρτο τον επιούσιο με ιδρώτα (και σπέρμα), εύλογα όμως αναρωτώμενοι «μέχρι πότε θα το κάνεις αυτό;». Το “Killer Queen” των Queen φωτογραφίζει «μια συνοδό πολυτελείας. Θέλω να πω με το τραγούδι αυτό πως οι κλασάτοι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να εκπορνεύονται», όπως είχε πει ο ίδιος ο Freddie Mercury, ενώ στο “Trick Of The Light” (1978) ο John Entwistle των Who δηλώνει –προς τιμήν του– φοβισμένος μπροστά στο ενδεχόμενο να θέλει να συνευρεθεί με μια πόρνη και να μην του σηκωθεί.

Το πανκ έδωσε κι αυτό με τη σειρά του τα διαπιστευτήριά του (μην ξεχνάμε πως μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες του κινήματος ήταν η Nancy Spungen, η οποία δεν έκρυβε πως εργαζόταν ως πουτάνα): αρχής γενομένης από τους Ramones και το “53rd & 3rd”, στο οποίο ο μπασίστας Dee Dee Ramone μνημονεύει την ομώνυμη διασταύρωση στη Νέα Υόρκη, γνωστή κι ως «Loop», όπου σύχναζαν αρσενικές πόρνες –κάτι ήξερε κι ο ίδιος, καθότι εργαζόταν ως τέτοια, προτού ενταχθεί στο συγκρότημα.

Τη σκυτάλη παίρνουν –φυσικά– οι Police με το “Roxanne” και οι Blondie με το “X Offender” (αρχικά ονομαζόταν “Sex Offender”, αλλά η δισκογραφική επέμενε να βγάλουν τη λέξη «σεξ» απ' τον τίτλο). Το τραγούδι αναφέρεται σε μια πόρνη η οποία ερωτεύεται τον αστυνομικό που την συνέλαβε. Και δεν είναι το μοναδικό της δισκογραφίας τους που αναφέρεται σε ιερόδουλες, καθώς στη συνέχεια ακολούθησαν τα “Call Me” και “In The Flesh”.

Πάμε και στη ντίσκο και στο “Lady Marmalade” (1975) των Labelle καθώς και στα “Bad Girls” (1978) και “She Works Hard For The Money” (1982) της Donna Summer: και τα τρία έχουν ως θέμα τους τις γυναίκες του δρόμου. Το 1985 η italo-disco αγάπησε κι αυτή τις πουτάνες και το “Maria Magdalena” της Sandra χρησιμοποιεί έξυπνα τη Βιβλική αναφορά στη Μαρία Μαγδαληνή για να μιλήσει για μια πόρνη που «είναι ένα πλάσμα της νύχτας» κι αρνείται να αλλάξει την ζωή της προς το καλύτερο καθώς λέει στον εραστή της «δεν βλέπεις τι είμαι; / πήρες την αγάπη μου, αλλά τώρα θέλεις και την ψυχή μου;».

Το “Family Man” μπορεί να έγινε επιτυχία από τη διασκευή των Hall & Oates, αλλά ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τον Mike Oldfield το 1982. Οι στίχοι του υποτίθεται πως τραγουδιούνται από έναν παντρεμένο άντρα που δέχεται το στενό μαρκάρισμα μιας πόρνης, αλλά δεν ενδίδει, προκειμένου να μην διαταράξει την αρμονία της οικογένειάς του. Στο τέλος, κι ενώ αυτός είναι πια έτοιμος να πάει μαζί της, εκείνη σηκώνεται και φεύγει προς αναζήτηση νέου θύματος, που να μη θέλει παρακάλια.

 Ο Phil Collins είχε δηλώσει πως το “Mama” (1983) των Genesis αντλεί την έμπνευσή του από την ιστορία που είχε ακούσει σχετικά με έναν μεσήλικα ο οποίος αναπτύσσει έμμονη ιδέα με μια συγκεκριμένη ιερόδουλη, που του θυμίζει την μητέρα του. Ο δε Prince στο "Darling Nikki" μιλάει για τη Νίκι «που ήταν πόρνη/τη γνώρισα στο λόμπι ενός ξενοδοχείου/να αυνανίζεται με ένα περιοδικό/με ρώτησε αν θέλω να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί/ με οδήγησε στο κάστρο της/δεν πίστευα στα μάτια μου/με το πόσα σεξουαλικά παιχνίδια είχε».

Ειδικής μνείας χρήζει σχεδόν όλη η δισκογραφία των Iron Maiden, καθώς μία συγκεκριμένη πουτάνα αναφέρεται σε τέσσερις περιπτώσεις: η –βασισμένη σε πραγματικό πρόσωπο– "Charlotte The Harlot" (Σάρλοτ η Πόρνη, 1980), εκτός του ότι έχει ολόκληρο τραγούδι γραμμένο προς τιμήν της, είχε την τύχη να δει τις περιπέτειές της να εξιστορούνται και στα “22 Acacia Avenue” (1982) – όπου μάλιστα μαθαίνουμε πως η ταρίφα της είναι 15 λίρες– "Hooks in You” (1990) και “From Here Τo Eternity” (1992).

Οι στίχοι στο "String Οf Pearls” των Soul Asylum είναι ξεκάθαροι: μιλάνε για τη Λίζα, που έχει ως σήμα κατατεθέν της ένα μαργαριταρένιο κολιέ, το οποίο όμως κάποια στιγμή σπάει. Αντιθέτως, οι στίχοι του "Hey" των Pixies είναι (ως είθισται) δυσνόητοι, παρόλο που η αναφορά σε μια «πόρνη» γίνεται ξεκάθαρη. Η επικρατούσα άποψη θέλει ήρωα του "Hey" τον μέσο άντρα, που, ενώ έχει βρει τη γυναίκα της ζωής του, δεν μπορεί να σταματήσει να ξενοκοιτάει. Ή τον όχι-και-τόσο μέσο άντρα, που συνεχίζει να επισκέπτεται τα μπουρδέλα.

Το “40 Mark Strasse” των Shins είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του κιθαρίστα και τραγουδιστή James Mercer, ο οποίος μεγάλωσε στην αμερικανική αεροπορική βάση Ράμσταϊν στη Γερμανία, έξω από το Καϊζερσλάουτερν. Ο αριθμός 40 στην οδό Μαρκστράσε ήταν το σημείο όπου έκαναν πιάτσα οι ιερόδουλες. Επίσης, η “Carmen” της Lana Del Rey «είναι μόλις 17 ετών/αλλά κάθεται ξάγρυπνη μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες / και κάνει πιάτσα στο Κόνι Αϊλαντ». Ο Colin Meloy των Decemberists διηγείται στο “A Cautionary Song” την ιστορία μιας ιερόδουλης που προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην για να θρέψει τα παιδιά της «τα βράδια πηγαίνει κλαίγοντας στο λιμάνι/περιμένει στην αποβάθρα τους ναύτες/οι κύριοι την καλούν/και το χιόνι πέφτει πυκνό». 

Δεν ξεχνάμε βέβαια και το “Lazy Line Painter Jane” (1997), το καλύτερο κομμάτι όλης της δισκογραφίας των Belle Αnd Sebastian, αν θέλετε τη γνώμη μου: η σπαρακτική φωνή της Monica Queen τραγουδάει για την Τζέιν, η οποία «ονειρεύεται τη στιγμή εκείνη που θα ξεφύγει από τα βάσανα που έχει τώρα/μέσα στις λάσπες ή κάτω στα γόνατα/να προσπαθεί να ικανοποιήσει όλους, κάθε στιγμή της ημέρας».

Κι επειδή δεν είναι όλοι οι «επαγγελματίες» του χώρου επιτυχημένοι στη δουλειά τους, θα κλείσουμε με τους Νεοζηλανδούς Flight Of The Conchords, και το “You Don’t Have To Be A Prostitute”, μια παρωδία του “Roxanne”: «δεν είναι ανάγκη να γίνεις μια αρσενική πόρνη/τον βλέπουν πως θέλει να τις ευχαριστήσει/αλλά δεν τον πληρώνουν καν/γιατί πιστεύουν πως δεν αξίζει ούτε μια δεκάρα και μετά προσπαθεί να τις πάει στο σπίτι του/αλλά εκείνες βλέπουν πως έχει συγκάτοικο/θα ήταν ωραίο να ζούσε μόνος του».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, ΣΕΞ & ΜΟΥΣΙΚΗ, που κυκλοφόρησε το 2015.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ

1sex

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured