Νίκος Σβέρκος

 

Στο Έγκλημα και Τιμωρία, ο Ντοστογιέφσκι τοποθετεί τον Raskolnikov να εξηγεί στον επιθεωρητή Porfiry τις ιδέες του γύρω από το άρθρο του με τίτλο «Περί Εγκλήματος». Η κεντρική ιδέα, που συναρπάζει τον Porfiry, αφορά το «απόλυτο δικαίωμα ορισμένων ατόμων να παραβιάζουν την κριτική και να προβαίνουν σε εγκλήματα». Σύμφωνα με το σκεπτικό του Raskolnikov, τα εν λόγω άτομα βρίσκονται τοποθετημένα –κατά περίεργο τρόπο– σε θέση ανώτερη των υπολοίπων, με αποτέλεσμα να είναι «καταδικασμένα» να προχωρήσουν σε πράξεις που θα οδηγήσουν την ιστορία και την ανθρωπότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν και τη δυνατότητα (ίσως και την ευθύνη) να κάνουν ένα πρώτο εγκληματικό βήμα, προκειμένου να απελευθερωθούν από κάθε είδους δεσμεύσεις και να περατώσουν το μετέπειτα έργο τους.

Ο τεράστιος συγγραφέας, εκτός της πολεμικής που αναπτύσσει στον διογκούμενο μηδενισμό της εποχής, επί της ουσίας αφήνει ως παρακαταθήκη τα κάθε λογής ερωτήματα που πηγάζουν από την ακραία ιστορία του δολοφόνου. Έτσι προκύπτει και για τους παροικούντες τα πολιτιστικά πράγματα ένα αντίστοιχο ερώτημα, αντεστραμμένο: Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την απόλυτη δυνατότητα να προχωρήσουν, όχι σε εγκλήματα, αλλά σε πρωτοποριακές εκφραστικές μορφές, να θέσουν σε κίνηση την πολιτική δημιουργία, να εμπνεύσουν, να εκθέσουν, να προβοκάρουν και –φυσικά– να σφάλλουν σε αυτή τους την αναζήτηση; Στις εποχές μας, αυτή η συζήτηση περί ενός τέτοιου δικαιώματος κάθε άλλο παρά «φιλολογική» είναι, σε σχέση με τους γκρίζους καιρούς του 1866. Κι όμως η περίπτωση του David Bowie δημιουργεί την ανάγκη μιας τέτοιου είδους διαβούλευσης.

{youtube}6fHoMw8tCzo{/youtube}

Ο Bowie, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις στο αναπάντεχο συμβάν του θανάτου του, κατείχε μια θέση ανώτερη στον καλλιτεχνικό κόσμο από τις στρατιές νεαρών και γηραιοτέρων, που πασχίζουν να παράξουν κάτι πρωτότυπο. Προσοχή, οι συγκεκριμένοι προσπαθούν (μάταια) να παράξουν κάτι ιστορικά και παραδοσιακά αυτονομημένο, εν είδει μιας διαρκούς αναζήτησης αυτοεπιβεβαίωσης και εστετισμού. Εν αντιθέσει, ο Bowie αντιλαμβανόταν τη μουσική του οπτική ως κομμάτι, ως παραφυάδα ορθότερα, μιας κληρονομιάς εγγεγραμμένης στο συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινωνίας.

Αυτός ήταν τελικά και ο λόγος που τα πρωτοσέλιδα των ευρωπαϊκών εφημερίδων γέμισαν με φωτογραφίες των κάθε λογής persona που οικοδομούσε. Από το ανδρόγυνο μοντέλο του Hunky Dory και τον αισιόδοξο εξωγήινο Ziggy Stardust μέχρι τον «Λευκό Δούκα» και τον απροσάρμοστο Βερολινέζο, ο Bowie κατάφερνε να ξεπερνά τα εσκαμμένα, σεβόμενος απόλυτα το περιβάλλον που τον στοίχειωνε, τη μόδα, τις τάσεις, τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις. Ο Bowie, με άλλα λόγια, ήταν για τους επιγόνους του ο φυσικός πατριάρχης μιας αντίληψης που θέλει τον καλλιτέχνη στο επίκεντρο του έργου και όχι απλώς ως κοινωνό ενός μηνύματος. Εξ ου και οι αμιγώς πολιτικές δηλώσεις του έμοιαζαν τόσο αλλοπρόσαλλες, έως επικίνδυνες. Διότι εξυπηρετούσαν ένα συγκεκριμένο μοντέλο έκφρασης, δεν συμπεριλάμβαναν την ύπαρξή του ως μέρος ενός σχεδίου.

Όπως ανέφερε άλλωστε o John Donne (και αναπαρήγαγε ο Hemingway στο Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα), «κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ένα ακέραιο σύμπαν από μόνος του. Κάθε άνθρωπος είναι κομμάτι της Ηπείρου». Ο Bowie, με τον ίδιο τρόπο, καθισμένος σε ακρωτήρι ελκυστικό, λάμβανε τις συγκλίνουσες δυνάμεις του περιγύρου του στη δεκαετία του 1970, κατά την οποία η απέχθεια γινόταν καθημερινότητα. Φρόντιζε όμως να αναπνέει και να συλλογίζεται ως ένα παιδί μεγαλωμένο στο Brixton. Αλήθεια, πόσοι το κατάφεραν αυτό;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured