Υπάρχουν άλμπουμ με τα οποία ασχολείσαι λόγω μιας επετείου και άλλα για τα οποία περιμένεις την τελευταία ως αφορμή για να γράψεις τις σκέψεις σου. Ώρες-ώρες εκπλήσσομαι -τι άσχημο μπορεί να σου συμβαίνει για να ακούς σε ηλικία 14 ετών τη σοφιστικέ ποπ των Pet Shop Boys και το Listen Without Prejudice του George Michael, παράλληλα με ποπ ή dance hits της εποχής, πολλή ελληνική μουσική, την τότε ανεξάρτητη rock σκηνή και όχι μόνο; Προφανώς και πολλά από τα στεγανά που μεταχρονολογημένα εξαϋλώνονται και θεωρούνται πολυσυλλεκτικές κατακτήσεις μιας εποχής που είναι όλα στο πιάτο, τότε υπήρχαν με τα όριά τους ως ανάγκη ανήκειν και διαφορετικότητας, με πιο δύσκολες παραμέτρους στην αναζήτηση. Προτού ο χρόνος και οι συνθήκες τα βάλουν όλα στο πλυντήριο. Αλλά ήταν μόνο η βάση. Η ανάγκη μας να συνδεόμαστε με διαφορετικά πράγματα νιώθω ότι πάντα υπήρχε και εκείνη η δεκαετία που ξεκινούσε θα μας έκανε σίγουρα πιο ελεύθερους. Ανάγκη εξομολογηθείσα ή μη. Και στα μη, βάζουμε και τα πάσης φύσεως δήθεν guilty pleasures.

 

Το Behaviour των Pet Shop Boys κλείνει σήμερα 30 έτη και είναι από τις περιπτώσεις των άλμπουμ που επισκέπτεσαι ξανά και ξανά σε διαφορετικές περιόδους στη ζωή σου και εισπράττεις διαφορετικά πράγματα. Από την αρχή του, άλλωστε, από το εμβληματικό "Being Boring", δηλώνει ξεκάθαρα ότι παρακολουθεί τη ζωή: τη μετάβαση από την εφηβεία στην ενηλικίωση, μέχρι τον θάνατο, αλλά αυτόν γύρω μας που χτυπάει το καμπανάκι «δεν είσαι αθάνατος» και περνάει σαν οδοστρωτήρας από πάνω μας. Είναι ένας εμβληματικός δίσκος που δίνει αξία στην πολλές φορές άχρηστη ή παραπλανητική σύμβαση, αλλά και τη σημειολογία του διαχωρισμού των δεκαετιών. Ένας δίσκος που μπορείς να τον αντιλαμβάνεσαι αλλιώς, έστω και αποστασιοποιημένος από το κουτί των γεγονότων που συνιστούσαν τότε τη νέα πραγματικότητα και τα άγχη μας. 
 

Πτώση Τείχους του Βερολίνου και AIDS διαμόρφωναν ένα διαφορετικό κόσμο

Ναι, υπάρχουν μουσικά έργα που δεν διεκδίκησαν ποτέ το ειδικό βάρος που τους αναλογεί, αλλά καταφέρνουν να διαστέλλουν τον χρόνο. Μου φαίνεται τόσο μακρινή και δυσπρόσιτη, έως και αποκρουστική αυτή η εποχή, αλλά μου φαίνονται τόσο κοντινοί οι ήχοι της. Σαν μαύρες τρύπες. Και μιλάμε για ένα ποπ άλμπουμ, με ό,τι σημαίνει αυτό, για την (εύκολη) αποδόμηση των ανωτέρω.

Όταν κυκλοφόρησε το Behaviour, είχαν περάσει λίγοι μόνο μήνες από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Αυτό ήταν κάτι που αποτυπώθηκε στη δισκογραφία του '90, με λιγότερο ή περισσότερο έμμεσους τρόπους, αλλά εκείνο που έμοιαζε τρομακτικό ήταν η επέλαση του AIDS.


Photo credit: https://thepacepress.org/aids-epidemic-1990/  

Φτάνοντας στο 1990, εκατομμύρια ανθρώπων ήταν φορείς του ιού (περίπου 8-10 εκατομμύρια ανθρώπων εκτιμάτο ότι ζούσαν με HIV παγκοσμίως), οι επίσημες καταγραφές είχαν τριπλασιαστεί στις Η.Π.Α. σε σχέση με ένα έτος πριν (307.000 από περίπου 100.000), ενώ οι εκτιμήσεις μιλούσαν και για 700.000 ανθρώπους που δεν είχαν καταγραφεί. Η gay κοινότητα είχε καταληφθεί σε ένα σημαντικό μέρος της από φόβο, θλίψη, οργή. Βρισκόμαστε ένα χρόνο πριν τη γνωστή ανακοίνωση του Freddie Mercury και τον θάνατό του μία μέρα μετά. Στο τέλος της χρονιάς, το AIDS ήταν στην Αμερική η νο.2 αιτία θανάτου σε άνδρες μεταξύ 25 και 44 ετών.

Για τους ίδιους τους Pet Shop Boys όλα αυτά δεν ήταν απλά μια θεωρία. Ήταν η καθημερινότητα γύρω τους. Και μέσα στη χρονιά έχασαν έναν πολύ καλό τους φίλο από αυτό, τον Chris Dowell.  Αυτό το γλυκόπικρο mood του άλμπουμ και η αίσθηση της έκφρασης της ανασφάλειας, μαζί με την αναζήτηση της ζεστασιάς και του ουσιώδους, συνοψίζεται όχι μόνο στο μουσικό μέρος, αλλά στα πολλά μέρη της βεντάλιας του "Being Boring" που ανοίγει το άλμπουμ και αποτελεί όχι μόνο το κομμάτι που δίνει ένα μεγάλο μέρος του βάρους στο Behaviour, αλλά και ένα από τα καλύτερα ποπ τραγούδια όλων των εποχών

"All the people I was kissing / some are here and some are missing" τραγουδάει/ψιθυρίζει ο Tennant και μας βάζει απότομα στον δικό του κόσμο, σ' αυτό που συμβαίνει. Με μια φράση. Τόσο απλά, μαζεμένα και περιεκτικά. 

 

«Ποτέ της δεν βαριόταν γιατί ποτέ της δεν ήταν βαρετή»

Είναι από τους στίχους που αν δεν πέρασαν ξώφαλτσα είναι αδύνατον να μη σε έχουν σημαδέψει. Στίχος ευλογία και δυστυχία, μαζί. Δεν έχω καταλήξει ακόμα τι από όλα αυτά έχει υπερισχύσει σε προσωπικό επίπεδο. Δεν ξέρω αν προσπάθησα να το ακολουθήσω με έναν τρόπο και να μη βαρεθώ ποτέ, γεμίζοντας τη μέρα μου. Και αν τελικά αυτό το ότι δεν ήταν cool να βαριέσαι, ξεκίνησε ως χαρά της ζωής, ως μια πορεία προς τα μπρος, στην οποία δεν διανοείσαι ότι υπάρχει τέλος ("And we were never holding back / or worried that / time would come to an end”) και εξελίχθηκε σε άγχος εφηβικό και μετεφηβικό, ειδικά τότε που ο χώρος και χρόνος για τον εαυτό σου είχαν διαφορετικές διαστάσεις, πιο ξεχειλωμένες. Αλλά σίγουρα, το αποτύπωμά του ήταν και είναι σημαντικό. Δεν είναι στείρα νοσταλγία, αλλά ένα ταξίδι που φτάνει στο σημείο της κρίσης. Ο κόσμος γύρω σου αλλάζει δραματικά, κι εσύ πρέπει να αποφασίσεις με ποια ταχύτητα θα κινηθείς (το έπαθε πρόσφατα και ο Jarvis Cocker). Το πιάνεις από την αρχή, λοιπόν και το φτάνεις μέχρι εκεί που ξέρεις, στα κομβικά σημεία που την άγρια και αθάνατη φύση σου διαδέχεται η πραγματική απώλεια και αναζήτηση.


Οι ίδιοι, πάντως, βρήκαν την αφορμή για να γράψουν το "Being Boring" από μια φράση ενός γιαπωνέζου δημοσιογράφου μετά από ένα live τους στο Τόκιο, πίσω στον Ιούλιο του 1989: «Οι Pet Shop Boys κατηγορούνται συχνά ότι είναι βαρετοί». Οι λέξεις “being boring” πήγαν τον Neil στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν είχε λάβει μία πρόσκληση για το Great Urban Dionysia Party που γινόταν στο Νιούκαστλ της Αγγλίας, την πόλη που μεγάλωσε. Η πρόσκληση αυτή περιείχε μια παραλλαγή της φράσης που είχε πει η Zelda Fitzgerald (αμερικανίδα συγγραφέας, ζωγράφος και σύζυγος του Scott Fitzgerald) το 1922 για μία φίλη της, μία (επίσης) flapper της εποχής, η οποία είχε πεθάνει: “She was never bored because she was never boring”. 
 

Και κάπου εκεί έγινε η σύνδεση με την απώλεια

Η ανάμνηση της πρόσκλησης έφερε στο μυαλό του Neil Tennant την απώλεια από AIDS του πολύ στενού του φίλου, μόλις τέσσερις μήνες πριν, σε ηλικία 34 ετών. Ήταν εκείνος που είχε οργανώσει εκείνο το πάρτι πίσω στα '70s. Κι έτσι ξεκίνησε μια αυτοβιογραφική ματιά στο παρελθόν. Η δεύτερη στροφή (“I’d bolted through a closing door / I would never find myself feeling bored”) μιλάει για εκείνον που φεύγει από το Νιουκάστλ με το τρένο για σπουδές στο Λονδίνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. «Υπέθετα ότι ποτέ δεν επρόκειτο να γυρίσω πίσω», έχει πει σε συνέντευξή του, εξηγώντας το στίχο και τη διάθεση της εποχής. Την τελευταία, δε, στροφή την έγραψαν τον Μάιο του 1990, όταν άρχισαν να ηχογραφούν το άλμπουμ. «Τις ημέρες που βρισκόμασταν στο στούντιο Red Deer, στο Μόναχο της Γερμανίας, έγραψα και την τελευταία στροφή σε μία γραφομηχανή. Μιλούσε για τα ταξίδια των Pet Shop Boys σε όλο τον κόσμο μέσα στα '80s, για τις ηχογραφήσεις που κάναμε στο Μόναχο και πόσο θα ήθελα ο φίλος μου που είχε πεθάνει να ήταν εκεί, μαζί μου», έχει δηλώσει ο Neil (“I never dreamt that I would get to be / the creature that I always meant to be / But I thought in spite of dreams / you’d be sitting somewhere here with me").


Axl Rose: «Φίλε, γιατί δεν παίξατε το Being Boring;»

Στο σύνολο της ποπ μουσικής, δεν ξέρω πόσα τραγούδια, περιεκτικά, μεστά, μπορεί να ακούσει κανείς που σκάνε σαν φούσκες, παράγοντας δεκάδες σκέψεις, σε ένα τόσο μεγάλο εύρος ανθρώπων. Κι ας μην έγινε ποτέ επιτυχία στα charts, ο αντίκτυπος αυτού του κομματιού σε πολλούς ανθρώπους είναι πολύ μεγάλος. «Στην περιοδεία που κάναμε το 1991, όταν παίζαμε στο Λος Άντζελες, ο μάνατζέρ μας είπε ότι ο Axl Rose ήταν έξω από το καμαρίνι μας. Όταν μπήκε μέσα ο τραγουδιστής των Guns 'N Roses, μας είπε: “Φίλε, γιατί δεν παίξατε το Being Boring;”. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ soft τραγούδι για να παιχτεί ζωντανά σε αμερικάνικη συναυλία. Προφανώς κάναμε λάθος», είχε παραδεχτεί ο Tennant και κάποια στιγμή έδωσε μια πιο ολοκληρωμένη εξήγηση: «τα φωνητικά μου στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι πολύ χαμηλά. Ήθελα να ακούγονται σαν κάποιος να ψιθυρίζει στο αυτί σου. Είναι δύσκολο να τραγουδάς έτσι. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν το συμπεριλάβαμε στη setlist του 1991 -αν και τελικά μπήκε στο encore, από κάποια στιγμή και μετά, καθώς πάρα πολλοί παραπονέθηκαν». 


Όταν οι Pet Shop Boys χρησιμοποίησαν το τρικ των Stock, Aitken και Waterman

Για το "Being Boring" οι ίδιοι έχουν παραδεχτεί ότι χρησιμοποίησαν μια παραλλαγή μίας συγχορδίας που τους άρεσε, την οποία συχνά χρησιμοποιούσαν και οι Stock, Aitken και Waterman, οι συνθέτες των μεγάλων ποπ επιτυχιών της εποχής (Kylie Minogue, Jason Donovan, Rick Astley κ.α.). Αλλά δεν μπήκαν σε καμία sample διαδικασία -κράτησαν τα old school synths τους ως βάση. «Θέλαμε το τραγούδι μας να είναι μελαγχολικό παρά εορταστικό, αλλά δεν θέλαμε να είναι και κηδεία. Η μελαγχολική μουσική είναι πιο επιδραστική όταν σε αναζωογονεί, όταν δημιουργεί ένα συναίσθημα λύπης και χαράς», έχει πει ο Neil Tennant για το εναρκτήριο κομμάτι. Η έκδοση που ανοίγει το Behaviour, μάλιστα, διαφέρει από την αρχική, μιας και ξεκίνησε ως αυτή που θα συμπεριλαμβανόταν στο 12ιντσο maxi single. Οι Pet Shop Boys συνεργάστηκαν με τον Julian Mendelsohn για το 12ιντσο mix, γιατί το κομμάτι δεν ακουγόταν αρκετά vibey, «κάτι που κάνουμε συχνά, ελπίζοντας ότι η δωδεκάιντση μίξη θα μας δώσει ιδέες και για την έκδοση του δίσκου -αυτό κάναμε και σ' αυτή την περίπτωση», όπως είπαν κάποια στιγμή, συμπληρώνοντας: «Μπορείς επίσης να διακρίνεις και την επιρροή του rave. Υπάρχει το sample του "Funky Drummer" στο "Being Boring", αλλά βέβαια έχει ξαναπαιχτεί από εμάς».


Κι όμως, υπήρχε και το soul-ίζον ηχητικό αδερφάκι του "Being Boring" που αγαπήσαμε επίσης πολύ

Το "My October Symphony", που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, ήταν η αισθητική συνέχεια του "Being Boring". Εδώ συμμετέχει ο Johnny Marr, αν και διακρίνουμε το πνεύμα του "What's Going On" του Marvin Gaye, κάτι που παραδέχτηκαν κάποτε και σε συνέντευξή τους. Το κομμάτι το εμπνεύστηκε ο Tennant από ένα βιβλίο του Ian MacDonald για τον Σοστάκοβιτς. Είχε τότε εντυπωσιαστεί με την ιδέα ότι όλοι οι καλλιτέχνες στη Σοβιετική Ένωση συνήθιζαν να παράγουν επίσημα έργα τέχνης για τον εορτασμό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ως εκ τούτου, όλοι οι συνθέτες είχαν γράψει μια "October Symphony", γιορτάζοντας τα μεγάλα επιτεύγματα της Επανάστασης.

«Αλλά όταν κατέρρευσε το όλο πράγμα, και αυτές οι αξίες θεωρήθηκαν άχρηστες, οι άνθρωποι έμειναν με αυτά τα έργα τέχνης που δεν είχαν αξία», είπε σε συνέντευξή του o Neil Tennant, φωτίζοντας το νόημα του στίχου "So, shall I rewrite or revise my October Symphony - change the dedication from revolution to revelation?". Ο ίδιος αναρωτιέται, αν αλλάζοντας δύο γράμματα, θα μπορούσες να ισχυριστείς ότι δεν πίστευες ποτέ στην επανάσταση ούτως ή άλλως.


Η προσπάθειά τους να γράψουν το μουσικό θέμα για ταινία του James Bond

Το ονειρικό “This Must Be the Place I Waited Years to Leave” είναι βγαλμένο από την αισθητική του Look Sharp των Roxette, μόνο που εδώ έχουμε τον Johnny Marr αυτοπροσώπως να παίζει κιθάρα και όχι τον Per Gessle, αλλά και τον Angelo Badalamenti να βάζει τη δική του στάμπα στο ορχηστρικό κομμάτι. Δεν σου κάνει εντύπωση η πληροφορία ότι αυτή ήταν η δική τους προσπάθεια να γράψουν ένα μουσικό θέμα για ταινία του James Bond.

Πράγματι, οι Pet Shop Boys ήταν στους υποψήφιους για ένα κομμάτι για το The Living Daylights, αλλά προτιμήθηκαν τότε οι A-ha. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η ματιά στα σχολικά χρόνια του Tennant, εκεί στο Καθολικό Σχολείο που μισούσε -κι εκείνο, με τη σειρά του, τον αποκήρυξε όταν κυκλοφόρησε το "It's a Sin". «Οι στίχοι είναι για ένα όνειρο που είχα συχνά, ότι ήμουν πάλι πίσω στο σχολείο και έδινα εξετάσεις», εξήγησε κάποια στιγμή ο Neil Tennant, συμπληρώνοντας: «Και σκεφτόμουν, "πώς είναι δυνατόν να επέστρεψα πάλι στο σχολείο;". Αφού έγραψα, λοιπόν, τους στίχους, δεν ξαναείδα ποτέ το ίδιο όνειρο».


Από τον Bobby Brown στους Depeche Mode

Στο "How Can You Expect To Be Taken Seriously?" κάνουν μια καλή προσπάθεια να μπουν στα χωράφια του new jack swing (ή swingbeat) που βασίλευε τότε. Αν η λέξη είναι για τους περισσότερους τώρα άγνωστη, εκείνη την εποχή η αισθητική και ο ρυθμός του είχαν κατακλύσει τα αμερικάνικα charts. Είναι η εποχή που ο Teddy Riley έχει ξεκινήσει να παράγει το ένα single μετά το άλλο σε αυτό τον ρυθμό και ο Bobby Brown έμοιαζε να είναι ο πιο εμπορικός εκπρόσωπός του. Αν ακούσετε ξανά το "Every Little Step" του τελευταίου και το συγκεκριμένο των Pet Shop Boys, θα πάρετε μια γεύση του πώς το αντιλαμβανόταν αυτό η Αμερική και η Μεγάλη Βρετανία, αντίστοιχα. Τότε απλά λέγαμε ότι ακούγονται ως... Bobby Brown.

To "The End Of The World" ήταν ο δικός τους φόρος τιμής στο "Enjoy The Silence" των Depeche Mode (όπως και σε όλο το άλμπουμ είναι φανερή η επίδραση του Violator που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά) και το "So Hard" μία ακόμα προσπάθεια να έρθουν κοντά στην αισθητική και τον disco ήχο του Giorgio Moroder, βοηθούντος και του παραγωγού.

To δε "Jealousy" είναι το πρώτο κομμάτι που έγραψαν, πίσω στο 1982. Κι όμως έφτασαν μέχρι αυτό το άλμπουμ, με πολλές αναβολές για να το κυκλοφορήσουν. Βέβαια, η καλύτερη έκδοσή του βρίσκεται στην έκδοχη που υπήρχε στο maxi single τότε, στην οποία χρησιμοποίησαν ορχήστρα.


Ένας τέλος εποχής, ομαδικό και ατομικό

Την εποχή που πλήθαιναν οι φωνές που έλεγαν ότι η synth-pop είχε πλέον πεθάνει, η κουλτούρα του rave έμοιαζε κυρίαρχη και δεν θα ήταν εξωφρενική και μια δική τους προσαρμογή σε αυτό που συνέβαινε στη dance σκηνή, εκείνοι επέλεξαν να επενδύσουν σε αυτά που γνώριζαν, με γενναιόδωρες ποπ μελωδίες και πάντα σ' αυτό που είχαν στο μυαλό τους ως πιο διαχρονικό. Αποφάσισαν να κάνουν έναν γήινο ποπ δίσκο που κυκλοφόρησε στη σωστή εποχή του χρόνου (φθινόπωρο). Με πιο downtempo στιγμές και κυρίως με αναλογική μαγιά, κρατώντας τις επιφυλάξεις τους για το digital και ζητώντας τη βοήθεια του Harold 'Axel F' Faltemeyer, που ήταν κάποτε το δεξί χέρι του Giorgio Moroder. Αυτό ένιωθαν ότι θα κολλούσε με το mood ανασφάλειας, θλίψης για την απώλεια, νοσταλγίας, αλλά και το παραθυράκι ελπίδας του που δεν περιορίστηκε σε κάποιες «αλκυονίδες» μελωδίες και την πιο εύπεπτη πλευρά τους. Ένα τέλος εποχής που ζει κάθε γενιά κάποια στιγμή. Αλλά και κάθε άνθρωπος, ατομικά, με τον δικό του τρόπο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πουλήσουν εύκολη, κενή νοσταλγία και δεν το έκαναν. Έφτιαξαν τον πιο σοφιστικέ και μεστό ποπ δίσκο τους, με ένα μελαγχολικό πυρήνα που αναδύει ένα παράξενο αίσθημα ευφορίας, από αυτούς που κατανάλωνε εύκολα το κοινό της μουσικής βιομηχανίας σε ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό εύρος του. Το ότι κρατούσε και αγαπούσε τον δίσκο αυτό ένας 14χρονος και ένας 40χρονος της εποχής, μάλιστα, δεν είναι τυχαίο, άσχετα αν έχει εξηγήσεις που βασίζονται και στη δομή και ισχύ της τότε μουσικής βιομηχανίας. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured