Πρόκειται για μια πονεμένη ιστορία αέναης απόδρασης από τη σκλαβιά. Από τη βάρβαρη φυτεία της Γεωργίας μέχρι το καθεστώς νόμου και τάξης στην Ιντιάνα, η Cora τρέχει για να σωθεί (την υποδύεται η Thuso Mbedu) και καλείται να μοιραστεί την κληρονομιά του τραύματός της γενιάς της. Ένας υπόγειος σιδηρόδρομος, κυριολεκτικός, με κανονικό σύστημα μεταφοράς, με σταθμάρχες, με αγωγούς, με ατμομηχανές και κουρτίνα στα παράθυρα, θα τη μεταφέρει από πολιτεία σε πολιτεία και κάθε στάση αντιπροσωπεύει μια καινούρια ελπίδα κι ένα νέο μέρος όπου θα συνεχιστεί η μαρτυρία και το μαρτύριο, μια διαφορετική γεύση της ίδιας κόλασης. Οπουδήποτε και να αποβιβάζεται η ηρωίδα, αντιμετωπίζει το φάντασμα της δουλείας σε νέες μορφές: οι χαμογελαστοί ευγονιστές χαίρονται να τη διδάξουν, οι θρησκόληπτοι είναι πρόθυμοι να σώσουν την ψυχή της και οι κυνηγοί δούλων είναι στο κατόπι της.

Ο Barry Jenkins έχει κερδίσει τον θαυμασμό και την προσοχή μας, από το οσκαρικό Moonlight -που είχε πάρει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας από το La La Land στις καθυστερήσεις. Μας ανησύχησε λίγο με το τίμιο, αλλά εξοντωτικά φλύαρο If Beale Street Could Talk (2018) στο οποίο ωστόσο υιοθέτησε ένα μαχητικό, λογοτεχνικό πνεύμα με τη δική του εικαστική φιλοσοφία.

Οι φόβοι μας για τις σοβαρές αδυναμίες του Jenkins σαν σκηνοθέτη αλλά και ο θαυμασμός μας για τα προτερήματά του, συνυπάρχουν στο The Underground Railroad. Η ποιητική διακριτικότητα του φακού του, ο ελεγειακός τόνος στις δραματικές κορυφώσεις, η αυτοπεποίθηση στο μοντάζ, η τρομοκρατία και η βία στα πιο αθώα τοπία και η ανατριχιαστική θλίψη στα μάτια των ηρώων, δίνουν αξία και δύναμη στο έργο δέκα επεισοδίων. Από την άλλη, έχουμε για άλλη μια φορά την βαρύγδουπη αποστασιοποίηση που αφαιρεί από τον ρεαλισμό, έχουμε τη φλυαρία στην ανάπτυξη, τους ανεκμετάλλευτους δεύτερους χαρακτήρες και την ανάγκη για βαρυσήμαντα μηνύματα σε κάθε σκηνή, αντί να αναπνεύσει ελεύθερα η δραματουργία.

 

Ο Jenkins είναι αναμφίβολα ταλαντούχος και πνίγεται από την πληθωρικότητα των ιδεών του. Αντί όμως να προσπαθήσει να συλλάβει κινηματογραφικά την ακανθώδη αφροαμερικάνικη ιστορία με νατουραλισμό και φυσικότητα, κλίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ευνοώντας έναν αφηρημένο τρόπο αφήγησης με θολές, παρατεταμένες ευρείες λήψεις που καθιστούν δύσκολη τη συμπόνια προς τους χαρακτήρες. Οι χρόνοι διαστέλλονται και οι αναμνήσεις μεγεθύνονται, λες και στα κανονικά τους μεγέθη δεν θα είχαν την ίδια δύναμη. Λες και με μια φυσιολογική προσέγγιση οι σκηνές δε θα αποκάλυπταν το νόημά τους. Κάθε άλλο. Τελικά η ιμπρεσιονιστική ονειροπόληση και η εικαστική υπερβολή λειτουργούν αποπροσανατολιστικά. Η υπνωτική κίνηση της κάμερας προς τα πρόσωπα, τις στιγμές που κοιτούν αμίλητα και η διαρκής, χλιαρή κίνηση του φακού, σε μια ταινία δύο ωρών θα προσέδιδε ένα στυλ, όμως στη διάρκεια των δέκα επεισοδίων απαιτείται μεγάλη προσπάθεια από τον θεατή για να παραμείνει προσηλωμένος.

Ο Jenkins χρησιμοποιεί την «Οδύσσεια» και τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» ως αναφορά για το λαχανιασμένο ταξίδι της Cora μέσα στην καρδιά του σκότους. Διαχωρίζει ξεκάθαρα τα επεισόδια ως προς τη θεματική τους, χωρίς cliffhanger και χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια στο καθένα, αφήνοντας τα να «καθίσουν» στη διάρκεια που χρειάζονται, είτε είναι 30, είτε είναι 77 λεπτά. Εκεί όμως που πετυχαίνει διάνα το Underground Railroad είναι στον τρόπο που υμνεί την ανάγκη για ελευθερία και τους αγωνιστές που είναι έτοιμοι να ανέβουν στο τρένο της μεγάλης φυγής χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και χωρίς έναν χάρτη στο χέρι. Εκεί είναι που γίνεται θερμό και στιλπνό, όπως το Moonlight. Όταν περιγράφει τον άνισο αγώνα των ηρώων για ελευθερία, από τη φυτεία μέχρι τη φαινομενικά ουτοπική μαύρη κοινότητα. Υπάρχει μπόλικο μακελειό σε αυτή τη σειρά, αλλά ο Jenkins απομακρύνεται από τις φρικιαστικές λεπτομέρειες, επιλέγοντας να κάνει τους θεατές να στρέψουν το βλέμμα προς τους ανθρώπους που τραυματίζονται ανεξίτηλα από δεύτερο χέρι καθώς αναγκάζονται να παρακολουθήσουν μια δολοφονία, ένα λιντσάρισμα ή ένα βιασμό. Και όπως υπονοεί έξυπνα, η ρατσιστική ιστορία της Αμερικής και η συνεχιζόμενη εκμετάλλευση της ίδιας της ματωμένης ιστορίας από τη σημερινή βιομηχανία ψυχαγωγίας, δεν διαφέρουν σε πολλά σημεία.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured