Ο Ιρλανδός που ανανέωσε την παραδοσιακή μας μουσική όσο ελάχιστοι Έλληνες τα τελευταία χρόνια, επιστρέφει με νέο album και ανηφορίζει προς τα μέρη μας για ζωντανές εμφανίσεις (σήμερα και αύριο θα βρίσκεται στο θέατρο Δίπυλο). Το Avopolis συνάντησε τον Ross Daly και μίλησε μαζί του, με αφορμή όλα τα παραπάνω...

 

 

Έρχεσαι για κάποια live στην Αθήνα, ενώ πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και μια καινούργια δουλειά σου...

 

«Οι πρώτες εμφανίσεις θα γίνουν στο θέατρο Δίπυλο, θα είμαστε ένα κουαρτέτο. Με τους συγκεκριμένους ανθρώπους συνεργαζόμαστε εδώ και πολλά χρόνια, ενώ έχουμε παίξει μαζί και σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι ίσως το πιο ευέλικτο από τα σχήματα που διαθέτω. Ίσως οφείλεται στην πολύχρονη γνωριμία μας, ξέρουμε πια ο ένας τον άλλον τόσο καλά, ώστε πριν κάποιος σκεφτεί κάτι, ένας από τους υπόλοιπους έχει ανταποκριθεί. Κι αυτό δίνει μια ελαστικότητα. Πέρα από τα live στην Αθήνα έχουμε προγραμματίσει να πάμε και στο Αμπού Ντάμπι, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στη Γαλλία και σε άλλα μέρη. Το νέο μου cd τώρα λέγεται White Dragon και αποτελεί μια καταγραφή της ζωντανής συνεργασίας που είχαμε με τους Huun Huur Tu από την Τούβα, όταν είχαν έρθει στο Χούδετσι της Κρήτης, τον Σεπτέμβριο του 2003, ως προσκεκλημένοι του Μουσικού Εργαστηρίου Λαβύρινθος. Κατά τα άλλα, κρατιέμαι επίσης απασχολημένος και με μια σειρά σεμιναρίων τα οποία έχω διοργανώσει στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα για τον επόμενο μήνα».

 

Ήταν δύσκολη η σύμπραξη με τους Huun Huur Tu, με δεδομένο ότι προέρχονται από μια τόσο διαφορετική μουσική κουλτούρα;

 

«Πράγματι, έχουν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση στη μουσική οι Huun Huur Tu, αλλά αυτό ακριβώς έκανε για μένα την πρόκληση ενδιαφέρουσα: να δουλέψω δηλαδή με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν κάτι, που, εξωτερικά τουλάχιστον, δεν μοιάζει σε τίποτα με ό,τι κάνουμε εμείς. Εσωτερικά πάντως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο μακρινά, όσο φαίνονταν, ενώ υπήρχε και μεγάλη διάθεση και προθυμία από κάθε μεριά. Και όλοι όσοι δουλέψαμε γι’ αυτό το cd, είμαστε πολύ ευχαριστημένοι, όχι τόσο για το ίδιο το cd, όσο για μια εμπειρία που για εμάς καταγράφηκε ως ξεχωριστής σημασίας».

 

Έχεις ταξιδέψει σε πολλές χώρες και έχεις έρθει σε επαφή με μουσικούς πολιτισμούς τους οποίους μάλλον αγνοούμε στην Ελλάδα. Από την εμπειρία σου αυτή, πόσο εύκολο θεωρείς ότι είναι για έναν άνθρωπο που ζει σε ένα πολύ μακρινό και διαφορετικό μέρος, π.χ. στην Τούβα, να συγκινηθεί από την ελληνική παραδοσιακή μουσική;

 

«Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μουσική, από όπου και αν είναι, είναι δυνατόν να ενδιαφέρει έναν πραγματικό φιλόμουσο, ανεξάρτητα από τη γωνιά του κόσμου στην οποία μένει. Από εκεί και πέρα είναι άλλο θέμα το αν θα είναι του γούστου του. Την αξία της πάντως θα μπορεί να την αναγνωρίσει. Εφόσον βέβαια η μουσική αυτή είναι διαχρονικής αξίας και παρουσιάζεται με σοβαρότητα και μεράκι από κάποιον καλλιτέχνη. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση δηλαδή να πρόκειται για ένα πολιτισμικό προϊόν, όχι εμπορικό. Στις μέρες μας όμως έχουμε πέσει θύματα μιας μεγάλης σύγχυσης, και λέξεις όπως «παράδοση» και «πολιτισμός» δεν έχουν πλέον κανένα αντίκρισμα. Το γιαούρτι π.χ. βαφτίζεται ως «παραδοσιακό» και ας γίνεται από γάλα σκόνης. Και η μεγαλύτερη σύγχυση βρίσκεται νομίζω στη λέξη τέχνη, ειδικά όταν χρησιμοποιείται μαζί με τη λέξη πολιτισμός. Πολλοί δηλαδή νομίζουν ότι, αν έχουν κατανοήσει τον πολιτισμό, έχουν καταλάβει και την τέχνη. Και το αντίθετο - εγώ συναντάω καθημερινά τον χλευασμό της τέχνης εκεί που μένω, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι μετέχουν άμεσα στη διατήρηση του τοπικού πολιτισμού».

 

 

Πιστεύεις στην «ιερότητα» της παράδοσης;

 

«Όχι. Για μένα δεν είναι ούτε ιερή, ούτε όσια η παράδοση, μπορώ μάλιστα να πω ότι εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η παράδοση. Εμένα με ενδιαφέρει η διαχρονική αξία - και κάθε τι «παραδοσιακό» δεν σημαίνει πως διαθέτει αυτόματα και μια τέτοια αξία. Πολλά «παραδοσιακά» πράγματα είναι απλώς συνήθειες, οι οποίες μπορεί να διαιωνίζονται δίχως σκέψη ή συνείδηση. Παράδοση είναι π.χ. να σε κερνάνε μια ρακή όταν κάθεσαι σε ένα καφενείο στην Κρήτη, παράδοση είναι και σε κάποια μέρη να δέρνουν τις γυναίκες τους. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι, επειδή αποτελεί παράδοση, δεν πρέπει να το αλλάξουμε και πρέπει να το σεβαστούμε; Και πρέπει επιτέλους να τελειώνουμε με αυτή την άποψη που θέλει την παράδοση ως μια διαδικασία συντήρησης και διατήρησης. Η παράδοση θέλει συνεχώς ανανέωση, πρέπει πρωτίστως να είναι μια διαδικασία δημιουργίας. Πάνω βέβαια σε μια στέρεα βάση, χρειάζεται να ξέρει κανείς τι έχουν καταθέσει οι αξιόλογοι δημιουργοί του παρελθόντος. Ό,τι μένει δίχως αλλοίωση στον χρόνο, είναι νεκρό».

 

Τι έχεις όμως να πεις για αυτή την αλλοίωση της παραδοσιακής μουσικής τα τελευταία χρόνια, όπου, με αφορμή παραδοσιακά όργανα και τραγούδια, καταλήγουμε τελικά σε ένα είδος μουσικής που δίκαια έχουμε νομίζω εμείς οι κριτικοί ονομάσει ως σκυλοδημοτικό;

 

«Πρόκειται για κανονική «σκυλοποίηση», δίχως με αυτό να θέλω να προσβάλλω τους πολυαγαπημένους μου σκύλους - έχω ξέρεις τρεις! Δυστυχώς πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο δεν περιορίζεται μονάχα στην παραδοσιακή μουσική, μακάρι να ήταν αυτή το μόνο του θύμα. Ζούμε σε μια εποχή όπου βασιλεύουν άνθρωποι αδίστακτοι, διψασμένοι για καριέρα και έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο βρεθεί στον δρόμο τους, αδιαφορώντας για το αν μπορεί να το σπάσουν. Στα τηλεοπτικά παράθυρα ανακυκλώνονται κάθε μέρα οι ίδιοι αστοιχείωτοι, ατάλαντοι και ασήμαντοι άνθρωποι και εμείς τους βάζουμε κάθε βράδυ στα σαλόνια μας. Και βλέπεις ή διαβάζεις αστέρες του σκυλάδικου να σου μιλάνε για τις αγωνίες π.χ. του καλλιτέχνη - αστεία πράγματα είναι αυτά, κωμωδία. Ειδικά για τη μουσική, άνθρωποι οι οποίοι κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά, δεν έχουν πού να παίξουν. Γιατί είναι έτσι το σύστημα, ώστε καλούνται να επιβιώσουν στο περιβάλλον ενός μαγαζιού. Ένα μαγαζί όμως δεν είναι ο σωστός χώρος, είναι ένας χώρος διασκέδασης. Και είναι ωραίο πράγμα η διασκέδαση, αλλά, όταν καλείσαι να γίνεις διασκεδαστής, αφήνεις υποχρεωτικά εκτός το στοιχείο της ψυχαγωγίας. Και δεν μπορούμε να ζούμε μονάχα με αυτή την πλευρά, της διασκέδασης».

 

Έχεις επίγνωση ότι εσύ, αν και Ιρλανδός, υπήρξες αιτία που πολλοί νέοι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα άρχισαν να έχουν μια επαφή με την παραδοσιακή μουσική;

 

«(Γέλια!) Το έχω καταλάβει, μου το έχουν πει πολλοί! Χαίρομαι αν μπόρεσα κάπως να συμβάλλω με αυτό, γιατί με ενδιαφέρει να μπορούν οι νέοι να συνδεθούν με την ποιοτική, αλλά και τη δημιουργική πλευρά της παραδοσιακής μουσικής. Γιατί έχω ακούσει και απόψεις από ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται πως ενδιαφέρονται και αυτοί για κάτι παρόμοιο, και μου έχει σηκωθεί η τρίχα. Γιατί λένε, π.χ., ότι η παράδοση είναι δεδομένη και δεν πρέπει να πειράζουμε τίποτα. Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να προτείνεις σε έναν νέο του σήμερα να απαρνηθεί τη φαντασία του και την έμπνευσή του και να γίνει αντιγραφέας του παρελθόντος. Και όσοι νέοι δεν δέχονται αυτή την εκδοχή της παράδοσης, πολύ καλά κάνουν».

 

Πιστεύεις ότι είναι η κυριαρχία μιας τέτοιας νοοτροπίας, που δεν έχει στους Έλληνες καλλιτέχνες της παράδοσης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, να βρουν σημεία επαφής με τους νέους;

 

«Η ελληνική παραδοσιακή μουσική, εδώ και κάποιες δεκαετίες, έχει κάποια προβλήματα. Για μερικά από τα προβλήματα αυτά φταίνε νομίζω οι ίδιοι οι παραδοσιακοί μουσικοί, για μερικά άλλα όμως όχι. Και πολλά από αυτά, όσον αφορά ειδικά τις ισορροπίες που κρατά η σύγχρονη παραδοσιακή παραγωγή με το παρελθόν, αφορούν ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο την Ελλάδα. Ειδικά για την τελευταία, η λεγόμενη δημοτική μουσική έχει πέσει πλέον πολύ χαμηλά σε εκτίμηση. Ένας λυράρης ή ένας λαουτιέρης στην Κρήτη, ας πούμε, δεν αναγνωρίζεται ως καλλιτέχνης. Αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ένα ανθρώπινο juke box - του δίνεις ένα 50ευρω και του λες «παίξε το τάδε». Υπάρχει αδιαφορία για την καλλιέργεια ή την εσωτερικότητα του μουσικού, ο οποίος αντιμετωπίζεται καθαρά χρηστικά, ως αυτός που θα συνοδέψει τη διασκέδασή μας. Εγώ μπόρεσα να το δω διαφορετικά και να κάνω ίσως μια επαναξιολόγηση κάποιων πραγμάτων, γιατί ήρθα απέξω σε αυτό, κουβαλώντας άλλες καταβολές». 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured