Στην πρώτη του δραστηριοποίηση ως Sunset Blvd., ο Γιώργος Δουδός πέτυχε με το Tell Me About America να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ καλλιτεχνικής και εμπορικής επιτυχίας. Φέτος επιστρέφει με το Most Beautiful Girl, θέλοντας να εδραιώσει ό,τι ξεκίνησε ο προκάτοχός του. Ηλεκτρονικός δημιουργός με ταυτότητα και άποψη, είχε αρκετά να δηλώσει στο Avopolis Greek

Το Most Beautiful Girl ηχεί ως μια φυσική συνέχεια του Tell Me About America, χωρίς όμως να το μιμείται. Κατά πόσο όμως το συνέλαβες έτσι και σε τι θα διαφοροποιούσες τις δημιουργικές του αφετηρίες;

«Μετά το Tell Me About America, και με το γεγονός της μεγάλης εμπορικής του απήχησης για την ελληνική πραγματικότητα, θεώρησα πως δεν έπρεπε επ’ ουδενί να βασιστώ στα μουσικά του στοιχεία, στη φόρμα του, σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί εύπεπτο, εύκολο και χωρίς feeling για τον «δύσκολο» δεύτερο δίσκο. Από τον Ιανουάριο του 2008 και το “Baltimore Days”, ένα καθαρά rock-blues κομμάτι από τους Sunset Blvd., ξεκίνησα μια πορεία γραφής η οποία ήταν στοχευμένη σ’ εγκαταλελειμμένες φόρμες, τουλάχιστον για καλλιτέχνες όπως εγώ, που κινούνται στο χώρο της electronica. Ξεκίνησα έτσι ν’ ασχολούμαι πολύ περισσότερο με τους στίχους, με την επίδραση που θα είχαν αυτοί στους ακροατές του άλμπουμ. Είχα αποφασίσει πως δεν θα χρησιμοποιούσα κανένα blues, gospel ή soul sample, ο,τιδήποτε που θα μου θύμιζε το μουσικό παρελθόν, κομμάτια π.χ. σαν το “Why Does My Heart Feels So Bad?” του Moby – για ν’ αναφέρω ίσως το πιο εμπορικό από αυτά – κανένα ξένο, κανένα ψεύτικο προς εμένα στοιχείο. Με το Most Beautiful Girl ξεκινάω μια πορεία αλλαγής των Sunset Βlvd., μια πορεία που προσπαθεί ν’ αποκαταστήσει την έννοια του τραγουδιού και της μουσικής στη λεγόμενη dance/electronica σκηνή. Δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία, αν και κινούμαι πιο κοντά της».

Η ομώνυμη σύνθεση, “The Most Beautiful Girl”, είναι από τις πιο δυνατές και αξέχαστες στιγμές της δουλειάς. Ποια είναι η ιστορία πίσω της;

Το “Most Beautiful Girl” ξεκινά και τελειώνει μ’ ένα service girl σ’ ένα diner κάπου στη Nebraska, εκεί όπου αρχίζει η Δύση… Πίσω από φράσεις όπως «my father was a salesman», φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές, κρύβεται μια αρχική εντύπωση, ίσως και πεποίθηση, για την εικόνα που έχουμε πλάσει για την πατρική φιγούρα. Πίσω από τις «γέφυρες» αυτής της πόλης κρύβονται οι φόβοι και η αδυναμία μας να τους ξεπεράσουμε. Πίσω από το «life is cruel» κρύβεται μια απλή αλήθεια για το προσωπικό μας reality, τα όριά μας, τους συμβιβασμούς μας. Πίσω από το «honey you are the most beautiful girl» κρύβεται η πιο στέρεα αφετηρία μας, τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οτιδήποτε εντυπώθηκε εκείνη την πρώτη περίοδο κι επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, με μαθηματική ακρίβεια στο υπόλοιπο της ζωής μας. Το “Most Beautiful Girl”, μαζί με το “Laetitia” και το «protection has no end», που κάποια στιγμή ομολογεί ο ήρωας, συμπυκνώνουν την έννοια της γονικής προστασίας όπως αυτή μας δόθηκε ή δεν μας δόθηκε…».

Τόσο το καλλιτεχνικό σου ψευδώνυμο (αναφορά στο Los Angeles, αλλά και σε μια θαυμάσια ταινία), όσο και κάποιες στιγμές της νέας σου δουλειάς οι οποίες δείχνουν να κοιτάνε πίσω προς παλιά μπλουζ και κλασικές στιγμές της μαύρης μουσικής, φανερώνουν μια μεγάλη αγάπη προς την Αμερική. Τι είναι αυτό που βρίσκεις πιο γοητευτικό στην Αμερική και την κουλτούρα της;

«Είναι το αστικό τοπίο, είναι η απομόνωση που μπορείς να βρεις είτε στην 5η Λεωφόρο, είτε στο Highway 61, είτε στη Mojave Δύση, σε λεωφόρους όπως η Sunset Blvd. και η La Cienega. Είναι γιατί μπορείς να χαθείς στα pixel και τα leds της Times Square. Είναι το state of mind της Νέας Υόρκης. Είναι ο σκληρός φονταμενταλισμός των Mid States που είναι φανερός και περιορισμένος στο πλαίσιό του σε αντίθεση με την Ελλάδα. Είναι γιατί αυτή η χώρα ευνοεί την ανανέωση, τη μετάβαση. Δεν είναι το «αμερικανικό όνειρο» με την έννοια της επιτυχίας και των χρημάτων. Ούτε το Empire State με την έννοια των 102 ορόφων του. Είναι οι cinematic εικόνες, τα πράγματα που μπορείς να κάνεις, η έλλειψη κοινωνικής κριτικής, είναι η απουσία της μικρής πόλης, της μικρής σκέψης, είναι η ώθηση που σου δίνει αυτή η χώρα, to be creative, to be real, to be someone».

Το πρώτο σου άλμπουμ ως Sunset Boulevard ευτύχησε να βρει σημαντική κριτική απήχηση. Κατά πόσο όμως μεταφράστηκε και σε εμπορική απήχηση και πόσο σημαντικό ήταν, κατ’ εσέ, το ότι κυκλοφόρησε από μια δραστήρια στον τομέα εταιρεία όπως η Klik;

«Θα μπορούσα να σου πω ότι το Tell Me About America ήταν μέσα στο top-20 των πωλήσεων στην Ελλάδα. Θα διαλέξω το top-50. Για πρώτο project ενός άγνωστου σχήματος που ονομάζεται Sunset Βlvd. η επιτυχία του ήταν παραπάνω από απρόσμενη. Στα credits της επιτυχίας αυτής δεν θα μπορούσε να μην είναι και η Klik Records, η οποία βοήθησε και βοηθά με κάθε δυνατό τρόπο. Δεν μπορώ όμως να παραβλέψω το γεγονός ότι για πρώτη φορά μέσα στο ελληνικό dance πλαίσιο ακούστηκαν κομμάτια τόσο διαφορετικά και ετερόκλητα από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως dance/electronica, κομμάτια όπως τα “Girl One Day” το “Mrs Daisy May” ή ακόμη και το “Ocean Shores Pt1”. Μπορείτε φυσικά να καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο και για τις δύο πλευρές».

Έχουν γίνει κινήσεις προς το εξωτερικό στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από το Tell Me About America; Πόσο διαφορετικά είναι εκεί τα πράγματα;

«Το Tell Me About America υπάρχει στο εξωτερικό, κομμάτια του έχουν μπει σε διάφορες συλλογές, με σημαντικότερη το Buddha Bar ΙΧ. H αποδοχή του ήταν εξίσου θερμή κι αυτό φάνηκε από τα μηνύματα που δέχτηκα στο myspace. Ίσως γιατί γι’ αυτούς είμαι από το…εξωτερικό! Θα σας πω και κάτι για πρώτη φορά… Ήταν ωραία να βρίσκομαι στο Down Town του LA και μπαίνοντας μέσα σε μια vintage boutique ν’ ακούω το “Daisy May” από τα ηχεία… Τότε μόνο κατάλαβα πόσο παγκόσμια μπορεί να είναι η μουσική. Την ίδια πορεία θα ήθελα να ακολουθήσει και το Most Beautiful Girl».

Όπως είχες στο μυαλό σου το επιθυμητό αποτέλεσμα του νέου σου δίσκου, πόσο σημαντική ήταν η παρουσία φυσικών οργάνων σαν π.χ. τις κιθάρες του Γιώργου Μπαντούκ ή τις τρομπέτες του Κώστα Κατσαρού;

«Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία αν κάποιο όργανο είναι φυσικό ή παράγεται μέσα από κάποιο software ή hardware. Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει το αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένα όργανο, ποιος θα είναι ο ήχος του και όχι αν η πηγή του είναι αναλογική ή ψηφιακή. Ευτυχώς και στις δύο περιπτώσεις, του Γιώργου Μπαντούκ και του Κώστα Κατσαρού, με τους οποίους είμαι μόνιμος συνεργάτης, βγήκαν τα tracks περισσότερο ωφελημένα με τις ερμηνείες και τις ιδέες τους».

Τι θεωρείς πως θα κέρδιζες και τι πως θα έχανες αν εμπιστευόσουν την παραγωγή στα χέρια κάποιου άλλου;

«Νομίζω πως μόνο θα κέρδιζα. Δεν είμαι της γνώμης ότι ο συνθέτης και ο στιχουργός θα πρέπει ν’ αναλαμβάνουν την παραγωγή και την ηχοληψία του άλμπουμ. Με κάθε ειλικρίνεια σας λέω πως απεχθάνομαι τη διαδικασία του editing και της ηχοληψίας. Θα ήταν τόσο ωραία να είχα δίπλα μου έναν παραγωγό όπως ο Arif Mardin, όσο ζούσε τουλάχιστον…».

Σύστησέ μας με δύο λόγια και τις γυναικείες φωνές του άλμπουμ, που συχνά κλέβουν την παράσταση με τις ερμηνείες τους.

«Θα ξεκινήσω με τη Σταυρούλα Επιμενίδου, μια νέα τραγουδίστρια, μια φωνή με όλες τις «μαύρες» δυνατότητες, εξαιρετικά συνεργάσιμη και με όλη την υπομονή που απαιτείται για την ηχογράφηση ενός δίσκου. Με την Helen Stamenitis συναντήθηκα πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου για την ηχογράφηση του voice over του “The Most Beautiful Girl”. Δεν την ήξερα, δεν με ήξερε… Ζει στη Μελβούρνη και τη συνάντησα στις καλοκαιρινές της διακοπές. Δεν είναι τραγουδίστρια, αλλά παρόλα αυτά η φωνή της έχει ακριβώς εκείνη τη mature και ευαίσθητη χροιά που φανταζόμουνα για το “The Most Beautiful Girl».

Ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι σου δίσκοι από το 2008;

«Θα πω δύο: The Jazz Influence 3 του Kevin Yost, και το Odyssey των Soda Inc. Μην ξεχνάτε πως από τον Φεβρουάριο δεν άκουγα μουσική, έγραφα μουσική…».

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured