Σε μια εποχή άνευρου και ακίνδυνου σινεμά από τα μεγάλα studio, θυμόμαστε μια από τις τελευταίες ταινίες που ξεγέλασαν το mainstream. 

Κάθε ορκισμένος σινεφίλ λατρεύει την περίοδο του Αμερικάνικου σινεμά, από τα μέσα της δεκαετίας του 60 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70. Η περίοδος που ξεκίνησε με ταινίες όπως Bonnie & Clyde και το Easy Rider και έληξε άδοξα με το οικονομικό Βατερλό του Heaven’s Gate το 1980 που βούλιαξε ένα studio. Ήταν τα χρόνια της σκηνοθετικής ασυλίας-ασυδοσίας. Τότε που οι τρόφιμοι-auteur πήραν τα κλειδιά των παραγωγών από το άσυλο των στούντιο παραγωγής όπως η MGM η Columbia και η United Artists. Τα τελευταία 30 χρόνια, αν εξαιρέσουμε κάποια μικρά κινήματα στο ανεξάρτητο σινεμά και το περιθώριο, δεν υπάρχουν δημιουργίες που να θυμίζουν τις εποχές δημιουργικής ελευθερίας που οι σκηνοθέτες έχτισαν, απόλαυσαν και τελικά κατέστρεψαν, στα χρόνια από το 1967 μέχρι το 1980. 

1.jpg

Όμως καμιά φορά ξεπετάγονται κάποιες υπέροχες παραφωνίες στην αρμονική πλήξη της mainstream κινηματογραφικής παραγωγής. Έκπτωτες ανωμαλίες στο εφησυχασμένο σύστημα. Αξιοπερίεργα για την εποχή τους που τρυπώνουν μέσα από τις ρωγμές του τείχους που χτίστηκε για να το προφυλάξει από τους βάρβαρους, και από εκεί να βρει δρόμο κατευθείαν στη συνείδηση του εθισμένου θεατή στην απροβλημάτιστη ψυχαγωγία. Μερικές φορές κάποιοι σκηνοθέτες διαπράττουν έγκλημα χωρίς να τους πάρει κανείς χαμπάρι. Οι λόγοι που η Universal χρηματοδότησε τον Terry Gilliam για να μετατρέψει σε ταινία το Fear And Loathing In Las Vegas παραμένουν μέχρι σήμερα άγνωστοι. Για κάποιο μυστήριο λόγο η ιδέα να δώσουν χρήματα σε έναν πρώην Monty Python, να κινηματογραφήσει ένα βιβλίο-απογραφή των acid trip του γκουρού της gonzo δημοσιογραφίας, που είναι 95% gonzo και 5% δημοσιογραφία, χωρίς πλοκή, απόλυτα σουρεαλιστικό και μη-κινηματογραφήσιμο, τους φάνηκε λογική. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του 12 Monkeys τρία χρόνια πριν, που διέγραψε από τη μνήμη των παραγωγών το επικό χάος του Brazil και την καταστροφική παραγωγή του The Adventures Of Baron Munchhausen. Ένας ακόμα λόγος ήταν το ηχηρό όνομα του Johnny Depp. Παραδόξως, δεν υπήρξαν καθυστερήσεις, δεν συνέβησαν κατακλυσμοί, αμμοθύελλες και άλλες βιβλικές καταστροφές κατά τα γυρίσματα και όλοι επιβίωσαν – πράγμα σπάνιο για ταινία του Gilliam. Το γεγονός πως μια τέτοια ταινία «υπάρχει», αποτελεί πολιτιστικό αξιοπερίεργο.

2.jpg

Η πιο ανησυχητική σκέψη είναι πως  το Fear And Loathing είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από το καλλιτεχνικό πάντρεμα των μυαλών του Gilliam και του Thompson. Παρανοϊκό μέχρι το τελευταίο πλάνο, σκοτεινό, ψυχεδελικό, αρρωστημένα αστείο, στιλάτο, οξυδερκές και υπέροχα κακόγουστο. Ένα σπάνιο φιλμ που απαιτεί πολλαπλές θεάσεις για να αφομοιωθεί. Η φρενήρης φαντασία του Gilliam ξεσάλωσε πάνω στο ωμό υλικό και την προκλητική θεματολογία. Το ατελείωτο hangover των 60’s, ο νεο-συντηρήσιμος του Nixon, ο επιτάφιος του Αμερικάνικου ονείρου, η εξερεύνηση του νου μέσα από χημικά, ήταν μόνο η αρχή. Ένα «χαμένο Σαββατοκύριακο» στο Vegas είναι η αλληγορία για την κατρακύλα της Αμερικής, με μια αφήγηση που δεν υπακούει σε καμιά σύμβαση.

3.jpg

Στην αρχή της ταινίας, ο Gilliam επιλέγει να κινηματογραφήσει με τη λογική του road movie. Ο θεατής δέχεται πιο εύκολα την απουσία πλοκής με το πρόσχημα του περιπετειώδους ταξιδιού δυο ηρώων, σε ένα αυτοκίνητο στην έρημο της Νεβάδα. Ο δημοσιογράφος Raoul και ο δικηγόρος του Gonzo θα καλύψουν έναν αγώνα ταχύτητας στο Las Vegas, με ένα αυτοκίνητο γεμάτο με κάθε είδος παραισθησιογόνου, περνώντας και από ένα συνέδριο αστυνομικών για τη καταπολέμηση των ναρκωτικών. Ξαφνικά βρισκόμαστε παγιδευμένοι μαζί τους στην πολυτελή σουίτα ενός ξενοδοχείου και κάπου εκεί εξαντλείται η περιγραφή της πλοκής και μαζί κάθε απόπειρα εξήγησης όσων θα ακολουθήσουν, που στην ουσία περιγράφεται ως: «δυο άνθρωποι που παίρνουν όσα ναρκωτικά μπορούν να αντέξουν για να ξεφύγουν από τον εφιάλτη ενώ βυθίζονται όλο και περισσότερο μέσα σ’ αυτόν». Ακολουθεί μια ακατάπαυστη χρήση ουσιών και θραύσματα μνήμης από επεισόδια αυτοκαταστροφής και ψυχεδελική υπερβολής. Ο Gilliam σε σκηνοθετικό παροξυσμό, φιλμάρει σαν να βλέπει τον κόσμο μέσα από την οπτική ενός ενιδρύου ή κοιτώντας μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη με γωνίες λήψης που δεν έχουν αίσθηση βαρύτητας. Για δυο ώρες χαράζει τα πιο εξπρεσιονιστικά μονοπάτια του ψυχεδελικού σινεμά και διασκεδάζει τρίβοντας μας στη μούρη ένα εκκωφαντικό καζίνο, εφιαλτικούς κουλοχέρηδες, φρικιαστικούς νάνους-σερβιτόρους, θαμώνες με όψη εξωγήινων σαρκοφάγων ζώων, δωμάτια σε χλιδάτη αποσύνθεση κι ένα απειλητικό τσίρκο στη μέση του ξενοδοχείου. Οι παραισθησιογόνες εικόνες της ταινίας ακυρώνουν κάθε περιγραφή και αψηφούν τις ερμηνείες του γραπτού. Εν μέσω χάους, υπάρχει η καρτουνίστικη εικονογραφία του Jonny Depp και ο Benicio Del Toro που δίνει ρεσιτάλ σε μια tour de force ερμηνεία σε μια φιγούρα με βίαιο ψυχισμό. Ένα κινούμενο κρέας, μόνιμα καλυμμένο από ιδρώτα, σάλια και αποξηραμένο εμετό, με διαρκείς κρίσεις πανικού και μανία καταδίωξης.

4.jpg

Το Fear And Loathing In Las Vegas είναι λατρεμένη ταινία στο cult κοινό, στις κοινότητες των junkies και σε κάθε λογής βαρεμένους και freaks. Δυστυχώς, πολλοί από τους stoners που έχουν το φιλμ σαν ιερό, έχουν αποτύχει να αντιληφτούν τη βαθύτερη φιλοσοφία του έργου. Το ίδιο και η συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών που σάστισαν μπροστά στο αταξινόμητο λόγο της ταινίας, η οποία άνοιξε στις αίθουσες την ίδια βδομάδα με το Godzilla (?) και φυσικά πάτωσε εισπρακτικά. Το Fear And Loathing In Las Vegas είναι για το Easy Rider ότι είναι το Gimme Shelter της συναυλίας των Stones στο Altamond για την ταινία του Woodstock. Πρόκειται για το δυσάρεστο ξενέρωμα μετά το trip, το hangover μετά το πάρτι. Όχι με διδακτισμούς και νοήματα αλλά με «Παιθονικό» χιούμορ που ισοπεδώνει κάθε άκαμπτη ηθική. Ο θεατής, οφείλει να περάσει από το παραισθησιογόνο ταξίδι και να φτάσει στο τέλος, στη μοναδική «νηφάλια» σκηνή της ταινίας οπού ο τρόμος του μαχαιριού και η απειλή της αναίτιας βίας ξεσπάει σε ένα ξεχασμένο diner απέναντι σε μια αθώα σερβιτόρα. Εκεί συμβαίνει η ηθική αποτίμηση της ηδονιστικής βόλτας στη σκοτεινή πλευρά του νου. Αν ο θεατής δεν εγκαταλείψει, ίσως αντιληφθεί τη σοφία όσων γράφειο Hunter S. Thompson, στο φινάλε της ανταπόκρισής του από τα βάθη του καμένου από τα χημικά εγκεφάλου του. Σε μια στιγμή απόλυτης διαύγειας, ο Raul κάνει ταμείο για τα -δήθεν- χρυσά χρόνια των 60’s και του κινήματος του San Francisco και θέτει πέρα από κάθε κοινωνικό αφορισμό την αποτυχία του flower power, απομυθοποιεί την απόπειρα διεύρυνσης της αντίληψης μέσω του LSD, βάζει ταφόπλακα σε ιδεολογίες-πυροτεχνήματα και σε όλα όσα έγιναν σλόγκαν και ταυτόχρονα άλλοθι μιας διχασμένης εποχής. 

 

{youtube}QtHro18JeCQ{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured