Τάνια Σκραπαλιώρη

 

“You’re a book that I have opened, and now I’ve got to know much more”

                                                                                                         -Massive Attack, Unfinished Sympathy

Την πρώτη χρονιά της τελευταίας δεκαετίας πριν το με ανάμικτα συναισθήματα  πολυαναμενόμενο millennium, την πρώτη χρονιά της τελευταίας oldschool μουσικής δεκαετίας, τη χρονιά που στα λιμάνια εκατέρωθεν του Ατλαντικού ανάψανε φωτιές οι μουσικές «υποκουλτούρες» και οι πολιτισμικές προσμίξεις των βιομηχανικών πόλεων, την χρονιά που στο Σιατλ οι Nirvana ξεκινούσαν με το Nevermind ν’ αλλάξουν τους ροκάδες της επερχόμενης χιλιετίας, στο Μπρίστολ οι Massive Attack δημιούργησαν ένα απροσδόκητο ιδίωμα που έμελλε να αλλάξει με τη σειρά του γενιές και γενιές και τον τρόπο δημιουργίας και πρόσληψης της ηλεκτρονικής μουσικής στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν.

Το Blue Lines, το ντεμπούτo album των Massive Attack, κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 8 Απριλίου του 1991, μετά από ένα μοναδικό ζύμωμα στα πάρτι δρόμου του Μπρίστολ και στην κουλτούρα των τζαμαϊκανών sound systems, από την οποία και στρατολογήθηκαν οι περισσότεροι συντελεστές της πρώτου σχήματος της κολεκτίβας των Massive Attack. H ομαδικότητα και ο καλλιτεχνικός κολεκτιβισμός που ανέμισε σαν σημαία στο όνομά τους υπήρξε πάντα εγγενές στοιχείο του γκρουπ, πηγή της προέλευσής τους και σημαντικό κομμάτι της ιστορίας τους. Οι τρεις πρωτεργάτες Robert “3D” Del Naja, Grant “Daddy G” Marshall και Andy “Mushroom” Vowles, γνωρίστηκαν μέσα από τον προάγγελο των Massive Attack, τους Wild Bunch, μια κολεκτίβα DJs και μουσικών παραγωγών και ενός από τα μεγαλύτερα sound systems της Αγγλίας των 80s. Έχοντας φτάσει πολλές φορές στα πρόθυρα της δισκογραφίας, είχαν αντιληφθεί τις ελλείψεις τους στο σκέλος των φωνητικών κι έτσι στρατολόγησαν μια δυνατή ομάδα συνδρομών, μεταξύ των οποίων τον εξαιρετικό roots reggae βοκαλίστα Horace Andy, τους soul  τραγουδιστές Sarah Nelson και Tony Bryank, κι έναν νεαρό ράπερ που οι δρόμοι του Μπρίστολ ήταν η ζωή του και το multi kulti πρόσημο της μουσικής βρισκόταν στο αίμα του. Με αυτόν τον μαγικό τρόπο που πολλές φορές κάνει κουμάντο στη μουσική ιστορία, βρέθηκε στη σωστή παρέα, τη σωστή στιγμή. Λεγόταν Andrian “Tricky” Thaws.

Με τις guest συμβολές και ιδίως τη συνδρομή του οργιαστικού καλλιτεχνικού πνεύματος και της star quality υπόγειας άρθρωσης του Tricky, το Blue Lines βρέθηκε άρτια εφοδιασμένο με ό, τι χρειαζόταν για να αναπτύξει την πλήρη επαναστατική δυναμική του, προτείνοντας ένα μίγμα dub, r’ n’ b, hip hop και ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής που ήταν εντελώς πρωτότυπο, εντελώς πρωτόγνωρο και εντελώς μπροστά από την εποχή του, όχι μόνο για την Αγγλία αλλά και για όλον τον κόσμο. Το νέο είδος του trip hop είχε γεννηθεί για να σαρώσει εκατοντάδες νεανικά μυαλά και clubs σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, ωστόσο η έκρηξή του ήταν περισσότερο βραδύκαυστη από ό, τι θα ανέμενε κανείς έχοντας στον νου του τον ασύλληπτο αντίκτυπο του δίσκου στη σύγχρονη μουσική παραγωγή.

Σε αντίθεση με τον grunge δυναμίτη και την ορμητική, ισοπεδωτική επιθετικότητά του, που πατούσε σε γνώριμα μεν, ανατρεπτικά δε μονοπάτια, χρησιμοποιώντας τα κλασικά εργαλεία της ροκ μουσικής,  ο εκλεκτισμός και οι λεπτές αποχρώσεις του trip hop χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να αποκωδικοποιηθούν και να συγκινήσουν. Είχε, όμως, με το μέρος του το σημαντικότερο όπλο για μια πραγματική μουσική επανάσταση: την αυθεντική καινοτομία.

To Blue Lines είναι το πρώτο σπουδαίο δείγμα αυτής της μουσικής καινοτομίας, του τελευταίου ίσως «πρωτότυπου» είδους της σύγχρονης μουσικής που συνδύασε με δημιουργικότητα ακριβείας τo αφροαμερικανικό hip hop, τη funk και την τζαμαϊκανή dub και reggae σε μια downbeat φόρμα που διεγείρει ενστικτωδώς και ξεσηκώνει υπόγεια τον ακροατή, με μια τρομακτικά ήρεμη δύναμη. To Blue Lines είναι ο δίσκος–ορόσημο μιας πόλης, και μιας ολόκληρης σκηνής, είναι ο δίσκος που χωρίς αυτόν ίσως να είχαμε χάσει το φαινόμενο Tricky και ίσως οι Portishead να μην είχαν γίνει αυτό που είναι σήμερα.

Παρά τις βαθιές συνδέσεις του με την αφρομερικανική και τη τζαμαϊκανή μουσική κουλτούρα το Blue Lines κατάφερε με έναν μαγικό τρόπο ν’ ακουστεί σαν κάτι εντελώς καινούριο, μια μαγεία που ενισχύθηκε από το πέπλο μυστηρίου που κάλυπτε και καλύπτει έως σήμερα την παραγωγή του δίσκου. Στο Blue Lines δεν είναι ξεκάθαρο ποιος κάνει τι, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε τι που υπάρχει εκεί είναι μέχρι και σήμερα ένα άριστο αποτέλεσμα μουσικής συγκυρίας, ταλέντου, πολυμορφικής συνεργασίας και απροσδόκητης συνοχής. Οι στέρεοι αρμοί που διακρίνονται μεταξύ φύσει θραυσμάτων όπως τα samples, τα επί μέρους beats και το rap είναι σε μεγάλο βαθμό έργο του «μηχανικού» των Massive Attack, Mushroom και του πρόωρα χαμένου Johnny Dollar, o οποίος και συνυπογράφει την παραγωγή του δίσκου μαζί με τον Cameron McVay. Οι δραματικές και συναισθηματικές νότες εξυπηρετούνται άψογα από τη soulful φωνή του Horace Andy και της Sarah Nelson στο “One Love” και το “Safe From Harm”.  Ο φόρος τιμής στις oldschool ρίζες αποτίεται με μαεστρία με τη διασκευή του “Be Thankful for What you Got”. Η απροσδόκητη συμφωνική αισθητική του “Unfinished Sympathy”  είναι η εύφορη ανθισμένη κορυφή καταμεσής μιας ρευστής downtempo κοιλάδας και σκιτσάρει το επικό αποτύπωμα του δίσκου και το x factor του Tricky -δύσκολο να περιοριστεί στο αριστουργηματικό sampling του “Daydreaming” και την ιδιοφυή αγωνία του “Blue Lines”. Γι' αυτό πασπάλισε με αστερόσκονη τον δίσκο, κάτι που αποτελεί έως και σήμερα αγκάθι παρεξηγήσεων σχετικά με την πατρότητα του υλικού του δίσκου.

Μετά το Blue Lines οι Massive Attack δεν ήταν ποτέ πια οι ίδιοι, καθώς οι διαδοχικές αποχωρήσεις και προσχωρήσεις είναι συνυφασμένες με τη φύση της κολεκτίβας. Εκείνοι, όμως, οι Massive Attack που τράβηξαν αυτές τις μπλε γραμμές, ενώνοντας το λιμάνι του Μπρίστολ με τους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης, τα φορτηγά του Κίνγκστον και τα εργοστάσια του Σικάγο, θα είναι πάντα οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν ότι η dance μουσική μπορεί να απευθυνθεί εκτός από τον χορό του σώματος και στον χορό του μυαλού. Θα είναι πάντα η dream team και το σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε θελήσει να κατανοήσει έστω και σε αδρές γραμμές την πανίσχυρη δυναμική της patchwork αισθητικής στη μουσική. To Blue Lines είναι ένα καλειδοσκόπιο που σε μια στροφή μπορείς να δεις όλο το μουσικό παρελθόν και το μέλλον του 1991 να συναντιούνται. Είναι ένα βιβλίο που πέφτει στα χέρια σου στην τύχη, και σε κάνει να θες να μάθεις όλα τα μυστικά του, γιατί απλά είναι ακαταμάχητο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured