Χάρης Συμβουλίδης

Με δεύτερο συνεχόμενο δίσκο να πατάει γερά στην παράδοση και να επαναφέρει στη δισκογραφία κάποια ξεχασμένα διαμάντια, η Στέλλα Κονιτοπούλου δείχνει να βρίσκεται σε μια νέα, ενδιαφέρουσα και δημιουργική καμπή της πορείας της στο τραγούδι. Και το πιστοποίησε και με όσα μας είπε, ένα ηλιόλουστο απόγευμα, σε ένα ήσυχο καφέ...

Νέος δίσκος λοιπόν, διπλός μάλιστα, με παραδοσιακά τραγούδια του γάμου...


Είναι ο 26ος μου, προσωπικός! Τον σκεφτόμουν πολλά χρόνια να τον κάνω αυτόν τον δίσκο, αλλά περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Όταν λοιπόν πέρυσι τον Νοέμβριο πήγα στη Lyra για να κάνουμε το Εις Έτη Πολλά, με τα κάλαντα, άνοιξε ένας καινούργιος κύκλος, πιο επικεντρωμένος στα παραδοσιακά. Ομολογώ βέβαια ότι αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου δεν τα γνώριζα – δεν είχα ασχοληθεί π.χ. με τα της Κρήτης, των παραλίων της Μικράς Ασίας ή των Δωδεκανήσων. Κι όταν κάθισα έτσι για να κάνω την επιλογή ξετρελάθηκα από τις τόσες ωραίες μουσικές που άκουσα. Κι ας ήταν πολλές από τις ηχογραφήσεις παλιές, με τόσο φθαρμένο πια ήχο ώστε να μην ξεχωρίζεις μερικές φορές τα λόγια. Κάποια από τα τραγούδια που ακούς στο cd δεν είχαν μάλιστα ξαναειπωθεί στη δισκογραφία, μετά την εποχή των 78 στροφών – αυτό της Ίμβρου ας πούμε. Ευτυχώς ο Βασίλης ο Οικονόμου, ο μουσικός σύμβουλος του δίσκου, μου έφερνε γραμμένους τους στίχους! Νιώθω περήφανη για την ολοκλήρωση αυτού του cd, ήταν για μένα μια συγκινητική διαδικασία, γεμάτη επίσης με τις όμορφες στιγμές που περάσαμε στο στούντιο τόσο με τους μουσικούς, όσο και με όσους συμμετείχαν.

 

Σε έχει απασχολήσει η πιθανή εμπορική τύχη ενός τέτοιου δίσκου;


Ξέρω ότι μπορεί να μην ενθουσιάσει και τόσο – άλλωστε ο τύπος δεν πολυασχολείται με τα παραδοσιακά. Εγώ πάντως νιώθω ότι και με τα κάλαντα και με τα τραγούδια του γάμου έχω κάνει ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα μου. Κατά μία έννοια, αισθάνομαι ότι το χρωστούσα. Γιατί το παραδοσιακό τραγούδι είναι πια πολύ παραμελημένο, ενώ κρύβει μεγάλο πλούτο. Μόνο η Δόμνα Σαμίου έχει μείνει να προσπαθεί. Τη θαυμάζω πολύ αυτή τη γυναίκα και μακάρι να μπορούσα να πλησιάσω στα βήματά της. Δεν θα μείνω πάντως σε αυτούς τους δύο δίσκους, έχω κι άλλες ιδέες στο

μυαλό μου για πράγματα που θέλω να κάνω γύρω από την παράδοση.

 

Μου έκανε εντύπωση και η προσπάθεια να μπουν τραγούδια στον δίσκο όχι μόνο από τις πιο γνωστές, μουσικά, περιοχές της Ελλάδας, αλλά και από νησιά σαν την Ίμβρο και το Καστελόριζο, η παράδοση των οποίων δεν πολυκαταγράφεται...


Μια που μου δίνεις την ευκαιρία, να πω ότι την επιλογή την έκανα η ίδια, όλων των κομματιών. Γιατί ξέρεις αν δεν μου αρέσουν, αν δεν μου δίνουν κάτι, δεν μπορώ να τραγουδήσω. Ο Βασίλης ο Οικονόμου μου είχε φέρει πάρα πολλά, δέκα cd να φανταστείς με είκοσι κομμάτια το καθένα, από κάθε περιοχή. Θέλω σε κάθε δουλειά που κάνω να υπάρχει το προσωπικό μου ύφος, αν παρατηρήσεις μάλιστα τα άλμπουμ μου θα δεις ότι κρατάω σε όλα την επιμέλεια παραγωγής. Και είμαι και ειλικρινής όταν δεν μου αρέσει κάτι, ακόμα και αν μερικοί δεν το καταλαβαίνουν και ψυχραίνονται. Προτιμώ να τους μιλάω ευθέως, όπως έκανα π.χ. με τον Βασίλη στον δίσκο αυτόν, όταν μου έλεγε «μα καλά, δεν θα βάλεις εκείνο το τραγούδι;». Βέβαια υπήρξε σχεδιασμός και ως προς τη γεωγραφική εκπροσώπηση. Έκατσα δηλαδή με τον χάρτη της Ελλάδας μπροστά, για να μπουν στον δίσκο και τραγούδια από περιοχές όχι και τόσο διαφημισμένες, ώστε η αναφορά να είναι πιο γενική. Στο Καστελόριζο μάλιστα σκεφτόμουν να πάω φέτος, αλλά τελικά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.

 

Και την ορχήστρα δηλαδή που ακούμε στα Παραδοσιακά Τραγούδια Του Γάμου εσύ την επέλεξες;

 

Όχι, εδώ με βοήθησε πολύ ο Βασίλης ο Οικονόμου. Ήθελα μουσικούς οι οποίοι όχι μόνο να κατέχουν την παράδοση, αλλά να μπορούν και να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το ύφος καταγωγής του κάθε τραγουδιού, χωρίς να κολλάνε πουθενά. Τον Αλέξανδρο τον Αρκαδόπουλο ας πούμε, που παίζει κλαρίνο, δεν τον γνώριζα – ήταν επιλογή του Βασίλη. Ή στο τραγούδι από την Καππαδοκία, το “Σήμερις Είν’ Η Μέρα Μας”, όπου κανονάκι, ούτι και σαντούρι παίζουν στον ίδιο τόνο μαζί, όταν το πρωτάκουσα το βρήκα παράξενο, γιατί στη Νάξο όταν έχεις ένα βιολί και ένα κλαρίνο μαζί, το βιολί παίζει ας πούμε στην κάτω οκτάβα και το κλαρίνο στην πάνω. Κι ενώ νόμιζα ότι ίσως θα έπρεπε να βγει το ένα όργανο ώστε να ακούγονται καθαρότερα τα άλλα δύο, μου εξήγησε ο Βασίλης ότι έτσι έπαιζαν παλιά σε εκείνα τα μέρη.

 

Τον δίσκο τον αφιερώνεις στον σύζυγό σου, ενώ υπάρχει κι ένα δικό σου σημείωμα, όπου εύχεσαι καλή αρχή στη νέα ζωή των νιόπαντρων ζευγαριών. Εσύ παντρεύτηκες νέα, σωστά; Ήταν συνήθεια τότε αυτό στην οικογένεια των Κονιτοπουλαίων;

 

Παντρεύτηκα στα 21 και στα 23 απόκτησα την κόρη μου, την Αγγελική! Και δόξα τω θεώ, ευτύχησα στον γάμο μου. Υπήρχε ξέρεις ένας αυταρχισμός τότε και τόσο η μάνα μου όσο και ο πατέρας μου τα πρόσεχαν αυτά, οπότε παντρευόμασταν μικρές. Η μητέρα μου ειδικά μου έλεγε και πώς να βάφομαι, πώς να φτιάχνω τα μαλλιά μου, τι έπρεπε να φοράω... Όταν ήμουν μικρότερη αντιδρούσα απέναντι σε όλες αυτές τις συμβουλές εκείνης ή των θείων μου. Μεγαλώνοντας όμως κατάλαβα ότι με προστάτεψαν από πολλές κακοτοπιές, ενώ κατανόησα και το γιατί: δεν μπορούσες να λες παραδοσιακά τραγούδια, να έχεις τέτοια βιώματα και μετά να τα πετάς ας πούμε όλα έξω. Ειδικά η μητέρα μου ή η θεία μου η Ειρήνη, το έχουν πολύ αυτό, βλέπουν δηλαδή τον εαυτό τους ως τραγουδίστριες, όχι ως σταρ. Η μάνα μου να φανταστείς ακόμα και σήμερα μου λέει διάφορα, ότι π.χ. είναι πολύ προχωρημένο αυτό ή το άλλο που έκανες κτλ. (γέλια!).

 

Ξεκινώντας φαντάζομαι ότι επηρεάστηκες από τη μητέρα σου. Είχες βέβαια και το παράδειγμα της θείας σου της Ειρήνης, η οποία είναι επίσης μεγάλη τραγουδίστρια της παράδοσης...

 

Τη μητέρα μου την άκουγα περισσότερο, τη θεία μου δεν την έζησα και τόσο πολύ, γιατί είχε πάει νωρίτερα από μας στην Αθήνα. Και είχε κάνει επιτυχία μεν, αλλά τότε δεν είχαμε γραμμόφωνα ώστε να ακούμε δίσκους. Οπότε τα πρώτα μου βήματα τα επηρέασε η μαμά, τη θεία άρχισα να την ακούω περισσότερο αφότου μετακομίσαμε στην Αθήνα. Είναι βέβαια σπουδαία και αυτή και την έχω ψάξει στην πορεία, θαυμάζω αυτή τη λιτότητα και την απλότητα στη χροιά της. Πρόκειται ξέρεις για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν περνάει απαρατήρητος, έχει μια λάμψη...

 

Τον παππού σου τον Μιχάλη Κονιτόπουλο τον θυμάσαι αλήθεια; Αυτόν δεν λέγανε «Μωρό»;

 

Αυτόν, ναι! Τον θυμάμαι να κάνει πρόβες με τη μαμά μου και να πηγαίνουν μαζί στα πανηγύρια, όσο ήμασταν στη Νάξο – έζησα εκεί ως τα 6 μου. Μου είχε μάλιστα κάνει φοβερή εντύπωση ο παππούς, γιατί σε εκείνα τα χρόνια διάβαζε παρτιτούρες. Δεν ξέρω πώς το έκανε, πρέπει να είχε φοβερή αντίληψη, ήταν γεννημένος μουσικός. Ίσως να τον είχαν βοηθήσει και τα μαθήματα που είχε κάνει με τον Ογδοντάκη, έναν από τους παλιούς βιολιστές της Σμύρνης. Υπάρχει ένας κύριος – Γιάννης Αγγελής λέγεται – ο οποίος ήταν φοβερός θαυμαστής του παππού μου. Μερακλής άνθρωπος, παρότι ούτε χόρευε, ούτε έπινε. Πήγαινε όμως στα πανηγύρια και στους γάμους όπου έπαιζε ο παππούς με κάτι τεράστιες μπομπίνες και τον μαγνητοφωνούσε. Με αποτέλεσμα να φτιάξει ένα μεγάλο αρχείο, που τώρα το έχει ο αδερφός μου, ο Βασίλης ο Κλουβάτος – ο οποίος μου παίζει βιολί στους δίσκους και έχει γράψει και τις μεγαλύτερες επιτυχίες μου.

 

Τα πρώτα σου βήματα τα έκανες δίπλα στη μητέρα σου λοιπόν και μετά ήρθε η γνωριμία με τον Γιάννη Πάριο, έτσι;

Όταν ήρθαμε στην Αθήνα η μητέρα μου ξεκίνησε να δουλεύει σε μαγαζιά με τον θείο μου τον Γιώργο. Πήγαιναν καλά τα μαγαζιά αυτά, αρκετά άλλωστε βρίσκονταν στο Γαλάτσι, το οποίο είναι αποικία των Ναξιωτών! Έτσι άνοιξαν τελικά ένα δικό τους μαγαζί όλη η οικογένεια, το Μουράγιο, στην Αγία Βαρβάρα – το κράτησαν για 9 χρόνια. Εσύ μπορεί να το έχεις προλάβει ως Μύλο, όταν τραγούδαγε κι η Γλυκερία εκεί. Στο Μουράγιο άρχισα λοιπόν κι εγώ την καριέρα μου, όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Εμφανιζόμουν 12 η ώρα και έλεγα ένα τραγούδι μόνο, τη “Μεγάλη Στιγμή” της Μπέσσυ Αργυράκη! Πήγαινα παράλληλα στο Εθνικό Ωδείο, αλλά επειδή εκεί δεν δίδασκαν παραδοσιακό τραγούδι έκανα ελαφρό λαϊκό. Με τον Γιάννη τον Πάριο γνωρίστηκα αργότερα και ήταν μεγάλη τύχη που συνεργάστηκα μαζί του. Γιατί και εκείνος βοήθησε πολύ το νησιώτικο τραγούδι στο ν’ ακουστεί με τον δίσκο Τα Νησιώτικα το 1982 αλλά κι εμένα μου άνοιξε πόρτες η συμμετοχή στα φωνητικά αυτού του δίσκου. Με βοήθησε βέβαια και ο ίδιος πολύ, δουλέψαμε κατόπιν μαζί σε μαγαζιά, μου έδωσε στίχους... Και έτσι βρέθηκα να κάνω χρυσούς και πλατινένιους δίσκους με καινούργια – όχι παλιά, παραδοσιακά – νησιώτικα τραγούδια. Κάτι το οποίο δεν είχε ξαναγίνει.

 

Είχες πάντως ανησυχίες να κάνεις κι άλλα πράγματα... Στη δεκαετία του 1980 τραγούδησες, αν δεν κάνω λάθος, ακόμα και Γιάννη Μαρκόπουλο...

 

Η ανησυχία είναι μάλλον ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά μου! Πιστεύω επίσης ότι διαθέτω έντονα μια αισθητική, μου έχω εμπιστοσύνη σε αυτό: δεν μου αρέσει δηλαδή το κιτς, επιδιώκω να κάνω πράγματα με επίπεδο, τα οποία να έχουν ποιότητα, βαρύτητα και μια σοβαρότητα. Με τα χρόνια μάλιστα νομίζω πως το ψάχνω ολοένα και πιο βαθιά, με απασχολεί ας πούμε αν ο ήχος που είχα στον τάδε δίσκο ήταν τελικά ο σωστός, αν ήταν σωστό ή λάθος να εντάξω και κάποια ηλεκτρονικά στο τάδε τραγούδι κτλ.

 

Όμως εσένα ειδικά, ίσως και γιατί υπήρξες και η πιο επιτυχημένη εμπορικά από τα νεότερα μέλη των Κονιτοπουλαίων, σε έχουν κατηγορήσει και πιο πολύ για τις επιλογές σου. Λέγοντας π.χ. ότι έβαλες το νησιώτικο στις λαϊκές πίστες ή ότι τραγούδησες Φοίβο.

 

Εντάξει, δεν πειράζει, ας με κατηγορήσανε. Αν δεν ήμουν επιτυχημένη δεν θα συνέβαινε αυτό, όποιος γίνεται πετυχημένος δέχεται πιστεύω βολές. Παλιότερα είναι αλήθεια ότι με ενοχλούσαν όλα αυτά. Αλλά τώρα, που πλέον έχω κατασταλάξει και έχω ηρεμήσει, δεν με απασχολεί πια. Για μένα είναι σημαντικό ότι με γνωρίζουν και οι νεότερες ηλικίες –και συνεχίζει να με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και συνεργάστηκα φέτος με τους Magic De Spell στον καινούργιο τους δίσκο. Με τις επιλογές δε για τις οποίες με κατηγόρησαν πιστεύω ότι βοήθησα κι εγώ με τον τρόπο μου το νησιώτικο τραγούδι να αποκτήσει πανελλαδική προσοχή, την οποία δεν είχε ως τη δεκαετία του 1980. Θυμάμαι μικρή να λένε στην οικογένειά μου ότι τα σύνορα του νησιώτικου φτάνουν μέχρι τη Λαμία και ότι τα πανηγύρια όπου συμμετείχαν οι Κονιτόπουλοι τα καλοκαίρια δεν έφταναν πιο πάνω από τη Θήβα ή την Εύβοια. Εγώ όμως έφτασα μέχρι την Αλεξανδρούπολη, εμφανίστηκα συχνά στη Θεσσαλονίκη –όπως και εκτός Ελλάδας. Δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά τώρα είναι νομίζω που το νησιώτικο βρίσκεται σε κάθοδο, εξ’ αιτίας ορισμένων οι οποίοι το έχουν εντελώς αλλοιώσει.

 

Εσύ επομένως πώς θα σύστηνες σε ένα νεότερο παιδί να ξεκινήσει, το οποίο θα ήθελε –ως ακροατής, όχι ως μουσικός– να ψάξει την παράδοση, ώστε να μην πέσει σε «αλλοιωμένα» προϊόντα;

 

Είναι πολύ δύσκολο... Γιατί δυστυχώς τέτοιες περιπτώσεις τυγχάνουν αρκετής προβολής και τα παιδιά συνήθως παρασύρονται εύκολα. Όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι: δες τι γίνεται με διάφορους λαϊκούς τραγουδιστές, οι οποίοι μεσουρανούν τα τελευταία χρόνια για λίγο και μετά χάνονται. Έχω παραβρεθεί κι εγώ σε κουβέντες όπου λένε, «α, ο τάδε είναι πρώτος». Αλλά το λένε αναπαράγοντας απλώς ένα διαφημιστικό μήνυμα, δεν έχουν άποψη. Χρειάζεται λοιπόν μουσική παιδεία, πέρα από τον χαβαλέ, τα εφέ και όλα αυτά. Κι αυτό μπορεί να ξεκινήσει μόνο από την οικογένεια και κατόπιν να υποστηριχτεί από τα σχολεία ή και από την τοπική αυτοδιοίκηση. Ο αδερφός μου ο Βασίλης, ας πούμε, διδάσκει παραδοσιακό βιολί στον Δήμο Γαλατσίου, δωρεάν.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured