Μπορεί οι πιο συντηρητικοί κύκλοι της (κάθε) κοινωνίας να συνεχίζουν να περηφανεύονται, υστερικά και πολλάκις ξενοφοβικά, για τα ήθη και τα έθιμά τους, η δυναμική ωστόσο αυτών μοιάζει να έχει εξασθενήσει με τα χρόνια και να συντηρείται μονάχα με την τυποποιημένη μορφή που γεννά η ανάγκη για διασκέδαση-φαγητό-πιοτό, παρά κάποια ιδιαίτερη έννοια για την τήρηση της όποιας παράδοσης.

Με αφορμή λοιπόν την ημέρα της Τσικνοπέμπτης –ενός εθίμου που βρίσκει ενθουσιώσεις υποστηρικτές, αλλά και θερμούς επικριτές– ο Διονύσης Σαββόπουλος κάλεσε στη σκηνή του Άλσους τον παλιό συνεργάτη και φίλο του, Μάκη Χριστοδουλόπουλο. Είναι ένας από τους λόγους που μπορείς να δώσεις κάποιο respect στον Σαββόπουλο: απέφυγε άμεσα την τάση του κοινού στο οποίο απευθύνεται, αλλά και του ευρύτερου χώρου στον οποίον κινείται, που συνήθως απαξιώνει οτιδήποτε περιέχει μπουζούκι αν δεν υπάρχει το χρίσμα κάποιου μέγαλου συνθέτη ή ο επιθετικός προσδιορισμός «έντεχνο» μπρος από το λαϊκό.

54Chstd_2.png

Καθώς οι μουσικοί έλαβαν τις θέσεις τους έπειτα από κάμποση αργοπορία στην έναρξη του προγράμματος (εξαιτίας της οποίας εντεινόταν η δυσφορία που οφειλόταν και στην άτσαλη διαρρύθμιση των τραπεζιών, κυρίως όμως στα σχεδόν άγευστα κρέατα που σερβιρίστηκαν με την αφορμή της Τσικνοπέμπτης), πρώτος ανέλαβε τη σκηνή ο Μάκης Junior, ο εγγονός δηλαδή του Χριστοδουλόπουλου.

54Chstd_3.png

Πλαισιωμένος από τον Ηλία Αναγνώστου, τον Δημήτρη Κρητικό, τον Χαρίση Μπέλο, τον Γεράσιμο Παναγιωτόπουλο, τον Κώστα Παντίδο και τον Yordan Yordanov, διέσχιζε το σανίδι του Άλσους λέγοντας τραγούδια του Νίκου Βέρτη και του Κωνσταντίνου Αργυρού, τηρώντας άψογα τον κώδικα επικοινωνίας και κινησιολογίας του χώρου αυτού. Ευχάριστος κι ευκίνητος, ο Μάκης Junior στάθηκε ολόσωστος φωνητικά, αλλά χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερη χροιά και έκταση: φορές-φορές, μάλιστα, μες την αμηχανία, έμοιαζε να τον καταπίνει η σκηνή και να μην ξεχωρίζει από τους μουσικούς.

54Chstd_4.png

Κάπου εκεί έκανε και την εμφάνισή του ο οικοδεσπότης της βραδιάς, Διονύσης Σαββόπουλος. Καλησπερίζοντάς μας με κρύο ανέκδοτο που εύκολα συγκαταλέγεται στην κατηγορία «χιούμορ (εκλεπτυσμένων) 50άρηδων+», αναφέρθηκε έπειτα στα δημοτικά της εποχής των Αποκριών και στην προσπάθεια της Δόμνας Σαμίου να μαζέψει αυτά τα τραγούδια, ταξιδεύοντας με το κασετόφωνο σ' όλη την Ελλάδα.

54Chstd_5.png

Ο Σαββόπουλος επέλεξε να μας πει το "Να 'Μουν Νύχτα Στο Γιαλό" από τον δίσκο της Τα Αποκριάτικα (1994) μένοντας στο ίδιο κλίμα έπειτα με το "Ανέβηκα Στην Πιπεριά", χωρίς ωστόσο να βρει ανταπόκριση από το κοινό –άγνωστο αν ήταν λόγω άγνοιας ή σεμνοτυφίας. Αντιθέτως, ένθερμη ήταν η αντίδραση που σημειώθηκε με την πρώτη νότα του “Σαν Τον Καραγκιόζη” και έπειτα στο “Ας Κρατήσουν Οι Χοροί”.

54Chstd_6.png

Πολλά μπορείς να καταλογίσεις στον αοιδό –ειδικότερα τα τελευταία χρόνια, με τη στάση του στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα– θα ήταν ωστόσο άδικο να μην του αναγνωρίσεις την ικανότητα να δημιουργεί πανδαιμόνιο, τραγουδώντας με ολόκληρο το σώμα του, έχοντας ταυτόχρονα και τον ρόλο του μαέστρου.

54Chstd_7.png

Κατόπιν αυτού του μικρού σε διάρκεια set, ο Σαββόπουλος υποδέχτηκε μετά μετά βαΐων και κλάδων τον πρωταγωνιστή της ημέρας Μάκη Χριστοδουλόπουλο, ο οποίος με την σειρά του τον ευχαριστούσε ξανά και ξανά, τόσο για την πρόσκληση στο Άλσος, όσο και για τη συνεργασία τους στο παρελθόν.

54Chstd_8.png

Με το έντονο μπλε σακάκι του, ποτισμένο με ό,τι μπορεί να σκεφτεί και να προσδοκά (ίσως και να νοσταλγεί) κάποιος από 'κείνα τα χρόνια στη Φαντασία, ο Χριστοδουλόπουλος ζήτησε το πρώτο λα μινόρε από την ορχήστρα του με περισσή σιγουριά κι αέρα γόη των 1960s. Πάντα σε συναυλίες καλλιτεχνών των οποίων έχουν περάσει τα χρόνια (ο Χριστοδουλόπουλος είναι σήμερα στα 71) σπείρονται φήμες και αμφιβολίες για τη φωνητική τους απόδοση –ρεαλισμός ή ηλικιακός ρατσισμός, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

54Chstd_9.png

Στην περίπτωση πάντως του Χριστοδουλόπουλου η όποια καχυποψία εξατμίσθηκε σε χρόνο ντετέ: αμανές με ατόφια τη δύναμη της φωνής του και το μέταλλο να χτυπά σαν καμπάνα. Σε καθήλωνε, σε ανατρίχιαζε και σε άφηνε σέκο, μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι σου συνέβαινε ακούγοντας τα "Στέφανα", το "Απορώ", τη "Βοσπορίτισσα", το "Δεν Κοιμάμαι Πια Τα Βράδια", το "Όνειρα Και Όνειρα", το "Φτιάξε Μου Έναν Καφέ" και φυσικά το "Προσκλητήριο".

54Chstd_10.png

Τα ποτ-πουρί ευτυχώς λίγα και επιλεγμένα, με τα τραγούδια να μην κόβονται μπακαλίστικα, ύστερα νεοδημοτικά μα και παραγγελιές ("Το Πονεμένο Στήθος Μου"), πριν κληθεί ο εγγονός ξανά στη σκηνή, ώστε να τραγουδήσουν μαζί Στέλιο Καζαντζίδη, Στράτο Διονυσίου, αλλά και Μανώλη Αγγελόπουλο. Μια ματιά προς τον κόσμο θύμιζε εύκολα καλοκαιρινό πανηγύρι σε χωριό. Κάποιοι, στην προσπάθειά τους να χορέψουν ζεϊμπέκικο στη σκηνή, δεν απέφυγαν να μοιάσουν στα μπαλέτα του Φώτη Μεταξόπουλου που βλέπαμε στις παλιές  ελληνικές ταινίες, καθώς αφαιρούσαν τελείως το γήινο που έχει ο συγκεκριμένος χορός, κάνοντάς τον πιο εύθυμο και ανάλαφρο από ό,τι του ταιριάζει.

54Chstd_11.png

Κατά τη διάρκεια του προγράμματος δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πρωταγωνιστής της βραδιάς παραπονιόταν για τον ήχο· ίσως ο ηχολήπτης να μην είχε ξαναβρεθεί να κουμαντάρει κάποια παρόμοια κατάσταση. Ο Χριστοδουλόπουλος εντυπωσίασε πάντως και με το πόσο καλό αυτί διέθετε, αφού δεν άφηνε να του ξεφύγει τίποτα, με τους μουσικούς του να τον κοιτούν στα μάτια και να δέχονται τις συνεχείς παρατηρήσεις του.

54Chstd_12.png

Την αυστηρότητά του φάνηκε να την εξαντλεί στον κλαρινιτζή Κώστα Παντίδο, παραπονούμενος ότι στα δημοτικά δεν έδωσε (με εκείνον, τουλάχιστον) το 100 τοις 100, βρίσκοντας έτσι αφορμή για να πάρει ο ίδιος το κλαρίνο και να παίξει. Στα δε διαστήματα που έμεναν κενά δεν παρέλειψε να μας αποκαλύψει την αποστροφή του για το κρέας, την αγάπη του για τη βυζαντινή μουσική, ακόμα και διαλόγους με τη σύζυγό του σχετικά με την επιλογή του να εγκαταλείψει το σχολείο.

54Chstd_13.png

Αναμφίβολα, μιλά κανείς για έναν καλλιτέχνη με αυτοπεποίθηση και αυθεντικότητα που λίγοι κατάφεραν να διαθέσουν στη δισκογραφία, και με μια φωνή βέβαια που ακόμα λιγότεροι κατόρθωσαν να καλλιεργήσουν. Τα τραγούδια του Μάκη Χριστοδουλόπουλου έχουν συγκινήσει ακόμα και ανθρώπους που δεν ασχολούνται με το είδος, κάνοντας έτσι άδικη την κατάταξή του από πολλούς σε υποδεέστερο επίπεδο, με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια και με διάθεση περιφρονητικήο βασιλιάς του σκυλάδικου» και άλλα παρόμοια).

{youtube}SxsHXP9OkQc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured