Νίκος Σβέρκος

 

Το πρόβλημα του εν Ελλάδι δημόσιου διαλόγου δεν έγκειται στο ότι αυτός δεν πραγματοποιείται, όπως πολλοί μπορούν αν υποστηρίξουν, επιλέγοντας να ανάγουν το ισχύον περιοριστικό πλαίσιο σε κάποια νεφελώδη «χούντα». Το πρόβλημα αφορά τους ίδιους τους όρους της συζήτησης: όλα γίνονται άναρχα, άναρθρα, με κραυγές, κλαυθμούς, οδυρμούς, σκληρές εκφράσεις. Και το χειρότερο, με βεβαιότητες οι οποίες απέχουν παρασάγγας από την αναγκαιότητα για συλλογική εξεύρεση διεξόδου.

Μην μπερδέυεστε. Το θέμα είναι απλό και περιστρέφεται γύρω από τις θεσμοποιημένες διόδους ανταλλαγής απόψεων: από τον έντυπο Τύπο μέχρι τα social media, οι αέναες συζητήσεις γίνονται με τον πιο ανώφελο και αδιέξοδο τρόπο. Εξυπνακισμοί από όλες τις πολιτικές «παραδόσεις» μπλέκονται με μια έμφυτη τάση για έκφραση της άποψης «ατάκα κι επιτόπου». Τα παραδείγματα, ουκ ολίγα. Από το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι μέχρι την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την τουρκική αεροπορία, όλα ανάγονται στο σύμπαν του... αποκρυφισμού. Κανένα πνεύμα αναζήτησης της πραγματικότητας δεν επικρατεί. Η πληροφορία μάλιστα και η ταχύτητα μετάδοσής της τείνουν να κυριαρχήσουν στον τρόπο διάρθρωσης της δημόσιας συζήτησης.

{youtube}HFWKJ2FUiAQ{/youtube}

Τα είπαμε και στο προηγούμενο τευχίδιο του Streaming Stories, αλλά αξίζει να ειπωθεί καθαρά: τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εγγύτητα ενός γεγονότος με τον δέκτη του πληροφοριακού μηνύματος. Εάν αυτός οι κανόνας αμφισβητηθεί, και μάλιστα με αναίδεια, τότε εισερχόμεθα –δυστυχώς– σε μια ατραπό που προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τον Γέροντα Παστίτσιο κι εκείνους που ήθελαν να κλείσουν φυλακή τον «γέροντα Παστίτσιο» (τελικά του έκλεισαν το account, αν ενθυμούμαι ορθά).

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κατάσταση είναι περιπλεγμένη. Ο συνήθης χρήστης του Facebook γνωρίζει με σιγουριά ότι επίκειται παγκόσμια πολεμική σύρραξη. Και μάλιστα το γνωρίζει πριν κι από τους Ρώσους και τους Αμερικάνους. Λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει σε τέτοιες περιστάσεις, αν και η έλλειψή της είναι περισσότερο προφανής. Αντίστοιχα, όμως, αρκεί ένα φασιστοσάιτ ή μια έντυπη «μεζεδοπωλειακή κο-οπερατίβα», ένας μονίμως καταπιεσμένος μαμάκιας βλαχοχίπστερ και μπόλικη βλακεία ανακατεμένη με ταριφέικη νοοτροπία, για να διαδοθεί μια ψεύτικη είδηση. Χαρακτηριστική η περίπτωση της «είδησης» περί αναχώρησης του Γαβριήλ Σακελλαρίδη για το Σίτι του Λονδίνου. Και φυσικά η αναπαραγωγή έγινε από έναν ανεκδιήγητο τύπο, η «δουλειά» του οποίου είναι να βρίζει τη Μιμή Ντενίση. Α, μην ξεχάσουμε ότι βρίζει και τον Λαζόπουλο, που κι αυτός βρίζει τη Ντενίση.

Μήπως όμως και στα έντυπα, εκεί όπου η καταγραφόμενη άποψη φέρει λίγο μεγαλύτερο βάρος –ελέω της εκτυπωτικής διαδικασίας– είναι καλύτερη η κατάσταση; Όχι φυσικά. Παρακολουθώ με μπόλικη φρίκη την επανακυκλοφορία γνωστού εβδομαδιαίου περιοδικού, το οποίο έγινε συνώνυμο της «τρυφηλότητας» τα χρόνια της μεγάλης χρηματιστηριακής φούσκας. Μέχρι που και ο εκδότης του έσκασε, και το «έσκασε», με μερικές καταδικαστικές αποφάσεις και εκατοντάδες εργαζόμενους ακόμα απλήρωτους.

Αγαπητοί αναγνώστες, αν τα κείμενα που διαβάζετε εδώ μέσα, αλλά και σε όλο το σύμπαν της έντυπης και ηλεκτρονικής σχολιογραφίας, είναι σκουπίδια, σταματήστε να τα καταναλώνετε. Οι λύσεις υπάρχουν και είναι καθαρές.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured