Διονύσης Κοτταρίδης


Η στήλη έχει ασχοληθεί και παλιότερα με τη μετάβαση της ακροατικής εμπειρίας απ’ την εποχή του συλλογικού σ’ εκείνη του ατομικού. Εδώ και για μερικούς γύρους ακόμα θα επιχειρήσει ν’ αφήσει πίσω της την επιφάνεια του ζητήματος.

Ιδιώτης ακροατής εκατό χρόνια πριν:

«Θα το νόμιζες παράξενο, έτσι δεν είναι; Θα επιχειρούσες να κρύψεις την έκπληξή σου: θα παρατηρούσες το δωμάτιο για να σιγουρευτείς πως δεν βρίσκεται κανείς άλλος κρυμμένος κι όταν θα καταλάβαινες πως είμαι μόνος θα κοκκίνιζες. Όπως όταν ανακαλύπτεις τον φίλο σου να σνιφάρει κόκα, να αδειάζει στα κρυφά καμιά μπουκάλα ουίσκι, ή να πλέκει κοτσιδάκια τα μαλλιά του. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να κάνουν πράγματα «με τον εαυτό τους», αντίθετα μπορούν κάλλιστα να τα κάνουν με παρέα: ούτε να μονολογήσουν δεν μπορούν, δίχως αυτή τους η ενέργεια να κινήσει υποψίες. Και φοβάμαι πως αν με ανακάλυπταν ν' ακούω την Πέμπτη Συμφωνία, χωρίς έστω έναν συνοδό η παρουσία του οποίου θα αποδείκνυε πως είμαι στα συγκαλά μου, οι φίλοι μου θα απομακρύνονταν κουνώντας με λύπη το κεφάλι».

Akroastika_parth

Ο άλλος είναι προαπαιτούμενο. Η ακρόαση σχεδόν δεν νοείται δίχως την ύπαρξή του. Μάλιστα η απουσία του μπορεί να αποδειχθεί κοινωνικώς επιζήμια…

Ιδιώτες ακροατές σήμερα:

«Η εμπειρία της ακρόασης για μένα υπήρξε πάντα κάτι πολύ ιδιαίτερο, σχεδόν ιερό. Η μουσική είναι ένας κόσμος από μόνη της και η ακρόασή της μοιάζει λες και η καρδιά και το μυαλό σου επιδίδονται σ’ έναν άϋλο χορό. Θυμάμαι πάντα να εκνευρίζομαι ιδιαιτέρως μόλις με διακόπτουν την ώρα που ακούω μουσική».
 
«Την ώρα που τρέχω μ’ αρέσει ν’ ακούω μουσική στο iPhone, ωστόσο είναι πολύ ενοχλητικό μόλις κλήσεις/μηνύματα/ειδοποιήσεις διακόπτουν τη ροή των τραγουδιών. Ξέρω πως μπορώ να γυρίσω σε airplane mode, αλλά έτσι χάνω το GPS που μου χρειάζεται για να μετράω την απόσταση την οποία διανύω μέσω εφαρμογών όπως το RunKeeper. Υπάρχει τρόπος να παίρνω  τις όποιες κλήσεις/μηνύματα/ειδοποιήσεις αφού έχω τελειώσει με τη μουσική;»

«Δεν μ’ ενδιαφέρει ν’ ακούσω καλή μουσική μόλις βγαίνω με φίλους. Κάτι που να μην με ενοχλεί είναι αρκετό. Για τα υπόλοιπα υπάρχει και το σπίτι».

Εδώ ο άλλος είναι βάρος. Η παρουσία του θεωρείται από ενοχλητική έως αφύσικη.

Φαντάζομαι πως μια δημοφιλής θέση για τον τρόπο που ακούμε μουσική σήμερα θα πρότασσε τη δύναμη της επιλογής. Διαλέγεις και παίρνεις: αράζεις στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου και γυρίζεις το τελευταίο των Tindersticks, περνάς το ακουστικό και αλωνίζεις την πόλη με το γκρουβ των Christian Mistress να δίνει το τέμπο, σε βρίσκει το βράδυ σε καμιά μπάρα παρέα με το λαρύγγι της Adele, έμπροσθεν ανεξάρτητης σκηνής μ’ άλλους 5-10 νοματαίους είτε σε κάποια τίγκα κερκίδα γηπεδική, μεγαρική ή και εν γένει φεστιβαλική. Το ιδιωτικό και το δημόσιο, το ατομικό και το συλλογικό αποτελούν εξίσου σοβαρές πιθανότητες. Κι όμως η δικιά μου εντύπωση είναι πως, ανεξαρτήτως περίστασης, η σχέση μας με τη μουσική είναι πλέον βαθιά ιδιωτική με ό,τι συνεπάγεται το γεγονός –ακόμα και στα μέρη μας δηλαδή, όπου η συλλογική παράδοση διαθέτει ακόμα κάποιες ζωντανές ρίζες.

Ανατρέχω στις τελευταίες λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς του Avopolis, εγχώρια ή διεθνή, αν και η συζήτηση θα μπορούσε να αναχθεί σχεδόν σε οποιοδήποτε σύγχρονο μουσικό περιοδικό. Επίσης λίγο-πολύ  θα μπορούσε να αναχθεί στα αγαπημένα άλμπουμ του καθενός μας ξεχωριστά. Τα αναλογίζομαι ένα προς ένα και παρατηρώ το εξής κοινό χαρακτηριστικό, ανεξαρτήτως ηχητικής τοποθέτησης. Ανεξάρτητα απ’ τη δημοφιλία τους,  το είδος τους, το τέμπο τους, τα χρώματά τους, σχεδόν όλα τους απευθύνονται σε άτομα: σε προδιαθέτουν να τ’ ακούσεις μονάχος. Πολλά εξ’ αυτών, μάλιστα, όχι μόνο σε προδιαθέτουν, μα αποκλείουν εντελώς οποιονδήποτε άλλο τρόπο ακρόασης. Η παρουσία συνανθρώπου (ή και συνανθρώπων) τα απονευρώνει, τα ακινητοποιεί, τα ακυρώνει. 

Περί κότας και αυγού λοιπόν. Η σύγχρονη μουσική μας ωθεί σ’ αυτή την ακροατική μοναξιά ή μήπως ο τρόπος που ακούμε έχει αντίκτυπο στα τελικά αποτελέσματα της μουσικής παραγωγής; Έχουμε μπερδέψει το ωραίο με το αμιγώς ατομικό, ή μήπως μέσα στο μυαλό μας το ένα είναι προϋπόθεση του άλλου; Υπό ένα τέτοιο πρίσμα είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εξέλιξη της ακρόασης παράλληλα με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Η μουσική απ' τους δημόσιους χώρους, όπου αναπαραγόταν φυσικά, αρχικά μπήκε στα σπίτια μέσω κοινόχρηστων συσκευών κι έπειτα ακόμα κι αυτή η κοινή εμπειρία, έστω εντός της πυρηνικής οικογένειας, κατακερματίστηκε ακόμα περισσότερο –για να φτάσει να λειτουργεί στο επίπεδο του ατόμου. Σήμερα οι πιο διαδεδομένες συσκευές ακρόασης είναι λογικής ατομικής. Ακούμε απ' τον προσωπικό υπολογιστή, απ' το προσωπικό κινητό τηλέφωνο, απ' το iPad, με ακουστικά ή χωρίς δεν έχει μεγάλη σημασία: ο φυσικός χώρος στον οποίο αναπαράγεται ο ήχος συνήθως χωράει έναν. Και προσοχή, δεν μιλάμε για μια εναλλακτική μορφή ακρόασης όπως μπορεί να ήταν ένα γουόκμαν είκοσι χρόνια πριν, μα για τον κυρίαρχο τρόπο να ερχόμαστε σε επαφή με τη μουσική. Κάποτε ακόμα και το πιο άμουσο σπίτι διέθετε ένα ηχοσύστημα σε χρήση στο σαλόνι του, σήμερα υπάρχουν τα home theaters τα οποία θεωρητικά μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο, ωστόσο στην πράξη σπάνια χρειάζεται.

Άντε και τα δεχόμαστε όλα αυτά, θα μου πείτε, από πού κι ως πού όμως αναιρούν τη δημόσια παρουσία της μουσικής; Μήπως δεν γίνονται ακόμα συναυλίες, δεν υπάρχουν μουσικές σκηνές, μπαρ, μπουζούκια; Δεν καταφτάνουν άνθρωποι σ' όλους αυτούς τους χώρους για να συν-βιώσουν τη μουσική; Επιτρέψτε μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου, όχι προφανώς για το γεγονός αυτό καθ' εαυτό αλλά για τον τρόπο. Εδώ θαρρώ ότι χρειάζεται ένας διαχωρισμός. Μεταξύ των εξειδικευμένων χώρων, όσων δηλαδή προτάσσουν τη μουσική, που υπάρχουν για χάρη της, κι εκείνων στους οποίους η μουσική λειτουργεί ως μέρος μιας συνολικότερης εμπειρίας. Απ' το Μέγαρο μέχρι τη Knot Gallery, για να πιάσω τα καθ' ημάς, οι επισκέπτες προσέρχονται ως ιδιώτες, ακούνε ως ιδιώτες και αποχωρούν ως τέτοιοι. Τυπικά κινούνται σε δημόσιο χώρο, ουσιαστικά όμως στο επίπεδο της ακρόασης λειτουργούν ακριβώς όπως και στο σπίτι τους. Μόνοι. Στο χτύπημα της πρώτης νότας παύει να έχει σημασία ποιος κάθεται δίπλα σου, η μουσική δε σε σπρώχνει κοντά του ίσα-ίσα...

Ποτέ δεν κατάλαβα όσους πάνε μόνοι σε μια συναυλία, όχι επειδή δεν έχουν παρέα, από επιλογή. Τι είναι η μουσική, σινεμά, θέατρο, εικαστική έκθεση; Εκεί τουλάχιστον λες και δυο κουβέντες. Στον αντίποδα αυτής της θρησκευτικού τύπου εξειδίκευσης περιμένει η μαζική κατανάλωση. Άλλο προπύργιο της ιδιώτευσης ετούτο... Εμπρός να βρούμε έναν αισθητικό μέσο όρο, να πιάσουμε τον κόσμο. Τι πάει να πει τον «κόσμο» και τι πάει να πει να τον «πιάσουμε»; Να κατασκευάσουμε δηλαδή μια ψευδαίσθηση κοινής εμπειρίας για πανομοιότυπα άτομα, ούτε λόγος για πρόσωπα, αυτά φέρουν χαρακτηριστικά, ιδιαιτερότητες, διαφορές, να τους μαντρώσουμε κάπου με το αζημίωτο, να τους ποτίσουμε, να περάσουνε καλά κι αύριο δεν σε είδα δεν σε ξέρω. Οι περισσότεροι στο κάτω-κάτω κάτι τέτοιο φαίνεται να αποζητάνε. Κι απ' τα βράδια τους κι απ' τη μουσική.

Όλο και πιο έντονα διακρίνω την πόλωση της μουσικής εμπειρίας. Μια μικρή μειοψηφία ιδιωτεύει αποθεώνοντας τον μουσικό αυτισμό της, ενώ η πλειονότητα ιδιωτεύει κι αυτή, καταναλώνοντας τα συνταγογραφημένα σκευάσματα της βιομηχανίας. Τόσο διαφορετικές, μα και τόσο όμοιες. Τώρα τη μουσική τη βρίσκεις είτε στο περίπτερο πλάι στα κρουασάν, ή σε μικρά δισκάδικα όπου για να βγάλεις άκρη στα ράφια τους χρειάζεσαι πτυχίο μουσικολογίας. Τα ενδιάμεσα, όμως, τι έγιναν τα ενδιάμεσα; Η μουσική ως κοινωνική δύναμη, ως συνεκτικός κρίκος, ως φορέας σχέσης, ζωής; Πάνε αυτά;
 


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured