του Παντελή Αντωνιάδη,
Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική βίβλος των '70s»

 

 

 

Αφού πέρασε ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως ανεπίσημος μάνατζερ των New York Dolls και έχοντας εντυπωσιαστεί από τη νέα μουσική σκηνή που αναπτυσσόταν στο CBGB’s, o βρετανός Malcolm McLaren επέστρεψε στο Λονδίνο τον Μάιο του 1975. Η μπουτίκ Sex στην King’s Road, της οποίας ήταν συνιδιοκτήτης, είχε ήδη χτίσει την φήμη ενός ανεκδιήγητου anti-fashion χώρου, στον οποίο τύχαινε να συχνάζουν μάλιστα τα μέλη της μπάντας The Strand. Τον Αύγουστο, οι Strand αναζήτησαν νέο τραγουδιστή και ο Johnny Rotten, επίσης θαμώνας του Sex, παρουσιάστηκε στην οντισιόν και πήρε τη δουλειά. Στις 6 Νοεμβρίου το συγκρότημα έπαιξε το πρώτο του live στο Saint Martin’s School of Art, έχοντας μετονομαστεί σε Sex Pistols.

 

 

Ο μικρός πυρήνας από fan που αγκάλιασε αρχικά το γκρουπ αυξανόταν διαρκώς χάρη στη προκλητική συμπεριφορά των μελών στη σκηνή. Τον Φεβρουάριο του 1976 ανταμείφθηκαν με το πρώτο αφιέρωμα από τον Τύπο, με τον κιθαρίστα Steve Jones να δηλώνει ότι «δεν ασχολούμαστε τόσο με τη μουσική όσο με το να προκαλούμε χάος», ενώ και ο Rotten από την πλευρά του έλουζε τον κόσμο από σκηνής με εκφράσεις του τύπου, «Πάω στοίχημα ότι δεν μας μισείτε τόσο όσο σας μισούμε εμείς».

Όλα αυτά ήταν βούτυρο στο ψωμί του McLaren, ο οποίος έβλεπε τους Sex Pistols ως κεντρικές φιγούρες σ’ ένα νέο σκληρό και επιθετικό νεολαιίστικο κίνημα. Ο Bernard Rhodes, πρώην συνεργάτης του McLaren, προσπαθούσε επίσης να πιάσει την καλή, προωθώντας μια άλλη μπάντα, τους London SS. Στις αρχές του 1976, οι London SS διαλύθηκαν πριν προλάβουν καν να εμφανιστούν δημόσια. Από τη διάλυση προέκυψαν δύο σχήματα. Οι Damned και οι Clash, στους οποίους έσπευσε να προσχωρήσει ο Joe Strummer (πρώην The 101’ers). Στο μεταξύ, όταν οι Sex Pistols εμφανίστηκαν στο Lesser Free Trade Hall του Μάντσεστερ στις 4 Ιουνίου του 1976, ανάμεσα στα 40 άτομα που παρευρέθηκαν ήταν τα δύο ιδρυτικά μέλη των Buzzcocks και μερικοί από τους μετέπειτα διάσημους Joy Division, Fall και Smiths.



Την επόμενη φορά που οι Pistols βρέθηκαν στο Μάντσεστερ (20 Ιουλίου), οι Buzzcocks έκαναν το ντεμπούτο τους ως support act. Καθώς περνούσαν οι μήνες, νέες μπάντες έρχονταν να προστεθούν στη σκηνή, από τους Siouxsie & The Banshees, X Ray Spex και The Slits έως τους Subway Sect, Eater, The Subversives, Sham 69 και τους Generation X του Billy Idol. Έτσι, στο punk φεστιβάλ που διοργανώθηκε στο 100 Club του Λονδίνου, το διήμερο 20/21 Σεπτεμβρίου, που το line up περιλάμβανε τα τρία μεγάλα λονδρέζικα σχήματα (Sex Pistols, Clash, Damned) συν τους Buzzcocks. Siouxsie & The Banshees και Subway Sect και έκαναν το ντεμπούτο τους την πρώτη μέρα του φεστιβάλ, ο Sid Vicious που βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό έκανε πάλι άλλου είδους ντεμπούτο, όταν πέταξε ένα γυάλινο ποτήρι στους Damned, το οποίο αστόχησε και τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι μια κοπέλα. Όπως ήταν αναμενόμενο, συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη.

Τον Οκτώβριο οι Damned έγιναν το πρώτο βρετανικό punk rock συγκρότημα που κυκλοφόρησε δισκογραφική δουλειά με το single, “New Rose” στην Stiff (εταιρεία η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο του βρετανικού new wave). Οι Vibrators ακολούθησαν με το “We Vibrate” και το “Pogo Dancing” (συνοδεύοντας τον rock γερόλυκο Chris Spedding). Ο τίτλος του τελευταίου κατέληξε να περιγράφει το ακραία επιθετικό στυλ με το οποίο χορευόταν το punk, ένα συνονθύλευμα από χοροπηδητά, σπρωξιές, μπουνιές, διανθισμένα κατά καιρούς με φτυσίματα, ρίψεις αντικειμένων και ό,τι άλλο κοινωνικά ανάρμοστο μπορούσε να εφεύρει η φαντασία του φιλοθεάμονος κοινού.



Τέλη Νοεμβρίου κυκλοφόρησε με τα πολλά και το “Anarchy in the UK”, το πρώτο single των Sex Pistols με την γραφιστική δουλειά του Jamie Reid να βοηθά στην εγκαθίδρυση μιας διακριτής punk οπτικής αισθητικής. Ήταν φανερό ότι η μπάντα επιζητούσε τον θόρυβο και αν το single από μόνο του δε θεωρήθηκε αρκετά σκανδαλώδες, το περιστατικό που συνέβη στην πρωινή εκπομπή Thames Today του Bill Grundy, την 1η Δεκεμβρίου, σίγουρα ήταν. Έφτανε μια λογομαχία με τον παρουσιαστή για να ξεσπάσει ο Steve Jones και να τον αποκαλέσει dirty fucker ζωντανά στον αέρα. Ο θόρυβος που προκλήθηκε είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί ιδιοκτήτες αιθουσών συναυλιών ν’ ακυρώσουν τα live των Sex Pistols (ξεκινούσαν το Anarchy Tour μαζί με Clash, Damned, Heartbreakers), από την άλλη πλευρά, όμως, ακόμη και η κακή δημοσιότητα μπορεί να λειτουργήσει σε όφελος του πρωταγωνιστή.

Η τηλεοπτική εμφάνιση των Sex Pistols στην εκπομπή του Bill Grundy σηματοδότησε τη μετατροπή του punk σε μαζικό media φαινόμενο, ακόμη κι αν ορισμένα δισκοπωλεία αρνούνταν να τοποθετήσουν punk δίσκους στα ράφια τους και το airplay στο ραδιόφωνο παρέμενε αραιό. Η κάλυψη από τον Τύπο ήταν αδύνατο να μην επιτευχθεί πάντως. Στις 3 Ιανουαρίου οι Sex Pistols φρόντισαν να προκαλέσουν επεισόδιο σε μια πτήση προς το Άμστερνταμ φτύνοντας και κάνοντας εμετό. Το περιστατικό τράβηξε την προσοχή της εφημερίδας Evening News που τους αφιέρωσε την πρώτη σελίδα του φύλλου της επόμενης μέρας.



Το 1977 κύλησε θριαμβευτικά για τους Pistols. Από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο κυκλοφόρησαν τρία single (“God Save the Queen”, “Pretty Vacant”, “Holidays in the Sun”). Τον τελευταίο μήνα ακολούθησε και το μοναδικό άλμπουμ τους, Never Mind the Bollocks, Heres the Sex Pistols. Ενώ ήδη ο Sid Vicious είχε προσχωρήσει στο γκρουπ ως μπασίστας, η εταιρεία τους ετοίμαζε περιοδεία στην Αμερική. Στο μεταξύ, μέσα στη χρονιά, το ένα μετά το άλλο τα punk σχήματα άρχισαν να παρουσιάζουν δουλειές. Τον Φεβρουάριο κυκλοφόρησε το Damned Damned Damned από το ομώνυμο γκρουπ και ακολούθησαν το EP Spiral Scratch από τους Buzzcocks, το ομότιτλο πρώτο άλμπουμ των Clash, το Pink Flag των Wire, κυκλοφορίες από Stiff Little Fingers, Skids, Crass, Angelic Upstarts.
 

Οι Βρετανοί ξανάρχονται

Με το Never Mind the Bollocks να έχει μόλις κυκλοφορήσει, η Warner θεώρησε ότι οι Sex Pistols θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μια εξαιρετικά προσοδοφόρα πρόταση και στο Νέο Κόσμο. Βάλθηκε λοιπόν να διοργανώσει μια περιοδεία με 12 σταθμούς, αρκετά μεγάλη για να γίνουν γνωστοί στη χώρα και θεωρητικά αρκετά μικρή ώστε τυχόν προβλήματα να μείνουν υπό έλεγχο.

Ο McLaren ενθουσιάστηκε με την ιδέα, καθώς πίστευε ότι μια τέτοια περιοδεία θα ανανέωνε το ενδιαφέρον στην μπάντα. Τα πράγματα δεν ήταν όμως απλά. Όλα τα μέλη των Sex Pistols είχαν βεβαρημένα ποινικά μητρώα ως ανήλικοι (με παραβάσεις, όπως κλοπές αυτοκινήτων), με τον Sid Vicious να ξεπερνά τους υπόλοιπους καθώς είχε στο ενεργητικό του κατηγορία για απρόκλητη επίθεση σε δύο αστυνομικούς και παράνομη κατοχή πτυσσόμενου στιλέτου. Ο Bob Regehr, κορυφαίο στέλεχος της Warner, ανέθεσε στον Ted Jaffe, τον καλύτερο δικηγόρο σε μεταναστευτικές υποθέσεις, την αποστολή εξασφάλισης βίζας για τα τέσσερα άτακτα αγόρια.

Το επιχείρημα που επέλεξε ο Jaffe ήταν ότι στην υποτιθέμενη χώρα της ελευθερίας δεν είναι δυνατό ν’ απαγορεύεται η είσοδος σ’ ένα συγκρότημα πάνω στο οποίο η Warner είχε επενδύσει 700.000 δολάρια. Έτσι κι έγινε, με την διαφορά ότι η αμερικάνικη Υπηρεσία Μετανάστευσης ζήτησε από την δισκογραφική να καταθέσει ασφάλεια ύψους 1 εκατομμυρίου δολαρίων για τυχόν ζημίες που θα προκαλούνταν. Μέχρι να εξασφαλιστούν οι βίζες, το μέρος της περιοδείας που αφορούσε στις πόλεις του Βορρά ματαιώθηκε, προς μεγάλη χαρά του McLaren, ο οποίος πίστευε ότι το λιγότερο σοφιστικέ κοινό του Νότου θα εξασφάλιζε μπόλικα «σκηνικά ροντέο» ώστε να προκληθεί η απαραίτητη προβολή στον Τύπο.

















Η μπάντα κατέφθασε στη Νέα Υόρκη στις 3 Ιανουαρίου του 1978 μέσα σε τρελό ενθουσιασμό. Ο Τύπος περίμενε για δηλώσεις, αλλά τα μέλη του γκρουπ προσπέρασαν. Μπήκαν στο mini bus που τους είχε ναυλώσει η δισκογραφική και έφυγαν αμέσως για τον πρώτο προορισμό της περιοδείας, την Ατλάντα. Η Warner δεν είχε σκοπό να πετάξει στο καλάθι των σκουπιδιών 1 εκατ. δολάρια. Είχε προσλάβει λοιπόν κάποιον Noel Monk ως υπεύθυνο για το babysitting των Pistols.

Αυτός με τη σειρά του, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, έφερε μαζί του μια ομάδα από βετεράνους του Βιετνάμ, ανάμεσά τους τον Dwayne Warner, ένα ψηλό και εύσωμο biker. Ειδικά για τον Sid είχε δοθεί αυστηρότατη ντιρεκτίβα να τον προσέχουν σαν γεράκια, μη τυχόν τους ξεγλιστρήσει για να σκοράρει την αγαπημένη του ηρωίνη. Φτάνοντας στην Ατλάντα η μπάντα τσέκαρε το Greatest Southeast Music Hall, όπου θα έπαιζε την επόμενη βραδιά. Φορώντας τις δημιουργίες της Vivienne Westwood, έμοιαζαν με εξωγήινους που μόλις προσγειώθηκαν στον πλανήτη Γη. Όταν τους πήγαν σ’ ένα εστιατόριο, άρχισαν τα προβλήματα.



Ο Vicious ξεκίνησε στην τουαλέτα ένα καυγά με τον Warner και ο τελευταίος αντέδρασε χτυπώντας το κεφάλι του Vicious πάνω από δέκα φορές στο νιπτήρα. Αυτό ήταν, φαίνεται, αρκετό για να κερδίσει τον σεβασμό του Sid και να δημιουργηθεί ένας στοιχειώδης δεσμός ανάμεσά τους. Στο μεταξύ, Jones και Cook έδιναν τη δική τους παράσταση, γεμίζοντας με φαγητό τα παπούτσια κάποιου από τους συνοδούς και ενοχλώντας τις σερβιτόρες. Με τα πολλά, η συναυλία έγινε, ο ήχος ήταν απαίσιος, η μπάντα έπαιζε άθλια και ο Rotten δεν είχε καμία συστολή να το φωνάξει δημόσια «Δεν είμαστε ό,τι χειρότερο έχετε δει;».

Το τι συνέβη μετά τη συναυλία δεν είναι απόλυτα βέβαιο. Άλλοι λένε ότι Rotten και Vicious πήραν γραμμή όλα τα κακόφημα μπαρ της πόλης (και αυτά με τις τραβεστί), άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Sid εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα μόνος του για να βρει ναρκωτικά. Το βέβαιο είναι ότι από την πρώτη μέρα ο έλεγχος είχε χαθεί.

Όταν έφτασαν στο Σαν Αντόνιο του Τέξας για να παίξουν στο Randy’s Rodeo, οι Pistols κατάλαβαν ότι αυτό ήταν το μέρος που είχαν φανταστεί ως αντιπροσωπευτικό του αμερικανικού Νότου. Ένας χώρος που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από western ταινίες (ή ταραντινικά σενάρια, για τους νεώτερους) με νεαρούς cowboys, αγροτόπαιδα, Μεξικάνους εργάτες και έντονη μυρωδιά μπίρας και τεκίλας. Από την αρχή της συναυλίας ο κόσμος είχε πάρει φωτιά. Οι Pistols ακολούθησαν το ρεύμα δυναμικά μέχρις ότου ο Jones, βλέποντας τους λευκούς να συμπλέκονται με τους ισπανόφωνους, ξεστόμισε το «Εσείς οι cowboys είστε πραγματικά αδερφές». Αυτό που συνέβη ήταν ένας κατακλυσμός από hot dogs, μπουκάλια και άλλα αντικείμενα να προσγειωθεί στη σκηνή. Ο τοπικός σερίφης δέχτηκε ένα από τα μπουκάλια και τράβηξε το περίστροφό του (ευτυχώς δεν πάτησε τη σκανδάλη), ο Sid ανέμιζε το μπάσο του και χτύπησε κάποιον που, όπως ισχυρίστηκε, απείλησε να του επιτεθεί. Όταν επιχείρησε να επαναλάβει άλλο ένα χτύπημα, αστόχησε και τραυμάτισε ένα στέλεχος της Warner. Την ίδια στιγμή ένα κουτί μπίρα τον βρήκε και του άνοιξε τη μύτη. Όσο η περιοδεία κυλούσε (Rotten και Vicious ταξίδευαν με το mini bus υπό προστασία, Cook και Jones μαζί και ο McLaren με το αεροπλάνο) γινόταν φανερό ότι στον αμερικανικό Νότο η οργή, ο σαρκασμός και η ευστροφία του Rotten δεν βοηθούσαν στο να ταυτιστεί με τους ντόπιους που αισθάνονταν πιο οικεία με τα ανεγκέφαλα ξεσπάσματα του Sid.



Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάποιο σταθμό φορτηγατζήδων στη μέση του πουθενά, ένας cowboy πλησίασε τον Vicious και άρχισε να του λέει «νομίζεις ότι είσαι σκληρός; Μπορείς να το κάνεις αυτό;» και άρχισε να σβήνει στη παλάμη του χεριού του ένα τσιγάρο. Ο Sid Vicious ατάραχος, έβγαλε από την τσέπη το σουγιά, έκοψε την παλάμη του και συνέχισε να τρώει τ' αυγά του σαν να μην συνέβαινε τίποτα, ενώ το αίμα έσταζε μέσα στο πιάτο σαν απόκοσμη σος.

Το τελευταίο live δόθηκε στο Winterland του Σαν Φρανσίσκο μπροστά σε 5.000 κόσμο (το μεγαλύτερο κοινό της περιοδείας), με τον Rotten στα όρια της υπομονής του να φωνάζει μετά το τελευταίο κομμάτι (μια διασκευή του “No Fun” των Stooges) «Έχετε αισθανθεί ποτέ εξαπατημένοι;» και τον Vicious στα όρια της λιποθυμίας υπό την επήρεια αδυσώπητης χρήσης ναρκωτικών. Αυτό που είχε κάνει τον Rotten έξαλλο ήταν πρώτον ότι όταν έφτασαν αυτός και ο VIcious στο ξενοδοχείο Mi Yako Inn, τα υπόλοιπα μέλη και ο McLaren απολάμβαναν τα πολυτελή δωμάτιά τους, αλλά γι’ αυτούς θέση δεν εξασφαλίστηκε και δεύτερο και κυριότερο ότι είχε ληφθεί η απόφαση για μια συνεργασία με τον Ronnie Biggs στη Βραζιλία, χωρίς ο ίδιος να έχει καν ερωτηθεί.

Το γυαλί είχε σπάσει οριστικά. Μετά την συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο (ανάμεσα στο κοινό ήταν και οι Britt Eckland, Zsa Zsa Gabor), o Sid Vicious έτρεξε να προμηθευτεί το αγαπημένο του δηλητήριο καταναλώνοντας σχεδόν θανατηφόρα υπερβολική δόση. Προτού συμβεί αυτό είχε φροντίσει να επιτεθεί στον Rotten λέγοντάς του ότι συμπεριφέρεται εγωιστικά. Το ίδιο αρνητικοί ήταν και οι Cook, Jones, που επέμεναν ότι θα ακολουθούσαν τον McLaren στην Βραζιλία με ή χωρίς την συμμετοχή του, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε όμως. Οι Sex Pistols αποτελούσαν παρελθόν. Ένα χρόνο αργότερα θα γράφονταν οι τίτλοι τέλους και για τον Sid, ο οποίος βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ηρωίνης σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης. Ήταν έξω με εγγύηση, περιμένοντας να δικαστεί για τον φόνο της φίλης του, Nancy Spungen.

Οι Clash πάλι ξεκίνησαν την βορειοαμερικανική περιοδεία τους αρκετά αργότερα. Στις 31 Ιανουαρίου του 1979, με πρώτο σταθμό το Βανκούβερ στον Καναδά. Έχοντας χτίσει την φήμη του punk rock συγκροτήματος που «αξίζει πραγματικά» και με μια ροπή προς τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό, είχαν ήδη δύο άλμπουμ στο ενεργητικό τους (μετά το The Clash ακολούθησε το Give em Enough Rope), αμφότερα στην CBS που εξασφάλισε στις αρχές του 1977 την υπογραφή τους με αντίτιμο 100.000 λίρες.





Το
fanzine Sniffin Glue έγραψε ότι το punk πέθανε την ημέρα που οι Clash υπέγραψαν στην CBS και οι ίδιοι έμελλε να μετανιώσουν την επιλογή τους, ωστόσο αυτό δεν τους εμπόδισε από το να γιγαντώνονται μέρα με τη μέρα. Οι Αμερικάνοι τους υποδέχτηκαν καλά. Δεν αντέδρασαν καν στο γεγονός ότι οι συναυλίες άνοιγαν με το “I’m so Bored With the USA” και οι Clash ανταπέδωσαν αργότερα απαλείφοντας το “With the USA” από τον τίτλο. Όταν επέστρεψαν το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς για την The Clash Take The Fifth Tour, οι συναυλίες άνοιγαν με το “Clash City Rockers” και το “I’m So Bored” να συμπεριλαμβάνεται σπάνια στην λίστα. Απέμεναν ελάχιστοι μήνες μέχρι την ολοκλήρωση του ιστορικού “London Calling”.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Η μουσική βίβλος των '70s», που κυκλοφόρησε το 2015.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured