Θανάσης Μήνας

Την Πρωτομαγιά του 1994, όταν ανακοινώθηκε το "σχίσμα" μεταξύ του Jeff Tweedy και του Jay Farrar, αλλιώς η διάλυση των Uncle Tupelo (εκεί όπου η americana και η alternative country σμίγουν με τον θόρυβο των Dinosaur Jr.), οι περισσότεροι ποντάραμε περισσότερο στον Farrar και στο νέο του σχήμα, τους Son Volt. Εκείνος λογιζόταν η ψυχή και μαζί το μυαλό των Uncle Tupelo ή, ίσως, ήταν απλώς ο πιο προβεβλημένος, την ίδια ώρα που ο Tweedy, πιο διακριτικός, πιο εσωστρεφής, θεωρείτο περισσότερο ένας ικανός συμπαραστάστης, παρά ένα αυτόφωτο μεγάλο ταλέντο. Διαψευστήκαμε! Γιατί, όσο αξιόλογα κι αν είναι τα τρία πρώτα albums των Son Volt (Trace  1995, Straightaways 1997, Wide Swing Tremolo 1998, όλα στη Warner), ήταν τελικά ο Tweedy (κιθάρα, φωνητικά) και οι εναπομείναντες Uncle Tupelo, δηλαδή  οι John Stirrat (μπάσο), Ken Coomer (τύμπανα) και Max Johnston (βιολί, μπάντζο, μαντολίνο κ.ά.), αυτοί που τελικά θα έβγαιναν κερδισμένοι στη σύγκριση, σχηματίζοντας τους Wilco.

261f63fc-65ea-44f1-a5bd-745ab367356e

Τα δύο πρώτα albums των Wilco, το A.M. (Reprise, 1995) και το Being There (Reprise, 1996) συνιστούσαν ένα πρώτης τάξης  ξεκίνημα και προμήνυαν μια ακόμη καλύτερη συνέχεια, όμως, παρά τα πανέμορφα κομμάτια που περιλαμβάνουν, παρέμεναν προσηλωμένα στην παράδοση της americana. Ωστόσο, με το τρίτο τους album, το Summerteeth (Reprise, 1999), οι Wilco επιχείρησαν ένα γενναίο βήμα μπροστά, ξέφυγαν από τα στεγανά της americana και ξανάκουσαν το Pet Sounds των Beach Boys, κρυφοκοιτάζοντας παράλληλα τις ηχητικές αναζητήσεις που έκαναν την ίδια εποχή μπάντες όπως οι Mercury Rev και οι Flaming Lips. Οι υποσχέσεις που έδωσαν σε όσους αδημονούσαν για τη συνέχεια, έμελλε να εκπληρωθούν στο τέταρτό τους album, το οποίο όμως πέρασε πρώτα από σαράντα κύματα μέχρι τελικά να κυκλοφορήσει. Ενδιάμεσα, οι Wilco συνεργάστηκαν με τον Βρετανό τραγουδοποιό Billy Bragg, γράφοντας τη μουσική σε στίχους που άφησε ορφανούς ο Woody Guthrie, στο album Mermaid Avenue (1998). Μια μουσική συνάντηση της Νέας Αριστεράς. 

Οι Wilco άρχισαν να δουλεύουν στο στούντιο το τέταρτο album τους προς το τέλος του 2000 – το χρονικό των ηχογραφήσεων καταγράφεται μάλιστα στο ντοκιμαντέρ I Am Trying to Break Your Heart: A Film About Wilco του σκηνοθέτη Sam Jones, του 2002. Στο μεταξύ υπήρξαν ανακατατάξεις στη σύνθεση της μπάντας: από τα αυθεντικά τους μέλη, οι Ken Coomer και Max Johnston είχαν αποχωρήσει, ο John Stirrat παρέμεινε (μέχρι σήμερα) στο πλευρό του Tweedy, ενώ στο σχήμα προστέθηκαν οι Leroy Bach (πλήκτρα, κιθάρα, μπάσο, σαξόφωνο), Glenn Kotche (τύμπανα) και Jay Bennett (κιθάρα, πιάνο, μέλοτρον, μπάντζο, μπάσο κ.ά). Στις ηχογραφήσεις συμμετέχαν και session μουσικοί, καθώς και ο πολυπράγμων Jim O'Rourke (κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα), ο "οργανικός διανοούμενος" του post-rock, o οποίος ανέλαβε την παραγωγή του δίσκου. Ως παραγωγός, το παλμαρέ του περιλαμβάνει ακόμα τους Sonic Youth, Stereolab, Superchunk, Smog, Faust, Tony Conrad, Red Krayola, Beth Orton, Joanna Newsom, και πολλούς άλλους.

Οι Wilco ολοκλήρωσαν τις ηχογραφήσεις και παρέδωσαν το υλικό στη Reprise προς το τέλος του 2001. Ποτέ όμως μην εμπιστεύεσαι μια πολυεθνική εταιρία! Στους ιθύνοντες της Reprise δεν άρεσε καθόλου το album των Wilco, το θεώρησαν δύσκολο, αντιεμπορικό ή ό,τι άλλο, και αρνήθηκαν να το κυκλοφορήσουν. Οι Wilco έλυσαν το συμβόλαιό τους, πήραν πίσω τα δικαιώματα για την κυκλοφορία του album, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε από τη Nonesuch Records, στις 23 Απριλίου του 2002, με τον τίτλο Yankee Hotel Foxtrot.

ozcafpbufbhzvc2kpmrtg2beru

Το album ξεκινά αργόσυρτα με το "I Am Trying to Break Your Heart", με θορύβους και τον παράξενο ήχο ενός ρολογιού (του Νταλί;), οι κιθάρες σε συνδυασμό με τα πλήκτρα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα psyche, και ο Tweedy περισσότερο μουρμουρίζει παρά τραγουδά. Έπεται το "Kamera", εδώ ο ρυθμός είναι πιο στακάτος, οι ηλεκτρακουστικές κιθάρες θυμίζουν τους Wilco του “Summerteeth”, σαν να έχουμε μια συναστρία Beach Boys και Flaming Lips. Σε αντιδιαστολή, το "Radio Cure" ακούγεται υπνωτικό, σαν χαμένο κομμάτι από το τρίτο album των Velvets ή από το Twin Peaks του David Lynch.

Οι κιθαριστικές συγχορδίες ξαναπαίρνουν τα πάνω τους στο "War on War", το μέλοτρον εμπλουτίζει τον ήχο, οι φωνητικές αρμονίες οδηγούν προς ένα ρεφρέν που σου κολλάει αμέσως, σαν καλοί Fleetwood Mac με διάθεση lo fi. Με βιολιά και με επίμονα ντραμς εισάγεται το "Jesus, Etc", τα πλήκτρα χρωματίζουν και πάλι, και ο Tweedy τραγούδα μελωδικά και κάπως μελαγχολικά: “You can come back anytime you want/I’ ll be around/You were right about the stars/ Stars are setting suns…”.

Τo "Ashes of American Flags" είναι από τις μεγάλες στιγμές του δίσκου. Πιάνο, θόρυβοι από electronics και pedal steel κιθάρα στην ενορχήστρωση, mid tempo ρυθμός, μια νέα, πρωτόγνωρη –τότε- μορφή της americana, με τον Tweedy να αποδομεί το Αμερικανικό Όνειρο στους στίχους: “I wander why I listen to poets/no one gives a fuck […] A hole without a key if I break my tongue/ Speaking of tomorrow, how will it ever come?”. Στον αντίποδα, το "Heavy Metal Drummer" που ακολουθεί, κινείται στα όρια του χορευτικού ρυθμού, οι κιθάρες ακομπανιάρουν και οι στίχοι είναι πιο αισιόδοξοι, πλην όμως περιπαικτικοί (και αυτοειρωνικοί).

Το "I'm the Man Who Loves You" είναι άλλη μια μεγάλη στιγμή του δίσκου. Εισαγωγή με θορύβους, η κιθάρα παίζει ένα ανορθόδοξο, στροβιλιστικό riff, τα πνευστά γεμίζουν στη μέση, ο ρυθμός είναι σχεδόν funky, σαν να ακούς τους Stones στα μέσα του ’70, κατά προτίμηση στο Some Girls. Η καλή κιθαριστική pop ξαναπαίρνει τη σκυτάλη στο "Pot Kettle Black", keyboards και πνευστά στην ενορχήστρωση, ίσως έτσι να ακούγονταν οι Big Star με πιο σύνθετο ήχο. Κι ωραίoι στίχοι: “Every song is a comeback/Every moment is a little bit later…”.

Τα δύο τελευταία κομμάτια είναι τελείως psyche: το μεν "Poor Places" δομείται σταδιακά, με οδηγό το πιάνο που ακούγεται ξεκούρδιστο, και οι κιθάρες παράγουν λελογισμένη παραμόρφωση, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, που, συνδυαστικά με τις φωνές, φέρνει σε noise-gospel, ενώ στο τέλος επαναλαμβάνονται συνθηματικά οι λέξεις Yankee, Hotel, Foxtrot. Το δε "Reservations" κυλά κυματιστά, ακούγονται ήχοι σαν πλοίο που μόλις σαλπάρει, το πιάνο έχει εδώ τον πρώτο λόγο, και οTweedy στην αρχή ψιθυρίζει μονότονα, ώσπου ν’ ανέβει κάπως με φαλτσέτο στο ρεφρέν: “ I've reservations/About so many things/But not about you/Not about you/Not about you…”. Ιδανική έξοδος για ενα άλμπουμ-ποίημα.

Στη εποχή του, το Yankee Hotel Foxtrot αποθεώθηκε από την κριτική. Στο Rolling Stone, ο σπουδαίος γραφιάς David Fricke έκανε λόγο για μια «νέα ψυχεδέλεια» και εξήρε την «πολυπλοκότητα» του album. Το Pitchfork έγραψε «απλώς ένα αριστούργημα». Το Mojo υπερθεμάτισε τη «νέα εποχή της americana», ενώ το Uncut το χαρακτήρισε ως «το αμερικανικό Kid A (Radiohead)». Εμπορικά επίσης πήγε πολύ καλά το album, σκαρφαλώνοντας στο Νο. 13 του chart του Billboard.

41aqyzowj3l__sy580_

Πέρα από τους επετειακούς εορτασμούς (την κυκλοφορία της deluxe edition, με 11 album με ακυκλοφόρητο και live υλικό, βιβλιαράκι, κλπ. ή τις συναυλίες που έδωσαν οι Wilco, παίζοντας τα κομμάτια με τη σειρά που είναι στο δίσκο), είκοσι και κάτι χρόνια μετά από την κυκλοφορία του, το Yankee Hotel Foxtrot παραμένει ένα album στο οποίο αξίζει να επιστρέψεις ξανά και ξανά. Σαν παλίμψηστο: κάθε φορά που το ακούς, σε κάθε στρώση του ήχου, ανακαλύπτεις κάτι καινούριο.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured