Οι αφορμές είναι πάμπολλες. Πάντα. Λίγο να κοιτάξεις το τι συμβαίνει τριγύρω όταν ασχολείσαι (είτε επαγγελματικώς, είτε σε επίπεδο ακροατή) με τις πορείες των καλλιτεχνών στο στερέωμα της μουσικής βιομηχανίας, θα βρεθείς να ξύνεις το κεφάλι σου από απορία για το τι πήγε στραβά.

Η απάντηση είναι πολύ απλή. Τίποτα δεν πήγε στραβά. Απλά δεν μπορεί όλοι να φτάσουν στην κορυφή. Και όχι επειδή δεν έχουν τις δυνατότητες. Όπως οτιδήποτε άλλο στη ζωή, έτσι ακριβώς και οι κινήσεις ενός καλλιτέχνη γίνονται πάνω σε μια αόρατη σκακιέρα. Και η αλήθεια είναι ότι σε ένα τόσο διαχρονικό παιχνίδι δεν υπεισέρχονται πολλοί εξωγενείς παράγοντες (παρεκτός και πέσει το κτίριο στο κεφάλι του Καρπόφ), αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλου: οι εξωγενείς παράγοντες αποτελούν ίδιον του συστήματος. Δεν πρέπει π.χ. να παραπονιούνται οι sleazers για τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν έχασαν τη δουλειά τους από το grunge. Ασχέτως αν προσωπικά μου αρέσει το ποζεράδικο χαρντ ροκ τους, η φόρμα είχε φτάσει στην εσχατιά της και δεν έδειχνε σημάδια ανανέωσης. Οπότε ο νέος άνεμος σάρωσε τα πάντα.

Όμως ακόμα και σε μεμονωμένες περιπτώσεις, τα πράγματα δείχνουν ότι ενίοτε οι καλλιτέχνες (πόσο μάλλον τα μουσικά κινήματα, τα οποία ορμώνται από το ασυνείδητο και από χιλιάδες συντεταγμένων και βουλήσεων) οφείλουν να καταλαβαίνουν το πώς οι κινήσεις τους μπορούν να πλεύσουν με το ποτάμι –αν βέβαια θέλουν να το ακολουθήσουν. Διότι υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν δίνουν δεκάρα για το πώς θα πάνε όπου πάει το ποταμάκι της κάθε περιόδου. Είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι ο Peter Hammill αποφάσισε από πάρα πολύ νωρίς στην καριέρα του πως τον ενδιαφέρει ελάχιστα το πού πηγαίνει η εκάστοτε μουσική χροιά της εποχής: συνεχίζει να βγάζει (θαυμάσιους) δίσκους κρατώντας μια σταθερή βάση οπαδών. Τι γίνεται όμως σε περιπτώσεις που αποδεδειγμένα χρειάζονται έστω κάποιες αρκετές χιλιάδες οπαδών ώστε να στελεχώσουν αίθουσες συναυλιών;

Πάρτε για παράδειγμα τους Screaming Trees. Η ιστορία του κουαρτέτου δεν ήταν εκείνη που νόμιζε ο πολύς κόσμος –εξαιρούνται όσοι φανατικοί παρακολουθούσαν τα 1-2 καραβαμμένα στα χρώματά τους sites. Όποιος νομίζει λ.χ. ότι ο Lanegan είχε επαναπαυθεί στην προσωπική του καριέρα και την επιτυχία της, κάνει τρομακτικό λάθος. Αρχής γενομένης με το συμβόλαιο της μπάντας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Trees φτιάχνουν το Uncle Anesthesia, μην έχοντας ακριβώς επίγνωση του τι ποιούν.

{youtube width="480" height="300"}5fzQvAYjigA{/youtube}

Με τον Chris Cornell και τους ίδιους πίσω από την κονσόλα έβγαλαν τότε έναν δίσκο που προσωπικά βρίσκω απολαυστικό, δεν περιέχει όμως τίποτα άλλο παρά αναθυμιάσεις μετα-ψυχεδελικού οξέος. Δεν είναι τυχαίο ότι –όπως μαρτυρούν οι ίδιοι– δεν θυμούνται τίποτε από εκείνες τις ημέρες, εκτός από τα μεταξύ τους παιχνίδια μπάσκετ στο πίσω μέρος του στούντιο κι αυτό εξαιτίας της εκτεταμένης μαστούρας (δικά τους λόγια, επαναλαμβάνω). Η επόμενη κίνησή τους αποδεικνύεται η πλέον σοφή που έκαναν ποτέ: προσλαμβάνουν για παραγωγό τον Don Fleming (BALL, Velvet Monkeys) και με καινούργιο ντράμερ στη σύνθεση (καθώς ο Μark Pickerel αποχώρησε από την παρέα των γυμνασιακών του φίλων) προχωρούν σε ένα έπος. Έπος όχι διότι είναι από τους αγαπημένους μου 1990s δίσκους, αλλά ακριβώς επειδή η παραγωγή –με τη βοήθεια του Andy Wallace στη μίξη– παρουσιάζει ένα απαράμιλλο αμάλγαμα του αμερικάνικου ήχου από την εποχή του barrelhouse (βλέπε το απίστευτο πιανάκι του ίδιου του Fleming) μέχρι τους κομπρέσσορες της κονσόλας οι οποίοι ωθούν το χεντριξιανό μπλουζ της μπάντας απολύτως στο παρόν. Και ναι μεν χρειάστηκε και η βοήθεια του Singles για να αναδειχτεί το "I Nearly Lost You" σε hype σινγκλάκι της εποχής, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο δίσκος είχε από μόνος του τα εφόδια.

{youtube width="480" height="300"}1lfd7zeHRRs{/youtube}

Aπό εκεί και πέρα, αρχίζει η τρέλα. Ένα συγκρότημα που σε καμία περίπτωση δεν ήταν έτοιμο να μπει σε τροχιά μεγάλης εμβέλειας πασχίζει τσάτρα-πάτρα να επιβιώσει. Με εξαίρεση την εκπληκτική τεχνική του Barrett Martin και την ενστικτώδη φωνή του Lanegan, οι Screaming Trees δεν μπορούσαν να σταθούν στα live. Αγαπώ τους αδελφούς Conner ως προσωπικότητες, αλλά όταν κοτζάμ Steve Vai έχει βάλει την περηφάνια του κάτω και έχει πάει για μαθήματα κιθάρας (έχοντας πίσω του πορεία, σωστά;) στον δάσκαλο –λέγε με κύριο Satriani, παιδί μου– τότε τα λόγια περιττεύουν... Την ίδια στιγμή το αντισυμβατικό, μπερδεμένο εγώ των μελών τους (αυτο)απαγορεύει να κινηθούν σε εκτεταμένους δρόμους για προώθηση του δίσκου. Δυσκολίες στη συνεννόηση για φωτογραφίσεις και συνεντεύξεις και μια διάχυτη προχειρότητα έχουν σαν αποτέλεσμα να χαθεί το λεγόμενο «momentum»• και, ως γνωστόν, στη βράση κολλάει το σίδερο.

Βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν γνώρισμα αποκλειστικά του κουαρτέτου από το Ellensburg. Και ο ίδιος ο Chris Cornell (συμπαραγωγός της μπάντας στο Uncle Anesthesia) έχει άλλωστε αναφερθεί στη γενικότερη στάση όσων συγκροτημάτων υπάγονταν άτυπα στο grunge: «Δεν θέλαμε να απολαμβάνουμε τίποτα. Τα θεωρούσαμε χλιδή χωρίς λόγο». Πολύ ωραία, ίσως και πολύ σωστά, αλλά τότε αγαπητοί μου να κάνατε μια πορεία σαν κι αυτή των Fugazi: Δική σας δισκογραφική, δικά σας και τα πατήματα. Αν όμως βρίσκεσαι σε πολυεθνική και θέλεις παγκόσμια αναγνώριση, δεν γίνεται να το παίζεις φραπεδιάρης των Εξαρχείων και να περιμένεις να σου χτυπήσουν την πόρτα, αναγνωρίζοντας την αξία σου. Αυτοερωτισμός.

Αφού λοιπόν είδαν κι απόειδαν, οι Trees έκαναν το εξής ανομολόγητο –κατά μια έννοια: προσλαμβάνουν για το Dust τον πολύ γνωστό και μαθητή του Rick Rubin (Ελληνοαμερικανό) George Drakoulias. Διατοπικό το αποτέλεσμα, λόγω της κουρασμένης (από την εκτεταμένη χρήση σύριγγας) φωνής του Lanegan και των στρογγυλεμένων mellotron.

{youtube width="480" height="300"}JMNfTrLG380{/youtube}

Ναι, ναι, γνωρίζω ότι πολλοί πιστεύουν ότι το Dust είναι ο καλύτερός τους δίσκος, αλλά ουσιαστικά αυτό συνέβη διότι ο Drakoulias έφτιαξε έναν δίσκο για τις οπαδούς (επαναλαμβάνω, τις) του Cave. Σαν να ακούς το Henry’s Dream από χαρντ ψυχεδελικές σουρντίνες. Κάτι που φάνηκε και στα βιντεοκλίπ, όπου υιοθετήθηκε η ατμόσφαιρα ενός γλυκανάλατου νόστου που ελάχιστες φορές οι Trees μπόρεσαν να αποδώσουν επί σκηνής. Πάλι καλά που επιστρατεύτηκε κι ο Josh Homme στις κιθάρες ώστε να μπορέσουμε (για πρώτη φορά) να ακούσουμε και live ό,τι ακούγαμε και στους δίσκους. Όμως ούτε και τότε κατάφερε η μπάντα να κάτι ιδιαίτερο: μόλις στο #134 των αμερικανικών charts βρέθηκε ο δίσκος. Και οι εξτρεμιστικές κινήσεις του Lanegan –εξ αιτίας του εθισμού του– συνέβαλλαν πολύ στο να ακυρώνονται συναυλίες ή στο να καθυστερούν στις υποχρεώσεις τους.

{youtube width="480" height="300"}HBQPRQFpEqM{/youtube}

Επαναλαμβάνω ότι οι fans γνώριζαν πως στα τέλη των 1990s το κουϊντέτο (πια) δεν είχε πια συμβόλαιο με τη Sony. Για χρόνια κυκλοφορούσε ένα bootleg από ένα showcase που έκλεισαν οι ίδιοι οι Trees στο Viper του Λος Άντζελες με προσκεκλημένους αποκλειστικά δημοσιογράφους και στελέχη δισκογραφικών. Το είχα κατεβασμένο από το φανατικότερο site οπαδών των Trees (http://www.timeforlight.com) και δεν είχα ιδέα για πολλά από τα τραγούδια τα οποία ακούγονταν εκεί. Η αλήθεια που παρέθεσα παραπάνω απεκαλύφθη πάντως το καλοκαίρι του 2011, όταν κυκλοφόρησε το Last Words (βλέπε και κριτική εδώ) με επιμέλεια του παλιού φίλου της μπάντας Jack Endino και του ίδιου του Barrett Martin.

Το τραίνο της επικαιρότητας είχε χαθεί. Κανένας από τους προαναφερόμενους εκπροσώπους εταιρειών δεν βρήκε ότι αυτό που τους παρουσίασαν οι Trees μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις σε μια εποχή η οποία άλλαζε μουσικά. Μια μπάντα λοιπόν με δυνατότητες αρνήθηκε να τιθασεύσει τον ίδιο της τον εαυτό και τις αδυναμίες της και να παίξει το παιχνίδι που η ίδια επέλεξε. Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας...

Υπάρχουν όμως και πιο πρόσφατες ιστορίες στις οποίες αντικειμενικά ταλαντούχα άτομα έχουν δει την πόρτα εξόδου από τις εταιρείες, χάνοντας αυτό που δημιούργησαν εξ αιτίας καθαρά δικών τους επιλογών. Η Nicole Atkins είναι μία από αυτές. Το 2007 εντυπωσίασε με τη φωνή της (θηλυκό Roy Orbinson την είπαν), με τις καλογραμμένες συνθέσεις του Neptune City και με τη θαυμάσια σουηδική παραγωγή του μάστορα Tore Johansson. Ο ίδιος ο Rick Rubin την πείθει εντωμεταξύ ότι αυτά που τραγουδάει δεν κολλάνε με τα χαϊμαλιά που της είχαν μείνει από την χίπικων υποβάθρων οικογένειά της, οπότε καλό θα ήταν να επενδύσει μόνο στη μουσική, αφήνοντας το image της στην Columbia. Και να τα λυγερόκορμα φορέματα, να τα άριστα παπούτσια, να και ο David Letterman να την αποθεώνει στην εκπομπή του –και όχι άδικα. Αλλά και η μπάντα πίσω της, οι Sea, έχουν πάρει σβάρνα τις παρτιτούρες του Neptune City και κεντάνε σε live και τηλεοπτικές εμφανίσεις.

{youtube width="480" height="300"}d1LsbfHPNrQ{/youtube}

Κι εκεί που η Ευρώπη αρχίζει να μαθαίνει το κορίτσι με τη μαγική φωνή, συμβαίνουν δύο άσχετα μεταξύ τους γεγονότα: πρώτον, φεύγει/απολύεται όλη η πυραμίδα της εταιρείας, ένεκα συμπαντικών αλλαγών στη Sony. Όπως λέει η ίδια η Atkins σε συνέντευξή της, «έμεινα να συνεννοούμαι με μια γυναίκα που ακόμα κι αν έκανα το Led Zeppelin II πάλι ευχαριστημένη δεν θα ήταν». Παράλληλα, η προσωπική της ζωή της μπερδεύει τόσο πολύ τη δημιουργικότητα με τα δίχτυα του ακαταμάχητου έρωτα, ώστε όλα γίνονται θολά. Είναι όμως αποδεδειγμένο ότι το κοινό μπερδεύεται όχι επειδή είναι ηλίθιο, αλλά επειδή αγαπάει κάτι και το θέλει να εξελίσσεται προς την αρχική κατεύθυνση –και οι όποιες αλλαγές να έρχονται μετά από κάποια πάροδο του χρόνου. Λογικό, ανθρώπινο, συμβιωτικό της φύσης μας.

{youtube width="480" height="300"}UTAZHTKY6qU{/youtube}

Κάνοντας κατόπιν ένα άλμπουμ σαν το Mondo Amore (2011), όπου ο παραγωγός Phil Palazzolo αρνήθηκε να δημιουργήσει κάποια έννοια ατμόσφαιρας και συμπεριφέρθηκε σε κάθε σύνθεση σαν να έφτιαχνε άλλον δίσκο κάθε φορά, η Nicole Atkins κινήθηκε μεν αρτίστικα, την ίδια όμως στιγμή και αποπροσανατολιστικά. Ως αποτέλεσμα, έμειναν δίπλα της μόνο όσοι είχαν γίνει fans. Την ίδια στιγμή, σε επίπεδο συνθέσεων, η Atkins έκανε το κορυφαίο λάθος να βγάλει όπως-όπως το συναισθηματικό της αδιέξοδο από τον πρόσφατο χωρισμό της, ενώ δίπλα της στέκονταν πια ως μπάντα οι Black Sea, μιας και οι Sea είχαν διαλυθεί το 2009. Διάφορα σχόλια οπαδών στο YouTube φανερώνουν τη δυσανασχέτηση του κοινού: «Οι καινούργιοι σου μουσικοί Nicole, συγγνώμη που το λέω, είναι άχρηστοι» διάβαζες βασικά, με μικρές παραλλαγές.

Θέλετε να μάθετε την επόμενη κίνηση της Atkins; Ξαναγυρνά στη Σουηδία και στον Johansson, ώστε να ξαναφτιάξει τον ήχο που την έκανε γνωστή. Είναι αποδεδειγμένο όμως ότι τέτοιες νευρωτικές κινήσεις δεν φέρνουν το ποθητό αποτέλεσμα, παρεκτός και αποτελούν κεντρικό χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής σου περσόνας. Αν είσαι π.χ. ο Genesis P-Orridge δύνασαι να κάνεις ό,τι θες και οι οπαδοί των Psychic TV μέχρι και να οργαστούν μπορεί, διότι είναι σύμφυτο με την προσωπικότητα την οποία λατρεύουν. Αν όμως η εικόνα σου είναι αυτή ενός girl next door, δεν λειτουργεί. Σταυρώνω τα δάχτυλα, όπως λένε οι Αμερικάνοι, κι εύχομαι να ξανανέβει η κορασίδα από το Νιού Τζέρσεϊ, καθώς είναι από τις μεγάλες μου αδυναμίες της τελευταίας δεκαετίας…

{youtube width="480" height="300"}6ifNTb1Xx_I{/youtube}

Πάρε το τρένο και τράβα εκεί όπου έχεις ορίσει. Αν είναι η κορυφή, πρέπει να φτάσεις αγαπητέ μου. Αυτό δείχνει να είναι –ή σωστότερα ήταν– το σύνθημα πίσω από τις κινήσεις των KLF. Αποτελούμενοι από ένα δίδυμο που ήξερε τη μουσική βιομηχανία ως την παλάμη του χεριού του, οι KLF ρίσκαραν μεν, έχοντας όμως απόλυτη γνώση του τέρατος με το οποίο είχαν να κάμουν. Οι Bill Drummond & Jimmy Cauty έπαιξαν με τους κανόνες του συστήματος κι έσπασαν τον κώδικα, ακριβώς επειδή τον γνώριζαν. Επιβαίνοντας λοιπόν στον συρμό που δημιουργήθηκε από την έκρηξη του acid house, ανέβηκαν με διάθεση ανατίναξης των ορίων: αρνήθηκαν να σβήσουν τις ροκ εν ρολ καταβολές τους για να δείξουν μοντέρνοι με το ζόρι, ενώ την ίδια στιγμή έστησαν ακουστικά κι άκουσαν κάθε ψηφίδα του ηχητικού μωσαϊκού που είχε δημιουργηθεί γύρω τους. Γι' αυτό και το παζλ λευκού και μαύρου ρυθμού το οποίο και δημιούργησαν παραμένει αδάμαστο στον χρόνο.

Πέραν του ηχητικού σχεδιασμού, οι KLF έφτιαξαν κι ένα πλάνο διακίνησης της καλλιτεχνικής τους περσόνας. Τις εμπειρίες τους, αλλά και προτροπές τους, μπορείτε να τις διαβάσετε (αν δεν το έχετε ήδη πράξει) από το προσφάτως εκδοθέν και στη χώρα μας Πώς Να Κάνετε Μια Νούμερο Ένα Επιτυχία (εκδόσεις Τοποβόρος, δείτε αναλυτικότερα εδώ), όπου με σκωπτικότητα και κυνισμό –μα και με άπλετο χιούμορ– οι Drummond & Cauty κατασκευάζουν το GPS ενός σύγχρονου μουσικού στους δαιδάλους της δισκογραφικής βιομηχανίας.

Οι ιστορίες δισκογραφικής τρέλας είναι πραγματικά εκατοντάδες. Οι Diamond Head κατέστρεψαν την πορεία τους γιατί παρέδωσαν το management στη μάνα του τραγουδιστή τους• οι Whitesnake άλλαξαν λογική μίξης και ανακάλυψαν το πόσο διαφορετικός είναι ο όρος στις Η.Π.Α. ακόμα και στο επίπεδο της μεθοδολογίας (πόσο μάλλον της αισθητικής)• οι Judas Priest κόντεψαν να χάσουν την καριέρα τους ηχογραφώντας τον πρώτο digital metal δίσκο…

Μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για ώρες. Τα παραδείγματα των Screaming Trees, Nicole Atkins και KLF που παρέθεσα παραπάνω ήταν απλά μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά από τα 1990s μέχρι και τις μέρες μας. Το πόρισμα είναι κοινό: σε κανέναν δεν οφείλεται η επιτυχία. Και δεν φτάνει μόνο η σκληρή εργασία και οι καλές συνθέσεις για να την αποκτήσεις. Διότι, όπως είπε και ο Robert Fripp, «η δουλειά του μουσικού είναι η μουσική, η δουλειά του promo είναι δουλειά κάποιου άλλου, που μπορεί να είναι και ελαφρώς χαρτογιακάς»…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured