Το ελληνικό καλοκαίρι, με βιωματική αφήγηση, χωρίς το τουριστικό στυλιζάρισμα και με το βαθύ αίσθημα της αποξένωσης που εξελίσσεται σε έμμονη ιδέα. Αυτή είναι η ιδέα πίσω από τη δημιουργία της πιο ηλιοκαμένης και γοητευτικής ελληνικής παραγωγής για το 2016 τουλάχιστον.

Ο ήρωας της απλής ιστορίας είναι ο Κωστής, ένας μοναχικός 40άρης γιατρός που αναλαμβάνει να εκτελέσει το αγροτικό του στην Αντίπαρο. Ο κρύος και αδιάφορος χειμώνας στο νησί θα συντηρείται με την υπόσχεση του καλοκαιριού. Τις ορδές από τουρίστριες και διαθέσιμα θηλυκά στα χέρια ερωτύλων παραθεριστών.  Η ρουτίνα του γιατρού θα διαταραχθεί δραματικά όταν θα γνωριστεί με μια ομάδα νεαρών που περιφέρουν τον πανηδονισμό και τον χίπικο ερωτισμό τους χωρίς αναστολές και ο ίδιος θα πάρει την κάτω βόλτα όταν ερωτευτεί σιωπηρά την όμορφη Άννα, η οποία του δίνει μια κάποια σημασία και πολλά λάθος σήματα.

111.jpg

Ο Μάκης Παπαδημητρίου ερμηνεύει με τόλμη και σωστή μέθοδο έναν χαρακτήρα που ζει και συμπεριφέρεται σε μια γκρίζα γραμμή – άλλοτε θυμίζει αξιολάτρευτο κουτάβι που ζητάει προσοχή και άλλοτε έναν εκκεντρικό του χωριού που προκαλεί ανατριχιαστική αμηχανία. Παρακολουθεί τους ήρωες, αλλά δεν τους αγαπάει, ούτε τους εξιδανικεύει, αλλά δεν τους μαστιγώνει κιόλας. Κερδισμένο λοιπόν το στοίχημα για τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο οι ερμηνείες όπως και η απεικόνιση του καλοκαιριού. Στο επίκεντρο πλέον βρίσκεται ο ενθουσιασμός μιας παρέας, ο αβίαστος κώδικας στην επικοινωνία, η τρυφερότητα της φιλίας, οι ώρες στην παραλία που γίνονται μέρες, η νεανική κάβλα που περιφέρεται δεξιά και αριστερά σαν το μόνο πράγμα που έχει οποιαδήποτε σημασία. Το καταφύγιο του camping, το εύκολο σεξ στις γωνίες, το μεθυσμένο τρικάβαλο μέσα στη νύχτα, η μουσική στη La Luna, η αντρική καφρίλα, το λιώσιμο κάτω από τα τζιτζίκα, το μεθύσι χωρίς αύριο, το ατελείωτο νεανικό πάρτι, την νεανική σαγήνη στην άμμο, τις μπύρες στο χωματόδρομο, τη λαγνεία με αντηλιακό, τον νυχτερινό παροξυσμό στο νησί. Πραγματικά δεν έχουμε ξαναδεί με τόση ειλικρίνεια στο σινεμά.

222.jpg

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος σκηνοθετεί με ακρίβεια στη λεπτομέρεια και με χαμηλόφωνο πάθος, ένα project που νιώθει ότι το ξέρει καλά. Μεταφέρει μια αίσθηση που καταφέρνει και σε αιχμαλωτίζει σε κάθε κάδρο. Ο ταλαντούχος δημιουργός προσπαθεί να φτιάξει έναν δικό του σύμπαν και ανήκει στους ελάχιστους σκηνοθέτες που αντιλαμβάνονται την νεανική γλώσσα και συμπεριφορά, αποφεύγοντας να παλιμπαιδίσουν με attitude μπας και κανακέψουν την κοινότητα των χίπστερ που διψάει για προβολή και αναρρίχηση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν σκηνοθέτη που μας συστήθηκε με την mainstream αλλά ψυχαγωγική πρόταση του Bang Bang και με το εμπρηστικό Wasted Youth. Από τα αστικά χαρακώματα με τον εχθρό μπάτσο που έστησε τη νέα γενιά στο Wasted Youth, πλέον στο φετινό Suntan ο χώρος δράσης μετατοπίζεται στο ξελόγιασμα της Αντιπάρου στην καρδιά του καλοκαιριού.

Η πλανοθεσία ακολουθεί την ταραγμένη και παρεξηγήσιμη ερωτική επιθυμία και το χαλαρό σενάριο ενσαρκώνει τα σπαρακτικά αδιέξοδά της, αποφεύγοντας τα εύκολα γέλια και την τυπολογία που σέρνουν συνήθως μαζί τους οι ιστορίες γύρω από το midlife crisis, σε ένα δράμα που τείνει στην υφολογία της ταινίας τρόμου για να προδοθεί μονάχα από την σεναριακή ανεπάρκεια ενός μη-τέλους. Το φινάλε, έστω και σε αφηρημένη, ημιτελή μορφή, όφειλε να δικαιώσει τον κόπο, το στήσιμο και την διάθεση που επέτρεψαν σε αυτό το γοητευτικό φιλμικό εγχείρημα να συμβεί. Προτιμώ να επαινέσω την ταινία για την αποφυγή κάθε ηθοπλαστικού διδάγματος και εύκολων συμπερασμάτων.

333.jpg

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured