Άγγελος Κλειτσίκας

 

Ένα από τα λιγότερο προφανή μαθήματα που μας έχει χαρίσει η σύγχρονη μουσική ιστορία, είναι πως για πολλούς καλλιτέχνες η πλήρης συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων τους δεν αποτελεί και την πιο απλή υπόθεση. Δεν είναι λίγα δηλαδή τα παραδείγματα όσων χρειάστηκε να κυκλοφορήσουν αρκετούς μέτριους δίσκους για να βρουν τελικά τον ήχο τους. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η εμμονή σε περιορισμένες επιρροές, η ακόμη ανολοκλήρωτη διαμόρφωση, καθώς και η έλλειψη συναισθηματικής ισορροπίας (ή υπερβολική ψυχική υγεία, σε μερικές περιπτώσεις) αποτελούν κάποιους μόνο από τους λόγους για τους οποίους οι ιδέες αυτών παρέμεναν σε εμβρυακό στάδιο, όντας υποδιαιρέσεις του πραγματικού τους δημιουργικού πλούτου. 

Indiephil_2.jpg

Υπάρχει όμως μια στιγμή, με πρακτικό ή συμβολικό περιεχόμενο, που λειτουργεί σαν εσωτερικός πνευματικός διακόπτης: από εκείνο το σημείο και μετά, όλα μοιάζουν ν' αποκτούν νόημα· μπορεί να βρίσκονταν πάντα εκεί, αλλά τώρα φωτίζονται στις σωστές αποχρώσεις. Η σημερινή στήλη αποτελεί ένα τέτοιο κολάζ ιστοριών προσωπικής ανάκαμψης, στον δρόμο για την καλλιτεχνική συνειδητοποίηση. Με πρωταγωνιστές τα νέα ονόματα της εναλλακτικής ροκ σκηνής της Φιλαδέλφειας, ξεκινάμε από εκεί όπου είχαμε μείνει τελευταία φορά: με τον Kurt Vile και τον Adam Granduciel να εγκαταλείπουν τις δικές τους περιόδους lo-fi ανάλωσης, συλλαμβάνοντας έναν ευρύτερων αναφορών ροκ ήχο.

Μετά τη κυκλοφορία του Childish Prodigy το 2009, ο Kurt Vile ξεκίνησε μια εξαντλητική περιοδεία. Κατά τη διάρκειά της, άρχισε να δουλεύει το νέο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 2011 στη Matador με τίτλο Smoke Ring For My Halo σε παραγωγή του John Angello –ο οποίος ουσιαστικά καθάρισε τον ήχο του τραγουδοποιού, ανοίγοντάς του τον δρόμο για τον ήχο που άξιζαν να έχουν οι ιδέες του. Το άλμπουμ είναι γεμάτο έντονες συναισθηματικά στιγμές: από το σπαραχτικό  “On Tour”, στο οποίο φανερώνει πόσο πολύ του λείπει η οικογένειά του και μιλάει για την ανάγκη να επιστρέψει πίσω να δει το παιδί του, μέχρι την εμπνευσμένη μελωδία του "Jesus Fever", το Smoke Ring For My Halo ανέδειξε τις πραγματικές συνθετικές ικανότητες του Vile, δημιουργώντας δικαιολογημένο θόρυβο γύρω από το όνομά του.

{youtube}llz8UUuXHSU{/youtube}

Την ίδια φιλοσοφία υιοθέτησε και ο Adam Granduciel ενώ προετοίμαζε το δεύτερο άλμπουμ των War On Drugs: απομονώθηκε, αναζητώντας κάτι πιο ιδιαίτερο, και εμφανίστηκε ξανά τον Αύγουστο του 2011 με το Slave Ambient, γνωρίζοντας μαζική αποδοχή. Η Bruce Springsteen αισθητική και η μελωδικότητα των Fleetwood Mac παρουσιάστηκαν καλά κρυμμένες πίσω από ένα krautrock περιτύλιγμα, χαρίζοντας στα κομμάτια του γενναίες, ανθεμικές διαστάσεις. Ο Granduciel ηχογράφησε βέβαια το άλμπουμ με μηδενικές προσδοκίες, αυτό όμως βρήκε τη δικιά του θέση στα ράφια και στην ψυχή των θιασωτών της αμερικάνικης παράδοσης του ροκ τροβαδούρου, που παρακολουθούσαν στενά τη σύγχρονη σκηνή. Οι κορυφαίες όμως στιγμές των Vile & Granduciel θα έρχονταν στις επόμενες δουλειές, ως λογικό επακόλουθο της δικιάς τους στιγμής καλλιτεχνικής συνειδητοποίησης.

Το Walking On Pretty Daze (2013) βρήκε τον Kurt Vile σε απόλυτη φόρμα, απαλλαγμένο από lo-fi αυτοπεριορισμούς, να δημιουργεί έναν σύγχρονο ροκ δίσκο, ο οποίος έκλεινε συνωμοτικά το μάτι σε όλους τους εφηβικούς του μουσικούς ήρωες. Ο Kurt ποζάρει στο εξώφυλλο μπροστά από τo γκράφιτι του Steve Powers στο Fishtown –στο οποίο βασίστηκε το στιχουργικό περιεχόμενο του άλμπουμ– και στα περιεχόμενα απλώνει λαμπρά όλο του το συνθετικό ταλέντο και το πολυσχιδές του υπόβαθρο: η in your face ροκ γροθιά “KV Crimes” ακούγεται απολαυστικά φρέσκια, η αέρινη μπαλάντα “Girl Called Alex” σε αναγκάζει να ανατρέξεις στη δισκοθήκη σου για το Wildflowers του Tom Petty, ενώ το “Shame Chambers” είναι βουτηγμένο μέσα σε μία τοξικά ψυχεδελική ατμόσφαιρα. Μοιάζει σχεδόν περιττή πια η αναφορά ότι το άλμπουμ βρήκε αμέτρητες θέσεις σε λίστες με τα καλύτερα του 2013.

Στον απόηχο της απρόσμενης μαζικής επιτυχίας του Slave Ambient και της εκτεταμένης περιοδείας που ακολούθησε σε μεγάλες σκηνές γνωστών φεστιβάλ, ο Adam Granduciel αποσύρθηκε στο διαμέρισμά του στη Φιλαδέλφεια με στόχο να αρχίσει να γράφει ξανά. Κι ενώ οι μέρες έμοιαζαν ευχάριστα μονότονες και η δημιουργική διαδικασία αποτελούσε προϊόν παραγωγικής ρουτίνας, ένα πρωινό του Μαρτίου του 2013 μπήκε αιφνίδια σε φάση έντονης προσωπικής αμφισβήτησης –που σταδιακά έλαβε χαοτικές διαστάσεις, με επιθέσεις πανικού και έντονες ψυχοσωματικές διαταραχές. Όλα είχαν αρχίσει να στερούνται νοήματος και ο Granduciel προσπάθησε τότε να αλλάξει τα πάντα: χώρισε με την κοπέλα του, σταμάτησε να καταναλώνει αλκοόλ και έκοψε το τσιγάρο. Τις πρώτες μέρες αυτής της νέας καταθλιπτικής περιόδου, άρχισε τις ηχογραφήσεις.

{youtube}23GdGEzZPvE{/youtube}

Στο Lost In The Dream (2014) η συγκινητική προσπάθειά του να απαντήσει στα φιλοσοφικά ερωτήματα αυτο-παγίδευσής του, αλλά και η ρομαντική του διάθεση να φτιάξει ένα άλμπουμ που θα μετέφερε στο τέλος συναισθήματα ελπίδας και ευτυχίας, γέννησαν μια δουλειά που σκορπάει αφορμές για (ψυχική) απόδραση. Δομείται βέβαια πάνω σε υλικά του παρελθόντος με τόσο ειδικό βάρος, ώστε κάλλιστα θα μπορούσαν να την πνίξουν, μετατρέποντάς τη σε μια αναχρονιστική κυκλοφορία. Αλλά η συνταγή όχι μόνο λειτουργεί, μα αποτέλεσε και την πιο φιλόδοξη προσπάθεια των τελευταίων χρόνων ν' αναμειχθεί το αμερικάνικο ροκ του Bruce Springsteen και του Tom Petty με επιρροές από την πλευρά των Spacemen 3. Τελικά ο Granduciel έγινε μία από τις πλέον συζητημένες μουσικές προσωπικότητες του 2014: λίγο το μαγευτικό Lost In The Dream και οι κορυφές στις λίστες που κατέκτησε, λίγο η επική –και τελικά κουραστική– διαμάχη του με τον Mark Kozelek των Sun Kil Moon, λίγο όμως και το κενό που κάλυψε σε μια μέτρια μουσική χρονιά, αποτέλεσαν τους λόγους για αυτό το suceess story.

Κι ενώ το μέλλον μοιάζει ακόμη πιο υποσχόμενο και για τους δύο, με τον Vile να κυκλοφορεί το νέο του άλμπουμ μέσα στο φθινόπωρο (με τίτλο B’lieve I’m Going Down) και τον Granduciel να υπογράφει συμβόλαιο δύο δίσκων με την Atlantic, αφήνοντας ασυγκίνητους τους indie ηθικούς του φραγμούς, δύο συνεργάτες τους συνέβαλλαν κι εκείνοι στη διαμόρφωση της σκηνής της Φιλαδέλφειας. Ο Steve Gunn, ο οποίος μεγάλωσε στο ίδιο προάστιο με τον Kurt, κυκλοφορεί αξιόλογους πειραματικούς δίσκους εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να προκαλέσει πραγματική αίσθηση με κάποιον από αυτούς. Αλλά μετά τη μίνι συμβολή του στο τελευταίο άλμπουμ του Vile και τη συμμετοχή στην περιοδεία του τελευταίου με τους Violators, το όνομά του άρχισε να καταλαμβάνει χώρο σε όλο και περισσότερα μουσικά blogs. Τη δυναμική αυτή την εκμεταλλεύθηκε πλήρως με το Way Out Weather (2014), ένα καλά κρυμμένο διαμαντάκι εξωγήινης americana και ελεγχόμενα παρανοϊκού φολκ πειραματισμού. 

Ο Dave Hartley, από την άλλη –μπασίστας των War On Drugs και στενός φίλος του Granduciel– κυκλοφόρησε το ντεμπούτο του ως Nightlands το 2010 με τίτλο Forget The Mantra, διοχετεύοντας θεραπευτικά (για τον ίδιο) τις ασυγκράτητες ποπ ευαισθησίες του. Όμως η πραγματικά μεγάλη του στιγμή ήρθε πριν 2 χρόνια με το Oak Island: ένα φανταχτερό στολίδι λεπτεπίλεπτης, σοφιστικέ ποπ, επηρεασμένο βέβαια και από τη βασική του μπάντα. Αν αγαπήσατε λοιπόν την πνευματώδη ποπ, όπως μας τη σύστησε ο Destroyer στο τελευταίο του άλμπουμ, τότε το Oak Island μάλλον θα σας ενθουσιάσει.

{youtube}exSbJDbzsak{/youtube}

Σε έναν τυχαίο ή μη συγχρονισμό, ακολούθησαν μέσα στο 2014 και άλλα ονόματα της τοπικής σκηνής που ξόρκισαν τους δαίμονές τους και κυκλοφόρησαν τους δίσκους που είχαν μέσα τους, αλλά μέχρι τότε δεν είχαν βρει τον τρόπο να τους διοχετεύσουν προς τα έξω. Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία από αυτές θέλει τον Tim Showalterr –τον κύριο Strand Of Oaks, δηλαδή– να περνάει μία σειρά από δοκιμασίες αντοχής, πριν σταθεί υπεύθυνος για ένα από τα πιο πληθωρικά και φιλόδοξα ροκ άλμπουμ της χρονιάς, το Heal. Προορισμένο να ακούγεται σε τεράστιες αρένες ή σε ταξίδια με κατεβασμένα παράθυρα και ατιθάσευτο πνεύμα. 

Indiephil_3.jpg

Ο Showalterr μεγάλωσε στην Indiana, μετακόμισε στη συνέχεια στην Pennsylvania για να σπουδάσει, μα γύρισε ύστερα πίσω, για να παντρευτεί τη γυναίκα των ονείρων του. Τελικά χώρισε, επέστρεψε στην Pennsylvania και μετά από λίγους μήνες έμαθε ότι το σπίτι του είχε γίνει στάχτες –κυριολεκτικά. Κατάφερε όμως, χωρίς να έχει τίποτα απολύτως στη ζωή του, να ορθοποδήσει: έπιασε δουλειά σε ένα εβραϊκό σχολείο, ενώ τα απογεύματα εργαζόταν πάνω στο ντεμπούτο του Leave Ruin (2009). Μέσα στα επόμενα χρόνια παντρεύτηκε ξανά και μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, όπου έχτισε στενή φιλία με τον Kristian Matsson ή αλλιώς The Tallest Man On Earth. Κυκλοφόρησε δε άλλα δύο, λιγότερο καλά, άλμπουμ –για τα οποία και έχει μετανιώσει, σύμφωνα με δηλώσεις του– καταλήγοντας τελικά στο Heal: ένα έργο αυθεντικής ψυχικής λύτρωσης, την οποία μπορεί κανείς να γευτεί σε κάθε του γωνιά. Από το “JM”, τον φόρο τιμής του στον Jason Molina, μέχρι και το ομότιτλο κομμάτι, που φωνάζει στον εαυτό του “You Got To Heal” υπενθυμίζοντας πως ακόμη χρειάζεται δουλειά για να επουλώσει ολοκληρωτικά τις πληγές του παρελθόντος.

{youtube}Gy9HBXniZQ8{/youtube}

Ο Domenic Palermo, ιδρυτικό μέλος του hardcore/shoegaze συγκροτήματος Nothing, έχει τη δικιά του ιστορία πάλης με τους δαίμονές του. Αρχικά η καριέρα του –ως βασικό μέλος της hardcore μπάντας Horror Show, με συμβόλαιο στη θρυλική Deathwish των Converge– φαινόταν να έχει πάρει τη σωστή κατεύθυνση. Όμως οι Horror Show διαλύθηκαν όταν ο Palermo, πάνω σε μία διαμάχη, μαχαίρωσε έναν άντρα που προκαλούσε φασαρίες στα λάιβ τους και μπήκε φυλακή για μεγάλο διάστημα. Όταν τελείωσε η ποινή του, πέρασε μία περίοδο στην οποία δεν ήξερε τι να κάνει με τη ζωή του. Κι ενώ κάθε μέρα ανέβαλλε την αυτοκτονία του, όπως έχει δηλώσει, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι εσωτερικής ψυχικής συμφιλίωσης. Έτσι το 2011 άρχισε να κυκλοφορεί και πάλι μουσική με τη νέα του μπάντα, τους Nothing. Και μετά από μία σειρά πολλά υποσχόμενων ΕΡ, υπέγραψαν στη Relapse, όπου πέρυσι κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους, Guilty Of Everything. Ένα θαρραλέο επιχείρημα, με εκρηκτικό shoegaze πυρήνα στολισμένο με θορυβώδη, ονειρικά layers, που φανέρωνε πως για κάθε δίσκο Slowdive και My Bloody Valentine που αγόραζε ο Palermo υπήρχε κι ένας φίλος του που του έβαζε να ακούσει από Cure μέχρι Hum.

Υπάρχουν κι άλλα ονόματα από τη Φιλαδέλφεια των οποίων αξίζει κανείς να εξερευνήσει το έργο με προσοχή: από τους Restorations και το καθαρόαιμο αμερικάνικο ροκ του περσινού τους LP3 (αν οι Gaslight Anthem έβγαζαν δίσκους στη Dischord, θα ακούγονταν κάπως έτσι), μέχρι τους διαστημικά ψυχεδελικούς και παραγωγικότατους Purling Hiss ή μεγαλύτερα ονόματα του παρελθόντος, που συνεχίζουν να κυκλοφορούν αξιόλογες δουλειές (Dr. Dog, Bardo Pond). Το ροκ σαν έννοια μοιάζει βέβαια πλέον πιο ασαφές και άυλο από ποτέ, αλλά αν υπάρχει κάτι που μου έγινε εμφανές ακόμη περισσότερο μετά τη συγγραφή όσων Indiestopia αφιερώθηκαν στη σκηνή της Φιλαδέλφειας, είναι πως σε αυτή τη πόλη, όποια μορφή και αν πάρει, παραμένει αυθεντικό και απροσποίητο.

Προτεινόμενη δισκογραφία:

Kurt Vile – Walking On A Pretty Daze (2013)

The War On Drugs – Lost In The Dream (2014)

Strand Of Oaks – Heal (2014)

Nothing – Guilty Of Everything (2014) 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured