Αξιόλογος συνθέτης, που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Καζαντζής αποτελεί μια χαμηλόφωνη, αλλά σημαντική παρουσία στον χώρο του έντεχνου τραγουδιού εδώ και πολλά χρόνια, έχοντας προσφέρει πολλά αγαπημένα τραγούδια, αλλά και δουλειές με ορχηστρική μουσική. Τo Avopolis Greek μίλησε μαζί του με αφορμή τον τελευταίο του δίσκο, με τίτλο Ίσαλος Γραμμή…

Ο τίτλος του άλμπουμ Ίσαλος Γραμμή είναι ένας αρκετά τεχνικός όρος, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του δίσκου, που είναι αρκετά συναισθηματικό. Τι συμβολίζει για εσάς αυτός ο τίτλος;

«Κατ’ αρχάς, Ίσαλος Γραμμή είναι η γραμμή που τέμνει η επιφάνεια της θάλασσας με το σκαρί. Είναι οι ισορροπίες του πλοίου. Εκτός απ' το ότι είναι φυσικά και ο τίτλος του ομώνυμου τραγουδιού έχει και μια μεταφορική χρήση. Για μένα συμβολίζει την αναζήτηση της προσωπικής ισορροπίας, πρώτα της δικής μου και έπειτα του καθημερινού ανθρώπου στον οποίον απευθύνεται η δουλειά. Ο δίσκος αυτός, όπως και να το δεις, διακρίνεται από την αναζήτηση μιας ισορροπίας ύφους, μιας ισορροπίας εντάσεων και ηχοχρωμάτων».

Είναι το δεύτερο συνεχόμενο άλμπουμ – μετά το Του Έρωτα Και Του Ουρανού του 2004 – όπου επιλέγετε έναν πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα στο ερμηνευτικό κομμάτι, χρησιμοποιώντας πολλούς διαφορετικούς τραγουδιστές. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση;

«Επειδή υπήρχε μια πολυμορφία στην έκφραση των τραγουδιών. Δηλαδή, κάθε τραγούδι ζητούσε τον δικό του τραγουδιστή. Και αυτό δεν είναι κακό, όταν υπάρχει ένα κεντρικό στοιχείο που είναι ο συνθέτης. Όπως ένας τραγουδιστής επιλέγει πολλούς συνθέτες με κοινό ύφος, έτσι μπορεί να γίνει και το αντίθετο. Και βέβαια είναι και πολύ εύκολο να πετύχεις πάρα πολύ καλές ερμηνείες, γιατί όλοι αυτοί δεν επιλέχθηκαν μόνο γιατί είναι «πρώτα» ονόματα, αλλά λόγω του ότι είναι εκπληκτικοί τραγουδιστές – κι έτσι μπόρεσα να εξασφαλίσω πολύ καλές ερμηνείες για όλα τα κομμάτια. Από κει και πέρα το προσωπικό ύφος του ενός και μοναδικού συνθέτη στη δουλειά και η ενορχήστρωση, η οποία σχεδόν σε όλα είναι δική μου – εκτός από δύο, στο "Μ' Ένα Ζέπελιν" που είναι του Άκη Κατσουπάκη και στο "Ο Έρωτας Δεν Περιμένει" που είναι του Γιώργου Ανδρέου – δίνει μια κεντρική εικόνα στo άλμπουμ».

Τα τραγούδια του δίσκου κινούνται μουσικά σ' ένα αρκετά ευρύ μουσικό φάσμα, που έχουμε όλοι συνηθίσει να αποκαλούμε «έντεχνο». Σας εκφράζει αυτός ο όρος; Και πώς τον αντιλαμβάνεστε εν γένει;

«Κοίταξε, ίσως κολλάμε στη λέξη έντεχνο, όμως πρέπει να υπάρχει κάπως μια διαφοροποίηση ενός χώρου από έναν άλλον. Μπορεί να μην τον ονομάζουμε έντεχνο, όμως τα τραγούδια που είναι ενταγμένα σ’ αυτό τον χώρο έχουνε κάτι κοινό: έχουν μια αναζήτηση, έχουν ένα όραμα, έχουν μια διάθεση να μην επαναλαμβάνονται, έχουν έναν ποιητικό στίχο και μια ποιητική στη μουσική τους. Αγαπάνε περισσότερο την τέχνη αυτά τα τραγούδια, παρά το ευτελές και εμπορικό. Δεν έχει καμία σημασία αν είναι λαϊκότροπο το τραγούδι, αν είναι μπαλάντα, αν είναι δυτικότροπο ή παραδοσιακό. Το θέμα είναι να υπάρχει μια ανησυχία μέσα στο κομμάτι. Μια ανησυχία για να ταράξει τα δικά σου νερά, όχι των άλλων. Να δώσεις κάτι, να προχωρήσεις το γίγνεσθαι».

Στην Ίσαλο Γραμμή έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στην επιλογή των στίχων κι αξίζει να γίνει μια αναφορά, αν θέλετε, στους στιχουργούς.

«Σε τέσσερα τραγούδια οι στίχοι είναι της Ελένης Φωτάκη, με την οποία είχαμε πρωτοσυνεργαστεί στον Χειμωνανθό, όπου τραγούδησε ο Γιάννης Χαρούλης. Πραγματικά γράφει πολύ ωραία αυτή η κοπέλα. Από κει και πέρα, τι να πω για τον Μάνο Ελευθερίου; Είναι μεγάλη μας τιμή που τον φιλοξενούμε μέσα σ’ αυτό το άλμπουμ με το τραγούδι "Η Πανοπλία Που Φοράς". Είναι ένα τραγούδι το οποίο είχε δώσει στον Νταλάρα και στον Κουμπιό και είχε ζητήσει συγκεκριμένα «να το δώσετε στον Γιώργο αυτό το τραγούδι», επειδή ανέφερε μέσα τα «ψεύτικα στολίδια» που έκανε αντιπαραβολή με τον τίτλο του προηγούμενου οργανικού μου δίσκου, Feau Bijoux, και ο οποίος τον είχε ενθουσιάσει. Έπειτα, τρία τραγούδια έχει γράψει ο Γιάννης Μελισσίδης, ένας πάρα πολύ αξιόλογος στιχουργός, ο Χρίστος Παπαδόπουλος έχει γράψει την "Αλεξάνδρεια", ο Γιώργος Αθανασόπουλος που έχουμε κάνει και παλιότερες δουλειές μαζί κι έχει κάνει κι επιτυχία μαζί με τον Σωκράτη τον Μάλαμα, το “Τσιγάρο Ατέλειωτο”. Τέλος έχω γράψει κι εγώ τους στίχους στην "Άχρωμη Σιωπή"».

Η "Πανοπλία" που αναφέρατε προηγουμένως είχε ηχογραφηθεί και πρόσφατα στον δίσκο Πάντα Κάτι Μένει, σε μια πολύ διαφορετική εκτέλεση.

«Εγώ το είχα στείλει με αυτή τη μορφή σαν ζεϊμπέκικο, αλλά στην Αθήνα θέλησαν να το αλλάξουν. Όταν το έκαναν μου τηλεφώνησαν να το ακούσω, μου άρεσε η άποψη και τους είπα βέβαια ότι όταν κάνω εγώ τον δίσκο μου θα κρατήσω τη δικιά μου άποψη – όπως κι έγινε. Είναι δύο απόψεις πάρα πολύ καλές για το ίδιο τραγούδι».

Παράλληλα με τις δουλειές σας με τραγούδια, έχετε κυκλοφορήσει και τέσσερις δίσκους με ορχηστρική μουσική. Πόσο διαφορετικά προσεγγίζετε τις δύο περιπτώσεις;

«Σαφώς δεν είναι το ίδιο πράγμα. Είναι ένα κομμάτι που έχει μέσα στον πυρήνα του τη διάθεση να είναι οργανικό. Ξεφεύγει στη δομή κατά τη σύλληψή του και δηλώνει την ανάγκη να απαλλαγεί από τον περιορισμό του στίχου και να δώσει ρόλους σε διάφορα όργανα, να κινηθούν σαν ορχήστρα πλέον, σαν ορχηστρική μουσική. Όλα έχουν ενδιαφέρον για μένα, αλλά όταν κάνω οργανική μουσική έχω μια μεγαλύτερη διάθεση ελευθερίας γιατί είναι αλήθεια ότι η δομή του τραγουδιού και ο στίχος περιορίζει τη μουσική. Την κάνει πιο συγκεντρωμένη. Και νοηματικά περιορίζει τη φαντασία του ακροατή. Και από την άλλη η δομή ενός τραγουδιού είναι κουπλέ-ρεφραίν. Ενώ η δομή ενός οργανικού κομματιού μπορεί να έχει και 4-5 θέματα και επεισόδια και εναλλαγές και παραλλαγές και πολλά πράγματα. Μπορεί να αναπτυχθεί δηλαδή περισσότερο στον χρόνο, να είναι μεγαλύτερο το ταξίδι, άρα πιο ελεύθερο».

Ο Σταύρος Σιόλας με τον οποίο συνεργάζεστε τώρα και λέει κι ένα τραγούδι στο δίσκο είχε κερδίσει πρόσφατα το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ κι εσείς είχατε διακριθεί στο ίδιο φεστιβάλ πριν από 23 περίπου χρόνια. Τι γνώμη έχετε για τον συγκεκριμένο θεσμό; Πιστεύετε ότι βοηθάει ουσιαστικά το ελληνικό τραγούδι;

«Σαν θεσμός θα μπορούσε να βοηθήσει γιατί τελευταία έχουνε ρίξει πιο πολλά χρήματα και το έχουν δει πιο ζεστά από πλευράς επικοινωνίας κι έχει τραβήξει τα βλέμματα του κόσμου πάνω του. Καλό είναι να υπάρχει και να γίνονται προσπάθειες να προωθούνται νέοι δημιουργοί. Όμως τις δύο τελευταίες χρονιές δεν με ικανοποίησε το υλικό και δεν με ικανοποίησε κι η κατεύθυνση που δίνουνε. Θα προτιμούσα ένα φεστιβάλ τραγουδιού να γίνει όπως έλεγε παλιά ο Χατζιδάκις: «τα τραγούδια να έχουν τη δροσιά του νέου ακούσματος». Όχι κάτι επιτηδευμένα καινούργιο, αλλά να υπάρχει μια δροσιά. Αυτό το πράγμα δεν το είδα. Τη χρονιά που συμμετείχα μάλιστα υπήρχαν πολλά ωραία τραγούδια που επισήμανα, τα οποία δεν πέρασαν ούτε καν στη δεύτερη μέρα. Εκεί είναι που εγώ έχω αντίρρηση, στην προσπάθεια δηλαδή που γίνεται να καλυφθούν όλα τα είδη, δηλαδή να μην δυσαρεστήσουμε κανένα. Πού θα δώσεις όμως το βάρος; Στο ευτελές pop ή στο έντεχνο pop; Στο ευτελές λαϊκό ή στο έντεχνο λαϊκό; Εκεί χρειάζεται περισσότερη άποψη, ένας προσανατολισμός. Ο οποίος θέλει και κότσια βέβαια, έτσι; Δηλαδή όποιος θα το κάνει πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες και να βγει να το υποστηρίξει».

Πώς βλέπετε να πηγαίνει το πράγμα με τις δισκογραφικές; Βρισκόμαστε προς το τέλος αυτής της κατάστασης, στην παρακμή του;

«Προς το τέλος του, βέβαια. Σίγουρα έτσι όπως εξελίσσεται η τεχνολογία το cd ως φορμά θα αρχίσει να φθίνει. Οι εταιρείες σιγά-σιγά δείχνουν ότι έχουν αρχίσει να ρίχνουν το βάρος τους στο live το οποίο πλέον δεν αναπαράγεται. Το μέσο θα είναι μόνο για promotion, όλα πλέον θα διακινούνται μέσα από το internet. Αυτά είναι πράγματα που τα ξέρουμε όλοι, μέσα σε 4-5 χρόνια θα έχει τελειώσει αυτή η ιστορία. Η τεχνολογία αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο.

Σαν δημιουργό αυτή η κατάσταση δεν με τρομάζει, σαν επιχειρηματία σίγουρα με τρομάζει γιατί πλέον το δισκογραφικό προϊόν δεν θα είναι εμπορεύσιμο. Αλλά ανησυχώ και για το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων. Τώρα βλέπεις κάνεις μια δουλειά και ανεξέλεγκτα χρησιμοποιείται η μουσική σου, ο άλλος βγάζει λεφτά, πουλάει mp3 κι εσύ δεν παίρνεις τίποτα. Αυτά είναι τραγικά πράγματα. Σ’ αυτά όμως θα μπορούσε να μπει ένα τέλος μόνο αν θα το ήθελαν οι πολιτείες…».

Στη Θεσσαλονίκη ειδικότερα πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Στο τραγούδι και γενικότερα. Είσαστε αισιόδοξος;

«Για το κοινωνικό δεν είμαι αισιόδοξος. Θεωρώ ότι ο Νεοέλληνας έχει χάσει λιγάκι τον μπούσουλα κι αυτό είναι ακόμα πιο έκδηλο στη Θεσσαλονίκη. Θεωρώ ότι έχουμε χάσει αξίες, έχουμε χάσει ζεστασιά απ’ την καρδιά μας, έχουμε χάσει επικοινωνία. Έχουμε μπει σε μια διαδικασία ενός μοντέλου παρτάκια, όλα για την πάρτη του ο καθένας. Από την άλλη, στον χώρο που κινούμαι εγώ τα πράγματα προχωράνε σχετικά καλά. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι δυσαρεστημένος. Σίγουρα δεν υπάρχουν πολλές κατάλληλες σκηνές στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν κάποιες πολύ μεγάλες και κάποιες πολύ μικρές. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι εγώ έχω κουραστεί πλέον απ’ όλα αυτά τα πράγματα και δίνω περισσότερη σημασία σ’ αυτό καθαυτό το προϊόν, στη δημιουργία. Αυτό με ενδιαφέρει σε πρώτη φάση. Με ενδιαφέρει μέχρι να φύγω απ’ αυτή τη ζωή να παράξω όσο γίνεται πιο πολλά και σημαντικά πράγματα. Από κει και πέρα το πώς θα παρουσιαστούν αυτά σίγουρα κι αυτό μ’ ενδιαφέρει, γιατί η ζωντανή επικοινωνία με τον κόσμο είναι κάτι που θρέφει τον καλλιτέχνη, αλλά σ' ένα δεύτερο επίπεδο».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured