Όταν πηγαίναμε σχολείο, η βασική παρηγοριά όσων τύχαινε να είναι λίγο διαφορετικοί από τα  άλλα παιδιά – και συνεπώς θύματα κοροϊδίας – ήτανε πως όταν θα βγαίνανε έξω στον πραγματικό κόσμο η αληθινή  αξία θα φανερωνότανε και θα γίνονταν οι πιο σπουδαίοι απ’όλους.


 


Τι γίνεται όμως όταν ένα «παιδί» συνειδητοποιεί πως στον πραγματικό κόσμο ένας διαφορετικός άνθρωπος έχει ακόμα λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσει απ’ότι μέσα στην κλειστή κοινωνία ενός σχολείου; Τι συμβαίνει όταν αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος δεν έμαθε ποτέ στην ζωή του να σηκώνει ανάστημα λόγω του παραγκωνισμένου ρόλου που έπαιζε επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια ανάμεσα στους συμμαθητές του, καλείται να αντιμετωπίσει άτομα τα οποία ασκούν πάνω του όλα τους τα απωθημένα να γίνουνε μια μέρα προϊστάμενοι;  Και πώς να τολμήσει να πει όχι, όταν έχει μάθει μια ολόκληρη ζωή να λέει ναι;  Πώς αντέχεται το γεγονός ότι η εκτίμηση όλων αυτών που τον περιμένουνε εκεί έξω δεν βασίζεται στο μυαλό, στις γνώσεις, ή στην καλοσύνη την οποία μπορεί να κουβαλάει μέσα του, αλλά στη γοητεία που απαιτείται να μάθει να ασκεί πάνω στους άλλους, στον τσαμπουκά (που δεν διαθέτει), στα ψέματα που πιθανώς να μην είπε ποτέ και στη διάθεση (που δεν έχει) να γλύφει ό,τι κινείται γύρω του και κατέχει μια υψηλότερη επαγγελματική θέση από τον ίδιο; Τι γίνεται τελικά όταν ανακαλύπτει ότι δεν είχε ούτε το σθένος αλλά, ακόμα χειρότερα, ούτε τον τρόπο να θέσει σε εφαρμογή τίποτα από τα παραπάνω;


 


Πώς αισθάνεται άραγε κάποιος ο οποίος πίστεψε με δύναμη ότι η μόρφωση είναι το πιο σημαντικό όπλο στη ζωή και αδημονούσε να του δοθεί μια ευκαιρία να το αξιοποιήσει, όταν διαπιστώνει ότι τα ίδια ανόητα υποκείμενα τα οποία περιφέρονταν δίπλα του στο σχολείο, σήμερα περιφέρονται δίπλα του στη δουλειά του – αν και όχι ακριβώς δίπλα του. Πάντα ένα σκαλοπάτι, μπορεί και δυο, παραπάνω. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που περιφρονούν όλα όσα τούς είναι άγνωστα και μάθανε από το σπίτι τους πως είναι καλύτεροι απ’οποιονδήποτε άλλο. Είναι εκείνοι που γεμίζουν τα Σάββατα τις πίστες των ξενυχτάδικων και τα parking των χλιδάτων clubs με τα αυτοκίνητα τους. Είναι όσοι θα βγάλουνε σε λίγο καιρό σημαντικότερο Έλληνα όλων των εποχών των Μέγα Αλέξανδρο και θα είναι πολύ περήφανοι γι’αυτό. Εκείνοι που σου υπόσχονται φιλία και σε έχουνε προδώσει κιόλας, ένα λεπτό πιο πριν. Και που κοιτούν τον κόσμο με βλέμμα κενό και απλανές, δίχως να βλέπουν. Το ξέρω, είναι πολύ άδικο, μα είναι αλήθεια. Μια αλήθεια την οποία θα ήθελα να ξέρει το δικό μου το παιδί, γιατί εγώ αγνοούσα.


 


Αναστασία Τουρούτογλου


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured