Στο Chicago των 50ς και του οργανωμένου εγκλήματος, το μικρό γωνιακό ραφτάδικο του ηλικιωμένου Βρετανού κόπτη Leonard Burling, χρησιμοποιείται από τη μαφία της περιοχής σαν βιτρίνα, καθώς στο πίσω του δωμάτιο υπάρχει ένα μικρό γραμματοκιβώτιο στο οποίο παράνομοι φάκελοι αλλάζουν καθημερινά χέρια. ‘Oλα αυτά σε πλήρη γνώση του Leonard, ο οποίος διακριτικά αγνοεί τις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες, συνεχίζοντας την δουλειά του χωρίς να δίνει δικαιώματα. Μέχρι που ένα βράδυ οι ισορροπίες θα ανατραπούν, η φήμη για την ύπαρξη ενός ‘’καρφιού’’ στους κύκλους της μαφίας θα πυροδοτήσει μια σειρά αντιδράσεων και στα λίγα τετραγωνικά του ραφτάδικου, θα στηθεί ένα παιχνίδι ψεμάτων, ανατροπών και αγωνίας!

Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα από τον Graham Moore, τον βραβευμένο με Όσκαρ σεναρίου σεναριογράφο του Imitation Game, ο οποίος συν-υπογράφει επιπλέον
και το σενάριο, αυτού του αγωνιώδους γκανγκστερικού θρίλερ δωματίου. Σαν τεχνίτης ‘’κόβει και ράβει’’ καταλλήλως ώστε να μπορέσει να χωρέσει στο ‘’κουστούμι’’ ενός Alfred Hitchcock (έντονο το ‘’πατρόν’’ του The Rope του 1948) ή ενός Reservoir Dogs, ταιριάζοντας παράλληλα τις ραφές του ανατρεπτικού σεναρίου, με εκείνες ενός  Usual Suspects. Ενώ, παράλληλα,  αποζητά, σε επίπεδο ποιότητας, κάποιο είδος γραφής αντάξιο με εκείνης του David Mamet, του Tom Stoppard, ακόμα και των αδερφών Coen.
Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει, μέχρι ένα σημείο, το θράσος του να κοιτάξει τόσο έντονα στα μάτια τις επιρροές του, όμως η σκηνοθετική του απειρία τον λυγίζει
όταν καλείται να σκηνοθετήσει ένα -αρκετά πυκνό σε πληροφορία και εναλλαγές συναισθημάτων - σενάριο, μέσα στα στενά όρια των δύο δωματίων, όπου λαμβάνει
χώρα όλη η δράση της ταινίας.

merlin_203687778_17664426-3274-474e-af31-376125e6076f-superjumb_p60148

Το The Outfit , σε πρώτο βαθμό, χρησιμοποιεί ένα MacGuffin (αυτό της βαλίτσας που όλοι θέλουν να αποκτήσουν, καθώς περιέχει πληροφορίες για το ποιος είναι το
‘’καρφί’’ της μαφίας) ως σκακιέρα, πάνω στο οποίο θα τοποθετηθούν τα πιόνια- χαρακτήρες. Επιλέγει να αναπτύξει την πλοκή βασισμένο στους χαρακτήρες του,
κάτι που δικαιώνει το τελικό αποτέλεσμα, καθώς έτσι ο θεατής επενδύει στο δράμα τους, ενισχύοντας με ουσιαστικό τρόπο την αγωνία ως προς την τελική έκβαση των
πραγμάτων. Κάθε χαρακτήρας έχει αρκετό χρόνο στην οθόνη για να ξεδιπλωθεί επαρκώς, να μην ‘’κεντηθεί’’, δηλαδή,  μονάχα με ένα χρώμα, αλλά να γίνει όσο
‘’πολύχρωμα’’ τρισδιάστατος χρειάζεται. Αυτό δίνει βήμα για στιβαρές ερμηνείες από το σύνολο του cast, ξεκινώντας από τον πάντα αξιόπιστο Mark Rylance, ο οποίος φέρνει μια ειδική βαρύτητα στον κεντρικό χαρακτήρα του Leonard -όπως μόνο αυτός μπορεί- μέχρι τον ταλαντούχο, νεαρό Johnny Flynn στον ρόλο του βασικού ανταγωνιστή και τον Simon Russell Beale, ο οποίος ‘’μασάει’’ σκηνικά, σενάριο και ηθοποιούς, όντας θεατρικός ηθοποιός και 100% στο στοιχείο του. 

mv5bn2vkzjiwzdetogqymi00ntjllwe4zwitndgwyme3ytuzmthmxkeyxkfqcgd_p45308

Σταδιακά, καθώς ξεδιπλώνεται το κουβάρι της πλοκής και το παιχνίδι ποντικού και γάτας κορυφώνεται, οι ανατροπές δεν φτάνουν ποτέ την κορύφωση ενός Keyser
Söze, ούτε η ‘’βελόνα’’ του Moore έχει την ίδια αιχμή με εκείνη του David Mamet. Το σασπένς όμως διατηρείται μέχρι τέλους, ενώ σε κανένα σχεδόν σημείο της η
ταινία δεν χάνει τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα, όντας αρκετά ‘’κομψή’’ και ντελικάτη συγκριτικά με τις περισσότερες σύγχρονες παρομοίου ύφους ταινίες.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, ο Moore έχει μελετήσει πολύ καλά τους δασκάλους του, απαιτείται, όμως,  μια επιπλέον μαεστρία και ευρηματικότητα, ως προς το πώς χειρίζεται τον
περιορισμένο χώρο -δεν υπάρχει εξωτερικό πλάνο στην ταινία, η δράση είναι περιορισμένη στην είσοδο, τον κύριο χώρο και την αποθήκη του ραφτάδικου- και
την έντονη θεατρική χροιά του όλου εγχειρήματος. Καταφέρνει να δημιουργήσει μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, η ένταση της οποίας όλο και αυξάνει καθώς
περνάνε τα λεπτά, συνολικά όμως δεν διαθέτει το ίδιο ‘’θράσος’’ ή έμπνευση όπως για παράδειγμα ο Quentin Tarantino -ακόμα και στο αμφιλεγόμενο Hatefull 8- καθώς, σε αρκετά σημεία δημιουργείται μια αίσθηση ‘’ασφυξίας’’, μια ανάγκη για περισσότερη ‘’τσαχπινιά’’ στην σκηνοθετική προσέγγιση, αντί μιας , ως επί το πλείστον στείρας σε έμπνευση, θεατρικής φύσεως κινηματογράφηση.  Μια μικρή αναφορά και στο πολύ όμορφο μουσικό θέμα της ταινίας, από τον έμπειρο Alexandre Desplat, το οποίο ‘’ντύνει’’ με τη σειρά του πολύ ταιριαστά αρκετές σεκάνς της ταινίας – αν και σε αρκετά σημεία ο Moore, λόγω της σκηνοθετικής απειρίας του, δεν το εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο.

Παρά τα όποια προβλήματά του, ωστόσο, το The Outfit είναι σίγουρα μια ταινία η οποία είναι φτιαγμένη με μεράκι και ιδιαίτερη αγάπη στο είδος που θέλει να
ανήκει, με κύριο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι δεν προσπαθεί να γίνει ένα άτυπο ‘’tribute’’ σε αυτό, αλλά να αποκτήσει μια αυτόνομη υπόσταση. Το καταφέρνει σε
μεγάλο βαθμό, αν και τα λιγοστά χιλιόμετρα  του Moore πίσω από την κάμερα, στερεί -στον ίδιο και στην ταινία- την ευκαιρία για κάτι παραπάνω. Αποτελεί, ωστόσο, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για καλό, ψυχαγωγικό θερινό σινεμά, που σέβεται τον θεατή και την κινηματογραφική κληρονομιά που κουβαλάει. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured