Διονύσης Κοτταρίδης

Δανείζομαι τον τίτλο όχι απ’ το ομώνυμο άλμπουμ των Talking Heads, αν και τελικά υφίσταται σύνδεση, μα απ’ το σχετικά πρόσφατο βιβλίο Fear of Music: Why People Get Rothko But Don’t Get Stockhausen του μουσικογραφέα David Stubbs. Το εν λόγω πόνημα περιστρέφεται γύρω απ’ τον εξής θεματικό άξονα: ενώ το εικαστικό κομμάτι του avant garde (ό,τι κι αν σημαίνει ο  όρος) κατάφερε σημαντική διείσδυση στα μήκη και στα πλάτη των Δυτικών πληθυσμών, η μουσική εκδοχή του παραμένει μέχρι και σήμερα υπόθεση  ολίγων –στα δε μέρη μας ελάχιστων. Κοινώς, σε μια έκθεση του Rothko ή του Pollock πέφτουν ένα κάρο ετερόκλητα κορμιά, σε μια συναυλία με Stockhausen ή Cage βαράνε παχιές μύγες οι ίδιοι και οι ίδιοι… Πόσο τυχαία είναι αυτή η διαφοροποίηση στην προσέγγιση εικόνας και ήχου;

Λοιπόν, ας διευρύνουμε λίγο τη συζήτηση. Πόσοι ξέρουν τον Lars von Trier (έστω  κατ’ όνομα) και πόσοι τον Johann Johannsson; Πόσες περιποιημένες κυρίες έλαβαν θέση στις ευρωπαϊκές αίθουσες για να δουν τον Αντίχριστο και πόσες ακροάστηκαν το τελευταίο άλμπουμ του Ισλανδού συνθέτη; Τώρα ας διευρύνουμε το κόλπο ακόμα περισσότερο, διότι πήξαμε στη μεγάλη Tέχνη. Σπλατεράκηδες υπάρχουν αρκετοί, έτσι δεν είναι; Πόσοι απ’ αυτούς τη βρίσκουν ηχητικά με το σπλατεράδικο death metal των Cannibal Corpse; Κάποιοι ίσως… Τώρα βρείτε μου έναν που γουστάρει τους εν λόγω κανίβαλους και ταυτόχρονα δεν ζητάει ο οργανισμός του ζόμπια, ακρωτηριασμούς και πίδακες κέτσαπ επί της οθόνης… Ή ακόμα ποιοι βλέπουν θρίλερ έστω και περιστασιακά και ποιοι ακούνε μια στο τόσο κάποια μορφή ακραίας μουσικής; Οι μεν απλώνονται σε όλο το εύρος του πληθυσμού, οι δε αποτελούν ένα εξειδικευμένο κοινό. Η αδερφή μου μπορεί να δει μονορούφι τη Λάμψη του Κιούμπρικ κι ύστερα να κοιμηθεί με μακαριότητα βρέφους. Κι όμως, στον πρώτο κιόλας βορβορυγμό των Deathspell Omega πανιάζει και γίνεται καπνός.
 

Τελικά τη φοβόμαστε τη μουσική; Το βέβαιο είναι πως την αντιλαμβανόμαστε κατά κύριο λόγο ως μέσο παραγωγής θετικών συναισθημάτων και μάλιστα έχουμε πάρα πολύ καλούς λόγους για να το κάνουμε. Ευδαιμονία, χαρά, νοσταλγία, γλυκιά θλίψη, όλα καταλήγουν σε θετικό πρόσημο. Κι ο φόβος, η ασχήμια, η σιχασιά, το άγνωστο, η περιπέτεια, το ρίσκο μέχρι και η καρακαψούρα; Γιατί στις υπόλοιπες τέχνες είμαστε διατεθειμένοι να τα αντιμετωπίσουμε (ή τελοσπάντων να το επιχειρήσουμε πιο εύκολα) ενώ με τη μουσική τα στυλώνουμε; Μήπως είναι κάποια υπόγεια συνωμοσία εικαστικών, σκηνοθετών, γραφιάδων και αγοράς; Πλάκα θα είχε, θα έγραφα καμιά θεωρία, θα έβγαζα και κανά φράγκο (τα πρωτόκολλα των πιστών των εικαστικ-ών και τέτοια…).

Κατ’ αρχάς, το ζήτημα είναι κατασκευαστικό. Η μουσική, σε επίπεδο αισθήσεων, ανάγεται στην ακοή, ενώ όλες οι υπόλοιπες τέχνες ανεξαιρέτως στην όραση. Η ακοή στην κουλτούρα μας λειτουργεί υποστηρικτικά: σχεδόν πάντα ακούμε κάνοντας και κάτι άλλο. Στην περίπτωση μας τούτο μεταφράζεται απλά. Λόγω της φύσης του ήχου και του τρόπου που τον προσλαμβάνουμε, ένα οποιοδήποτε τραγούδι μπορεί να συνοδεύσει τη ζωή μας ανά πάσα στιγμή –αυτό είναι άλλωστε και μέρος της μαγείας του. Απ’ την άλλη, για να δούμε μια ταινία ή για να διαβάσουμε ένα βιβλίο πρέπει να διακόψουμε κάθε άλλη ασχολία μας. Αυτή η φυσική συνθήκη πολύ λογικά επηρεάζει πρώτον την αντίληψή μας και δεύτερον τη συμπεριφορά μας. Όταν συνυφαίνεις κάτι με την καθημερινότητά σου, με τη ζωή σου, πολύ λογικά δεν επιθυμείς ούτε να σε αποσπά υπερβολικά, ούτε βέβαια να σε μπερδεύει συναισθηματικά.

Στη συνέχεια το ζήτημα είναι του ανθρώπινου σώματος ολόκληρου. Η μουσική είναι η μοναδική τέχνη η οποία προβάλλεται (σε πραγματικό χρόνο) στο σώμα μας. Όχι μόνο υπό την ακαθόριστη έννοια μιας ψυχοσωματικής εμπειρίας, μα και καθαρά σε επίπεδο ανατομίας και κίνησης. Ο σύνδεσμος βεβαίως είναι ο ρυθμός. Κι ας μην πάει το μυαλό μας αποκλειστικά στο προφανές του χορού. Το σώμα μορφοποιείται πάντα σε αντιστοιχία με αυτό που του δίνεται ως ηχητικό ερέθισμα είτε αυτό είναι ηπειρώτικο στα τρία, είτε techno κάψιμο, είτε μυοχαλαρωτικό ambient. Όταν του δώσεις λοιπόν κάτι ακραίο/περίεργο/άγνωστο θα αντιδράσει ενστικτωδώς προσπαθώντας να επανέλθει στα φυσικά επίπεδα λειτουργίας. Μέχρι και σήμερα, δυο-τρία χρόνια αφού τους ανακάλυψα, μόλις ακούω τις σαρωτικές συχνότητες των πνευστών των Borbetomagus τσιτώνω, ιδρώνω κι ανεβάζω σφυγμούς.

Τρίτον και ίσως σημαντικότερο. Όπως σημειώνει ευφυώς κι ο Philip Ball στο βιβλίο του The Music Instinct: How Music Works and Why We Can’ t Do Without It, η μουσική είναι η μοναδική τέχνη που ανάγεται αποκλειστικά στον ίδιο της τον εαυτό. Και στη συνέχεια ο Ball εξηγεί: τόσοι μεγάλοι πίνακες επί της ουσίας απεικονίζουν συναισθήματα μέσω προσώπων, χειρονομιών και καταστάσεων. Τα πιο αφηρημένα εικαστικά χρησιμοποιούν σχήματα και χρώματα. Η γραφή βασίζεται στην αφήγηση, στους χαρακτήρες, στις νύξεις. Το σινεμά βάζει στο κόλπο και την κίνηση. Η μουσική, όμως, είναι αόρατη, τώρα είναι, λίγο μετά δεν είναι. Τη Λάμψη ως εικόνα την εκλογικεύεις, συνεπώς μπορείς να διαχειριστείς τα συναισθήματα, να τα τιθασεύσεις. Αλλά με τον άφατο τρόμο της μουσικής των Deathspell Omega τι κάνεις; Ε αδερφούλα;

Στο Αυλάκι (Βινύλιο/Ακτίνα/Byte)

1. Talking Heads –  Fear of Music (Sire, 1979)
2. Karlheinz StockhausenStockhausen: Hymnen (Stockhausen-Verlag, 1995)
3. Johann Johannsson – And In The Endless Pause There Came The Sound Of Bees (NTOV, 2009)
4. Cannibal CorpseButchered At Birth (Metal Blade, 1991)
5. Κατερίνα ΣτανίσηΜυστικέ Μου Έρωτα (Universal, 1982)
6. BorbetomagusSauter, Dietrich, Miller (Agaric, 1982)
7. Deathspell Omega – Fas-Ite, Maledicti, In Ignem Aeternum (Norma Evengelium Diaboli, 2007)

Στη Γραμμή (Χαρτί/Pixel)

1. David StubbsFear of Music: Why People Get Rothko But Don’t Get Stockhausen (Zero Books, 2009)
2. Philip BallThe Music Instinct: How Music Works and Why We Can’ t Do Without It  (The Bodley Head, 2010)

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured