Στα 18 χρόνια ύπαρξης του Avopolis, εξακολούθησε να βγαίνει καλή μουσική και εδώ και διεθνώς, τόσο εκ μέρους μικρών εταιρειών ή/και ανεξάρτητων προσπαθειών, όσο και από το πιο mainstream ρεύμα που εκπροσωπούν οι μεγάλες δισκογραφικές. Άρα θα ήταν πολυ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιες εξαιρετικά σημαντικές παραγωγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Νομίζω όμως ότι είναι αναγκαίο να σταθώ, με αυτήν την τοποθέτησή μου εδώ, σε κάτι πολύ σημαντικό και σχετικά άγνωστο για τον κόσμο. 
 
Μέσα σε αυτά τα χρόνια άλλαξαν δραματικά οι τρόποι παραγωγής, διακίνησης και ακρόασης της μουσικής, κάτι που για μένα αποτελεί κεντρικής σημασίας γεγονός για τη 18ετία. Γιατί είναι πλέον επιτακτικό να συζητήσουμε αν υπάρχει ακόμα «ανεξάρτητη σκηνή» (κι αν υπάρχει, πώς;), αλλά και να ζητήσουμε από το κοινό να βοηθήσει όσους καλλιτέχνες αγαπά και παρακολουθεί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν από την τέχνη τους και να παράγουν καινούργια μουσική.
 
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη μουσική βιομηχανία κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 –όταν και δημιουργήθηκαν κορυφαία πράγματα, σε παγκόσμιο επίπεδο– οι δεκαετίες του 1980/90 έφεραν ήθη περισσότερο «πολυεθνικά», στη βάση των οποίων βοηθήθηκε και προωθήθηκε ως επί το πλείστον  ένα, δυστυχώς, ευτελές mainstream· το οποίο κυριάρχησε σε βαθμό κακουργήματος, ενώ επιχειρήθηκε και να εναρμονιστεί η μουσική δημιουργία στα μέτρα αυτής της αγοράς. Και είδαμε έτσι να καταστρέφονται κραταιά μέχρι τότε τοπικά ρεπερτόρια, όπως για παράδειγμα αυτό της Γαλλίας ή της Ιταλίας, αλλά και της Ελλάδας. Από τα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του 1990 και μετά –χάρη και στην παγκοσμιοποίηση– η λεγόμενη «ανεξάρτητη παραγωγή» λειτούργησε για τις μεγάλες δισκογραφικές ως μέθοδος απαλλαγής από την επένδυση σε νέους καλλιτέχνες: τα ανεξάρτητα labels ανέλαβαν κατ' ουσίαν να κάνουν τον  «δειγματισμό» για λογαριασμό των μεγάλων, οι οποίοι με τη σειρά τους  «αγόραζαν»  έπειτα όσους μπορούσαν να ξεπεράσουν κάποιο αποδεκτό όριο πωλήσεων (είχαν έτσι πιθανότητες να πουλήσουν πιο μαζικά και ανέξοδα), προσφέροντάς τους όμως συμβόλαια με τα οποία ο καλλιτέχνης εκχωρούσε τις περισσότερες φορές τα πάντα. 
 
Η «ελευθερία» και πολλές φορές η ασυδοσία του ίντερνετ, σε συνδυασμό με την κουλτούρα του «δωρεάν» (ο πιο ευγενικός όρος που μπορώ να χρησιμοποιήσω για το «τσάμπα»), η οποία στη χώρα μας ήταν ήδη εξαιρετικά διαδεδομενη λόγω της πειρατείας, όπως και η πτώση της αγοράς του φυσικού προϊόντος (CD), έκαναν πολύ δύσκολα τα πράγματα για τους καλλιτέχνες. Παράλληλα δεν υπήρξε και μια σωστή και οργανωμένη ανάπτυξη της ψηφιακής αγοράς –πράγμα που έχει γίνει ήδη στο εξωτερικό– ώστε να αντικατασταθει κατά κάποιον τρόπο αυτή η πτώση. 
 
Έτσι καλούνται όλοι στις μέρες μας να γίνουν παραγωγοί του εαυτού τους και να καταβάλλουν τα δυσβάσταχτα έξοδα που απαιτούνται για μια αξιοπρεπή παραγωγή των δισκων τους, ώστε να κυκλοφορήσει η δουλειά τους και να μπορέσουν κάπως να την υποστηρίξουν και να την πουλήσουν στις ζωντανές τους εμφανίσεις· καταφέρνοντας έτσι να αποσβέσουν κάποια από τα έξοδα τα οποία έχουν κάνει. Γι' αυτό και η κίνηση πχ. των Radiohead, αυτό που έκαναν πριν 5 χρόνια με το In Rainbows –που κατα τη γνώμη μου είναι και μια βαθιά πολιτική κίνηση. Η οποία βέβαια είχε αποτέλεσμα γιατί απευθύνθηκε σε ένα παγκόσμιο κοινό, με διαφορετική συνείδηση από το εγχώριο. 
 
Χρειάζεται λοιπόν να πάψουμε να γρονθοκοπούμε τους καλλιτέχνες ή να γρονθοκοπούμαστε μεταξύ μας· και ν' αντικρίσουμε την πραγματικότητα, προτού το πληρώσουμε πολύ ακριβά. Και ο κόσμος, που κάποτε αγκάλιασε το δωρεάν έχοντας ως δικαιολογία το ασύδοτο κέρδος των μεγάλων εταιρειών, καλείται τώρα –που όλοι πια βρεθήκαμε μόνοι μας– να καταλάβει ότι τα δικαιώματα των καλλιτεχνών δημιουργών/ερμηνευτών/μουσικών και παραγωγών  από τις πωλήσεις και από τη δημόσια εκτέλεση  σε χώρους όπου παίζεται μουσική, είναι τα μόνα χρήματα που έχουν οι καλλιτέχνες τους οποίους ακούν και αγαπούν για να συνεχίσουν να παράγουν. 
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured