Η σύμπραξη του ξεχωριστού ύφους γραφής του Ευθύμη Φιλίππου και της δυσοίωνης βιρτουοζιτέ του Γιώργου Λάνθιμου, εξακολουθεί με κάθε νέα ταινία να αρνείται να κάνει έκπτωση χάριν καλοπιάσματος των mainstream θεατών, όσων αντιμετωπίζουν καχύποπτα οτιδήποτε τα βάζει με τις κατασταλτικές δυνάμεις της ανώδυνης ψυχαγωγίας. Ο αναγνωρισμένος παγκόσμια πλέον σκηνοθέτης εξακολουθεί να αναπτύσσει τις προβληματικές του σε «διεθνή γλώσσα» και τα καταφέρνει. Αποταυτισμένος πια από  τις weird wave εξαλλοσύνες των άμοιρων ανταγωνιστών του, τους οποίους μας άφησε πίσω του (και τι να τους κάνουμε), με τη νέα ταινία του εξερευνά τη ματαιότητα και το βάρος μιας συναισθηματικής επιλογής. Ο ήρωας είναι ένας χειρούργος που μάχεται χωρίς ελπίδα το πεπρωμένο της οικογένειάς του, από τη στιγμή που ένα αγόρι του ζητά μια ανείπωτη θυσία. Ο Λάνθιμος διαθέτει απεριόριστη εμπιστοσύνη στην κάμερα, έτσι ώστε να φωτίσει έναν έφηβο χαρακτήρα, βαθιά ψυχωτικό, ο οποίος περικυκλώνει τη ζωή του επιστήμονα. Ένα λάθος του γιατρού είχε κοστίσει τη ζωή του πατέρα του αγοριού και το χρέος πρέπει να ξεπληρωθεί με τη μορφή μιας αρχέγονης κατάρας. Ένα μέλος της οικογένειάς του θα πρέπει να πεθάνει.

63c_2.jpeg

Είναι φανερό ότι η σκηνοθετική γραφή του φιλμ, αντλεί από το οπλοστάσιο του σινεμά του Στάνλεϊ Κιούμπρικ· τα μαγνητικά τράβελινγκ στους εσωτερικούς χώρους του ξενοδοχείου φέρνουν στο μυαλό τους διαδρόμους του ξενοδοχείου της «Λάμψης». Όμως το σινεμά του Χάνεκε είναι αυτό που πραγματικά εμπνέει το δημιουργικό δίδυμο, ειδικά στον τρόπο που δίνουν μορφή αρχαίας τραγωδίας σε αυτή την ιστορία εμμονής και ενοχής. Η χειρουργική ακρίβεια των πλάνων θα πυροδοτήσει εντάσεις, εσωστρέφεια και παρατεταμένη καχυποψία. Η λαιμητόμος της τιμωρίας του γιατρού –με τη μορφή της στυγερής κατάρας- τοποθετούν την οικογένειά του ως έρμαιο στο «συμβολικό» αίτημα του ψυχωτικού νέου, σαν πράξη δικαιοσύνης.

63c_3.jpg

Θεωρώ πως υπάρχουν δυο σοβαρά αφηγηματικά προβλήματα στην ταινία. Το πρώτο είναι ότι η συμβολική τιμωρία λειτουργεί ρεαλιστικά, σαν ασφυκτική αντίστροφη μέτρηση πριν το θάνατο κάποιου μέλους της οικογένειας. Για να δεχθούμε ως θεατές μια τέτοια απόκοσμη τιμωρία σε πλαίσιο ρεαλιστικό, που σημαίνει ότι ο μικρός ήρωας διαθέτει την εξώκοσμη δύναμη να επεμβαίνει στη μοίρα, θα πρέπει η σκηνοθεσία να είναι σε άλλο επίπεδο – μόνο σαν μπρεχτικό δοκίμιο στα χέρια ενός Λαρς Φον Τρίερ θα μπορούσε να ευδοκιμήσει αυτό. Ο Λάνθιμος είναι σκηνοθέτης αξιώσεων αλλά ακόμη δεν έχει βρεθεί εκεί ως auteur. Αν πάλι, παραβλέψουμε την οφθαλμοφανή αμφιβολία του ρεαλισμού του ευρήματος, και το αντιμετωπίσουμε σαν μοντέρνα πλαστογράφηση του Ευριπίδη, τότε το ύφος της ταινίας θα όφειλε να είναι λεπτό σαν ξυράφι για να αφήσει συγκινησιακό αποτύπωμα, όπως ο «Κρυμμένος» του Χάνεκε. Η προσέγγιση εδώ είναι φιλοσοφική αλλά καθόλου ανθρωπολογική (όπως στο σινεμά του Χάνεκε) κάτι που αφαιρεί σε αμεσότητα.

63c_4.jpg

Το δεύτερο ουσιαστικό πρόβλημα είναι η αδιαφορία του σκηνοθέτη για το ζήτημα της ηθικής. Ο Λάνθιμος παρατάει την ηθική πλευρά της ενοχής και της δικαίωσης, ακριβώς τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε πλήρως την ιντριγκαδόρικη ιδέα του. Το παιχνίδι τιμωρού και τιμωρημένου, δεν λειτουργεί σαν συμβολική εξομάλυνση του τραύματος, ούτε καν σε πλαίσιο παραβολής γύρω απ’ την αυτοδικία, όπως έκανε το «Ακρωτήρι του Φόβου» του Σκορσέζε. Ο φακός δείχνει να μην έχει οίκτο για τους ήρωές του και να υιοθετεί τον πικρό τόνο των συμπεριφορών που εξερευνά, από το νεκροφιλικό σεξ μέχρι την ύπουλη φιλία. Φυσικά, ο δαιμόνια έξυπνος σκηνοθέτης, με μια προσέγγιση ανοιχτά φιλοσοφική, φυτεύει άβολα ερωτήματα για το δράμα των ανύπαρκτων δεσμών αγάπης εντός της οικογένειας, όπως είχε κάνει στον «Κυνόδοντα». Η οικογενειακή θαλπωρή μοιάζει με ταριχευμένο ζώο, χωρίς στίγμα κοσμικής ζωής και αλήθειας. Ο Λάνθιμος ασχολείται για άλλη μια φορά αποτελεσματικά με την επίπλαστη ψευδαίσθηση των ευτυχισμένων δεσμών και σε αυτό συμβάλλει ο εξαιρετικός Κόλιν Φάρελ και η Νικόλ Κίντμαν η οποία μετά το Eyes Wide Shut, παίζει στην δεύτερη ταινία ενός άριστου απόφοιτου της σχολής Κιούμπρικ (η πρώτη ήταν το «Birth» του Τζόναθαν Γκλέιζερ.

Η ταινία έχει μια αδιευκρίνιστη ακαμψία όσο πλησιάζουμε στην τελευταία σκηνή και ποτέ δεν φτάνει στο επίπεδο του σπαραγμού που αρμόζει στο θέμα. Οι μεταπτώσεις των ηρώων από ψυχαναλυτικής άποψης οδεύουν στην αυθαιρεσία. Όμως τελικά ο Λάνθιμος εξαιτίας της επινοητικότητάς του και των αριστουργηματικών του γεωμετρικών του κάδρων, πετυχαίνει την ταύτιση και την αποστροφή τη στιγμή ακριβώς που πρέπει.

{youtube}DTdFWPPb9mc{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured