Αφού κέρδισαν το Coca Cola Soundwave του 2007, οι Cyanna ξαναμπαίνουν δυναμικά στο δισκογραφικό παιχνίδι κάνοντας επιτέλους αυτά που θέλουν, όπως τα θέλουν. Τους συναντήσαμε στο στούντιο όπου ηχογραφούν - ήμασταν δε και αρκετά τυχεροί ώστε να τους δούμε και σε δράση...

 

 

Τι τρέχει αλήθεια με το όνομά σας; Υπάρχει ένα μικρό μυστήριο γύρω από το νόημα του Cyanna

 

«Το Cyanna είναι υπαρκτό όνομα, απαντάται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και down under, στην Αυστραλία. Το είδαμε γραμμένο στο ίντερνετ, σαν nickname. Ακουγόταν πολύ καλά και έφερνε και στο μυαλό λέξεις που μας αρέσανε. Το Άννα ας πούμε είναι συμβολικό όνομα - το κατεξοχήν γυναικείο όνομα θα λέγαμε - ενώ υπάρχει και μια παραπομπή στις ελληνικές λέξεις κυανό και κυάνιο, ως κάτι το οποίο μπορεί να είναι και όμορφο και θανατηφόρο. Κάποτε μάλιστα λεγόμασταν Cyanna Mercury, από το κυανιούχος υδράργυρος, αλλά κόψαμε το Mercury για συντομία και ονομάσαμε τελικά έτσι το στούντιό μας. Cyanna είναι η μούσα μας, χρειάζεται και μια γυναίκα στο group. Αλλά επειδή δεν υπάρχει χώρος για κάτι τέτοιο, η γυναικεία παρουσία μπαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο. Πάνω από όλα όμως ακούγεται ωραία και είναι πρωτότυπο».

 

Το Just Α Crαsh περιέχει ένα δυναμικό μείγμα από rock κιθάρες και ηλεκτρονικά στοιχεία. Θεωρείτε πως, ως ηχητική πρόταση, καλύπτει ένα δισκογραφικό κενό στην Ελλάδα ή υπάρχουν κι άλλες μπάντες γύρω με τις οποίες νιώθετε συγγενείς;

 

«Όχι, δεν υπάρχουν νομίζουμε άλλοι που να έχουν πάρει τέτοια στοιχεία από το rock και τέτοια στοιχεία από το electro όπως εμείς. Γιατί πήραμε σκληρά στοιχεία από το rock και από την ηλεκτρονική πλευρά δεν κρατήσαμε καθόλου 1990s, πήγαμε κατευθείαν στις τελευταίες τάσεις. Πειραματιζόμασταν με αυτόν τον ήχο εδώ και χρόνια. Τώρα έχουν βγει και άλλες μπάντες οι οποίες κάνουν απόπειρες παντρέματος rock και electro, ως τώρα όμως καμία που να το κάνει με τον δικό μας τρόπο. Εμάς μας ενδιαφέρει να πλάσουμε τον προσωπικό μας ήχο και όχι απλώς κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα - δεν μας φτάνει αυτό - αλλά κάτι που να μην υπάρχει πουθενά, να το ακούς και να λες, α, Cyanna. Όχι που να μη θυμίζει κάτι άλλο, αλλά που να έχει να πει κάτι το καινούργιο, το οποίο δεν έχει ξανά ειπωθεί. Αυτό θεωρούμε ως σημαντικότερο γι’ αυτό και έχουμε πετάξει πολλά τραγούδια γράφοντας, ακριβώς επειδή είχαν ξαναειπωθεί. Στην Ελλάδα πολλές φορές οι μπάντες αρκούνται στο να καταφέρουν να ηχούν όπως π.χ. τα Αγγλικά groups. Για μας το στοίχημα είναι να το παλέψεις κι άλλο, ώστε να φτιάξεις το δικό σου πράγμα».

 

Για πείτε μου περισσότερα για τα ακούσματά σας. Ποιους καλλιτέχνες θα θεωρούσατε σημαδιακούς για αυτό που παίζετε τώρα;

 

«Από τη rock πλευρά οπωσδήποτε τους AC/DC, είναι ένα κοινό σημείο αναφοράς. Και βέβαια μπάντες όπως οι Nine Inch Nails και τα δικά μας Ξύλινα Σπαθιά. Από την ηλεκτρονική πλευρά σίγουρα LCD Soundsystem, αλλά και Digitalism και Trentemøller. Γενικά μας αρέσουν καλλιτέχνες οι οποίοι κάνουν ηλεκτρονική μουσική σε μορφή τραγουδιών, γιατί μας ενδιαφέρει η ηλεκτρονική μουσική να υποστηρίζεται από στίχο και να περιέχει το ανθρώπινο στοιχείο της φωνής. Μας άρεσε επίσης και το μπαστάρδεμα των Klaxons, ήταν ό,τι πιο mainstream ίσως ακούσαμε τελευταία».

 

Το δεύτερο album σας απέχει μίλια από το πρώτο, το ελληνόφωνο Άγγιξέ.Το. Όμως εσείς ήδη από τότε δουλεύατε κυρίως με αγγλόφωνο στίχο, έτσι δεν είναι;

 

«Όλη η φάση και οι συνθήκες γύρω από το πρώτο album ήταν λάθος από την αρχή. Επιλέξαμε μια εταιρεία η οποία δεν το υποστήριξε και δεν το προώθησε καθόλου, παρόλο που τότε φαινόταν να κάνει πράγματα. Σε σημείο να μη βρίσκεται το album μας στα μαγαζιά έναν μήνα μετά την κυκλοφορία του. Επιπλέον, ενώ είχαμε είκοσι τραγούδια τότε, τα έντεκα αγγλόφωνα και τα εννιά με ελληνικό στίχο, επέμενε η εταιρεία να βγει ένα album με τα εννιά ελληνικά συν ένα μόνο αγγλόφωνο. Μας κόστισε αυτή η ιστορία - και όχι λόγω ελληνικού στίχου. Ο αγγλικός στίχος είναι πολύ πιο δύσκολος δρόμος, ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι στην Ελλάδα και να τραγουδάς Αγγλικά. Μας κόστισε από την άποψη ότι ο πρώτος μας δίσκος ήταν σαν να μη βγήκε ποτέ. Σχεδόν διαλυθήκαμε τότε. Κι έτσι αρχίσαμε να κάνουμε παραγωγές και remixes για άλλους, ως το Synch του 2005 οπότε ξαναπαίξαμε ζωντανά και νιώσαμε ότι υπήρχε ακόμα νόημα. Φτιάξαμε λοιπόν τα πάντα μόνοι μας, το album, το artwork, μια ομάδα συνεργατών, και ύστερα διαλέξαμε εταιρεία. Και νομίζουμε ότι μέτρησε και από τη δική τους πλευρά ότι τους πήγαμε ένα προϊόν έτοιμο».

 

 

Οπότε δεν συμμερίζεστε και πολύ μια ρομαντική άποψη την οποία έχουν άλλοι συνάδελφοί σας, ότι στις μικρές εταιρείες υπάρχει μεράκι και οι μεγάλες είναι απλώς καρχαρίες…

 

«Αν μετρήσει αυτό ως συμβουλή από κάποιους που έχουν βγάλει δίσκο προς κάποιους οι οποίοι επιθυμούν να βγάλουν, δεν υπάρχει κανόνας. Μπορεί να πας σε μια μικρή εταιρεία που την άλλη μέρα θα κλείσει και θα σε αφήσει με τον δίσκο στο χέρι, ή μπορεί να βρεις μια μικρή εταιρεία η οποία θα νοιαστεί για σένα όσο κανείς. Έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία ο άνθρωπος με τον οποίον συνεννοείσαι και το πόσο επαγγελματίας είναι, παρά το αν δουλεύει για μικρή ή για μεγάλη εταιρεία».

 

Επιστρέψατε πάντως πολύ δυναμικά και, ως νικητές του Coca Cola Soundwave, παίξατε και στο εξωτερικό, σε φεστιβάλ στη Γερμανία και στην Ελβετία. Τι σας άφησε η όλη εμπειρία;

 

«Είναι απίστευτος ο επαγγελματισμός, η σοβαρότητα και το επίπεδο που υπάρχει στο εξωτερικό, ακόμα και στη μικρότερη σκηνή ενός φεστιβάλ. Στο St. Gallen στην Ελβετία μαζεύτηκαν χιλιάδες κόσμου και είχαμε και πρόσβαση σε αυτό το πλήθος. Στη Γερμανία η αλήθεια είναι ότι ήταν πιο δύσκολο, αν και παίξαμε σίγουρα σε μια φοβερή σκηνή. Δεν εμφανιστήκαμε όμως σε καλή ώρα, γιατί βγήκαμε μεσημέρι σχεδόν, την ώρα που οι Γερμανοί πίνουνε τις μπίρες τους - και θα έπρεπε κι εμείς να πίνουμε μπίρες (γέλια!). Όμως δεν ήταν μόνο η διοργάνωση φοβερή στο εξωτερικό, αλλά και το ενδιαφέρον που έδειξε ο κόσμος. Υπήρχαν άτομα που χόρευαν με τη μουσική μας, ενώ δώσαμε και δύο αυτόγραφα στη Γερμανία. Όλες αυτές τις εμπειρίες σίγουρα τις χρωστάμε στο Soundwave. Νομίζουμε πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ότι η Coca Cola επέλεξε πολύ σωστούς ανθρώπους για την κριτική επιτροπή. Ανθρώπους οι οποίοι δουλέψανε, ασχολήθηκαν με τον ήχο, την παραγωγή και τη σκηνική παρουσία κάθε συμμετέχοντα, ακούσανε με προσοχή και βοηθήσανε, σαν ας πούμε τη Δήμητρα Γαλάνη, η οποία μας κάλεσε και παίξαμε μαζί της στην Πάτρα, ή ανθρώπους από τον Best και τον Εν Λευκώ. Έδειξαν συγκινητική στάση και τους αισθανθήκανε πραγματικά κοντά μας. Ως νικητές δε του Soundwave είχαμε άλλον αέρα όταν κάτσαμε να μιλήσουμε με τις δισκογραφικές εταιρείες, γιατί πλέον τις είχαμε απέναντί μας, δεν ήμασταν μια μπάντα που δεν την ήξερε κανείς».

 

Παρακολουθείτε τι γίνεται δισκογραφικά στην Ελλάδα;

 

«Βέβαια παρακολουθούμε και ακούμε μάλιστα διαρκώς πολύ ωραία πράγματα, άσχετα με το αν ίσως πολλά από αυτά μείνουνε τελικά στην αφάνεια. Είναι ένα κομβικό σημείο για ό,τι λέμε αγγλόφωνη σκηνή και το κοινό αρχίζει και στηρίζει πιο ενεργά το όλο πράγμα. Και τα hype που γίνονται, μπορεί τελικά να εξαφανίζονται, θεωρούμε όμως πως η φασαρία κάνει τελικά και καλό, γιατί κάποιος κόσμος παραμένει και αφού χαθεί το hype, περιμένοντας το επόμενο. Αλλά όσο ωραίο και αν είναι να γράφουμε για αγγλόφωνη σκηνή και όσο και αν εμπνέει ίσως κάτι τέτοιο, η πραγματικότητα είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει σκηνή, τώρα ουσιαστικά διαμορφώνεται. Από την άλλη, υποχωρεί η ελληνόφωνη rock σκηνή και είναι λυπηρό. Έχει βαλτώσει η κατάσταση και βγαίνουν διαρκώς άνθρωποι οι οποίοι μιμούνται απλώς τους προηγούμενους και δεν παράγουν τίποτα το καινούργιο. Και μένοντας οι ίδιοι δεκαπέντε χρόνια πίσω δεσμεύουν και τον ελληνικό στίχο, καταλήγει να ταυτίζεται μαζί τους και τον αποκλείουν έτσι από κάθε εξέλιξη».

 

Για το άμεσο μέλλον τι σχέδια έχετε κάνει;

 

«Μέσα στο επόμενο δίμηνο θα βγούνε δύο δικά μας remixes. Το ένα θα κυκλοφορήσει επίσημα, για το άλλο θα δούμε. Και τα δύο πάντως ήταν δύσκολες περιπτώσεις. Το ένα μπορούμε να το ανακοινώσουμε, είναι για μια ελληνική μπάντα που έχουμε ξεχωρίσει με stoner/southern rock ήχο, τους Planet Of Zeus, οι οποίοι υπόγραψαν μάλιστα με μια αγγλική εταιρεία. Πέρα από αυτά, το μόνο μας μέλημα είναι τα live. Θέλουμε να φτάσει στον κόσμο η μουσική μας. Η καλλιτεχνική δημιουργία έχει νόημα μόνο όταν φτάνει στο κοινό, άσχετα με το αν θα αρέσει ή θα απορριφθεί. Αλλιώς σε πνίγει. Ειδικά εμείς, ακριβώς λόγω των όσων περάσαμε με το προηγούμενό μας album, έχουμε μια παραπάνω ευαισθησία για το θέμα». 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured