* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση άρθρου που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Sonik

 

 

Ηθική ονομάζεται το σύνολο των άγραφων κανόνων συμπεριφορικής και νοοτροπίας που ακολουθεί ένας άνθρωπος (ή μια ομάδα ανθρώπων), βασιζόμενος σε λόγους και σε φρονήματα του αμέσως προηγούμενου της κάθε κίνησής του δευτερολέπτου. Η ηθική δεν είναι κάτι που στέκει δίχως κλυδωνισμούς, περιμένοντας να ενσαρκωθεί κάθε φορά από τον όποιο τιμητή της: μεταλλάσσεται ανάλογα με τα κελεύσματα της εποχής, ακόμα κι αν αυτά μπορούν να λογιστούν ανά μεγάλες περιόδους ως οπορτουνιστικά.

 

 

 

 

Από την ηθική δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς. Ακόμα και οι αρνητές της σχηματίζουν κανόνες, είτε για να την καταλύσουν, είτε για να την αποδυναμώσουν, φτιάχνοντας στη θέση της μία υπέρλαμπρη νέα σειρά κανόνων, η οποία θα κοινωνεί με τα δικά τους θέλω και πιστεύω.

 

 

 

 

 

 

Στη λατινική διάσταση, που είναι η ρίζα του αγγλοσαξονισμού (ο οποίος είναι και ο βασικότερος εκφραστής του rock ‘n’ roll φρονήματος), οι λέξεις «ethics» και «aesthetics» τυγχάνουν της ίδιας ρίζας, ακριβώς επειδή η ηθική ορίζει και την αισθητική γραμμή του κάθε όντος, σύμφωνα με τον Immanuel Kant. Και μπορεί ο Kant να φαντάζει ως θέση ακλόνητου συντηρητισμού για το σύνολο των εκφραστών του rock ‘n’ roll (σε περίπτωση που πέσουν πάνω σε γραπτά του), όμως η ηθική και η αισθητική του παρακαταθήκη είναι ισότιμη σε επίδραση με τον Martin Heidegger και τον Emil Cioran. Στοχαστών, δηλαδή, των οποίων ο μισανθρωπισμός αποτέλεσε βασικό εργαλείο των Fluxus, οι οποίοι με τη σειρά τους –και με τις αισθητικές προτάσεις που έκαναν– έφεραν το πλέον σοφιστικέ πνεύμα στο punk, με τους Wire, τους Magazine και τους (άνωθεν εικονιζόμενους) Throbbing Gristle να γίνονται εκφραστές μιας νέας γραμμής αντιμετώπισης της καθημερινότητας της μουσικής βιομηχανίας.

 

 

Δισκογραφικά, ένας καλλιτέχνης κινείται σε δύο δρόμους. Ο ένας είναι αυτός της καθημερινότητας, από τον οποίον οφείλει να αντλεί διδάγματα και εμπειρίες που να μπορεί να μετουσιώσει σε συνθέσεις και λόγο, ικανά να στηρίξουν την έννοια του «καινούργιου» –αυτόματη σύμβαση, αν θέλει να συγκαταλέγεται στην πλευρά όσων δεν μηρυκάζουν απλώς τα πεπραγμένα των προηγούμενων γενεών. Εδώ βρισκόμαστε σε μία από τις βασικότερες συνθήκες του punk, το οποίο έθεσε παράλληλα και τη σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη του εσώτατου χώρου της μουσικής βιομηχανίας ως εξίσου σημαντικό στοιχείο, ορίζοντας έτσι τον δεύτερο κόσμο του εν δισκογραφία καλλιτέχνη. Όπως είχε αναφέρει και ο Blixa Bargeld σε συνέντευξη του 1983, «ο καλλιτέχνης/το συγκρότημα είναι στην ατόφια μορφή του όταν βρίσκεται μέσα στον χώρο όπου δοκιμάζει/συνθέτει τη μουσική του. Από τη στιγμή που θα βγει από το δωμάτιο και θα πει να ηχογραφήσει ή να εμφανιστεί στη σκηνή, διαμορφώνεται μία τελείως διαφορετική κατάσταση». Υπονοεί έτσι αυτό που μερικά χρόνια πιο πριν είχε θέσει ο Robert Fripp, διαχωρίζοντας την υπόσταση του καλλιτέχνη από τις εργασίες που οφείλει να κάνει ως μουσικός μέσα στο σύστημα.

 

 

Ο μανδύας τον οποίον φορά ο καλλιτέχνης για να βγει στην έξω του στούντιο κοινωνία, δίνοντας τη δυνατότητα στο κοινό να ακούσει τη σύνθεσή του, περιβάλλεται από ένα σύστημα κανόνων που οφείλει να βάλει κάθε μουσικός αναφορικά με τα πιστεύω του, ώστε να μετριέται κάθε φορά η πιστότητά του –τόσο από τον ίδιο, όσο και από το κοινό. Είναι κάτι που αυτόματα υπάρχει σε μια σχεδόν ασυνείδητη διεργασία, δεν μπορείς να αρνηθείς την ύπαρξή του και αφορά τα πάντα: από το πόσο σωστός είσαι στις συναλλαγές με τον μικρόκοσμο που αφορά την πορεία σου ως underground δημιουργού, μέχρι τον τρόπο με τον οποίον φέρεσαι στα γκαρσόνια στις δεξιώσεις για την κυκλοφορία του καινούργιου σου δίσκου, όταν βρίσκεσαι στην υψηλότερη βαθμίδα επιτυχίας και αποδοχής.

Το alternative rock, όπως ονομάστηκε το χωρίς αισθητικούς φραγμούς rock ‘n’ roll στη δεκαετία του 1980, εκφραζόμενο είτε από τους Giant Sand, είτε από τους Wipers είτε από τους Gun Club, είτε από τους Guadalcanal Diary, προσπάθησε να τηρήσει μία κουστωδία (αντικειμενικά) δυσκίνητων κανόνων. Οι οποίοι –ερχόμενοι από την παρακαταθήκη του punk– όρισαν μια συμπεριφορική που ήθελε να σπάσει τα μούτρα κάθε γιάπη με γραφείο σε δισκογραφική πολυεθνικής εμβέλειας που θα τολμούσε να παρεμβληθεί στην απόσταση μεταξύ του καλλιτεχνικού οράματος και της κονσόλας καταγραφής αυτού. Οι όποιες υποχωρήσεις λογίστηκαν σαφώς ως ήττες και αποτυπώθηκαν με οδυνηρό τρόπο στη διαμάχη του περίφημου «ξεπουλήματος», το οποίο αφορούσε μανιασμένους και ορκισμένους οπαδούς τόσο από τον καθαρόαιμο rock ‘n’ roll χώρο, όσο και από το πεδίο του metal. Οι τότε αποστάσεις μεταξύ του mainstream ήχου με εκείνον του underground έκανε πιο αδρή τη διαχωριστική γραμμή, άρα και πιο εύκολη την τοποθέτηση υπερασπιστών και διασωστών της κάθε θέσης.

Η δεκαετία του 1990 έφερε κατόπιν έναν μετασχηματισμό, ήδη από τις αρχές της, καθώς ο εναλλακτικός ήχος μετατράπηκε μέσω των Nirvana σε πολιορκητικό κροιό και ταυτόχρονα δούρειο ίππο του mainstream, φέρνοντας το τελευταίο σε απευθείας επαφή με τους παραμορφωτές της κιθάρας και τα κάθε λογής φίλτρα. Αν και η dance έκρηξη στη Βρετανία κράτησε κάτι από την αισθητική και τη νοοτροπία που κληροδότησε το punk στον alternative χώρο, μετά το 1992 υπήρξε δραματικός σχεδιασμός χαρακωμάτων ακόμα και μέσα στο grunge, με διαχωρισμούς που δεν αφορούσαν μόνο το αυθεντικό της βερμούδας και του καρό πουκαμίσου, αλλά και το δικαίωμα του καλλιτέχνη να γεύεται την επιτυχία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπων που βρέθηκαν στη δίνη σχολίων είναι οι Soundgarden, οι οποίοι πήραν τον τίτλο των «Stones του grunge» λόγω των απαιτήσεων (όχι μόνο χρηματικών) που θεώρησαν ότι μπορούν να αξιώνουν μετά την –αναντίρρητη– επιτυχία του δίσκου Superunknown (1994).

Εκείνη λοιπόν την περίοδο, ο alternative/indie καλλιτέχνης έπρεπε αν όχι να διατρανώνει τα συναισθήματά του απέναντι στο σύστημα, τουλάχιστον να δείχνει τη σχέση του με τη σοφιστικέ πλευρά των χαρακωμάτων· κάτι που μπορεί να φανεί ακόμα και σε πολύ εμπορικά βιντεοκλίπ των Smashing Pumpkins. Παράλληλα, βέβαια, όφειλε και να συνάδει με το παρελθόν, ως ένδειξη της τιμητικής διάστασης που επιφύλασσε στους ήρωες αυτού. Εξού και παλαιότερες μορφές που μήτε καν το punk δεν είχαν στο αλφαβητάρι τους, όπως ο Neil Young, βρήκαν γέφυρες με το νεόκοπο, την ίδια στιγμή που αστέρες όπως ο Bob Dylan, ο Eric Clapton και ο Joe Cocker έτρεχαν σε μια σεβαστή παράλληλη διαδρομή με αόρατες αν και αφανείς συνδεσμολογίες, ένεκα κοινού rock ‘n’ roll παρανομαστή.

Τα ζητήματα μετατοπίστηκαν στα τέλη των 1990s με την αλλαγή φρουράς στην παγκόσμια δισκογραφική αγορά, η οποία έφερε στα πράγματα νεότερους διευθυντές που περισσότερο πτυχία οικονομικών διέθεταν, παρά κοινωνικών επιστημών. Η παράλληλη επιτυχία του χιπ χοπ στο mainstream έδωσε επίσης την ευκαιρία να αναδειχθεί ένα νέο μοντέλο προβολής των καλλιτεχνών, το οποίο είχε σαφώς να κάνει με την εικόνα, παρά με την ίδια τη μουσική. Όχι πως η εικόνα δεν υπήρξε κύριο συστατικό της κάθε δισκογραφικής καμπάνιας από το 1966 και δώθε· όμως η παράλληλη πολιτική αναισθητοποίηση που επιβλήθηκε αφενός με το γνωστό τσιτάτο από το βιβλίο του Francis Fukuyama περί του Τέλους της Ιστορίας και αφετέρου με την αποδυνάμωση των διαφορετικών του ατομισμού κοσμοθεωριών, έδωσε ένα γενικότερο λουσάρισμα προς μία καθολική αποδοχή του καθαρού από ιδεολογίες καλλιτέχνη. Γίνονταν πλέον δεκτές μόνο εκείνες οι πτυχές που επέτρεπε η νεόκοπη πολιτική ορθότητα.

Έτσι, η εικόνα του indie rocker έχει πια περισσότερο να κάνει με την ιδιότητα του παγωνιού, παρά με εκείνη του ιαγουάρου· το πρώτο επιδεικνύεται, ο δεύτερος μάχεται, έστω κι αν αποτελεί είδος προς εξαφάνιση. Μια ματιά στα βιντεοκλίπ των Kings Οf Leon, θα σας πείσει: ο σεξουαλισμός και το στυλιζαρισμένο πρόσωπο μπορεί να υπήρξαν ανέκαθεν ταυτόσημα του rock ‘n’ roll, παλιότερα όμως αποτελούσαν οχήματα προς μία διαφορετικότητα που αντιμαχόταν μια μη παραδεκτή (από τον καλλιτέχνη) κατάσταση. Αλλά στη σημερινή διάσταση του indie, ο καλλιτέχνης υπάρχει πια μόνο για τον εαυτό του

Ακόμα και ο εναλλακτικός καλλιτέχνης της δεκαετίας του 1990 –όταν, όπως είδαμε, επήλθε μια συμφιλίωση με την πορεία στο mainstream– αρνήθηκε να γίνει όχημα ιδεολογιών και σημαία του οποιουδήποτε, προσφέροντας τη διαφορετικότητά του στον οπαδό ως πλατφόρμα σκέψης. Ο σημερινός indie καλλιτέχνης, όμως, ενώ χρειάζεται το κοινό για την ανάδειξή του, δεν προσφέρει κανένα αντίτιμο πέρα από την αισθητική απόλαυση των τραγουδιών του. Κάποιος μπορεί βέβαια να διαφωνήσει σε αυτό το σημείο, προβάλλοντας το επιχείρημα περί του συρματοπλέγματος της στρατευμένης τέχνης. Θα αντιτείνω, όμως, ότι το rock ‘n’ roll οφείλει να δίνει διεξόδους και απαντήσεις, αλλιώς θα έχει σύντομα την τύχη της soul. Η οποία, όταν απεκδύθηκε τον μαχητικό της χαρακτήρα μετά τα 1970s, κατάντησε R'n'B.

{youtube}3mbBbFH9fAg{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured