Μετά από τις τρελές και αφύσικες ζέστες, ήρθαν οι βροχές. Έτρεχα στην έξοδο του μετρό για να προλάβω να χωθώ κάτω από κάποιο υπόστεγο, μακαρίζοντας την τύχη μου που σε λιγότερο από 2 εβδομάδες θα έχω δικό μου αυτοκίνητο και δεν θα χρειάζεται πια να ταλαιπωρούμαι με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και τότε τον είδα. Έναν χλωμό Κινέζο πλανόδιο πωλητή που κράταγε και στα δύο χέρια  του φθηνές, πολύχρωμες ομπρέλες. Η βροχή είχε πιάσει το πολύ πριν από 10 λεπτά. Ο άνθρωπος αυτός πρόλαβε να αρπάξει το εμπόρευμα του και να βρει κάποιο πολυσύχναστο μέρος προσπαθώντας να βγάλει μεροκάματο. Κι όταν δεν βρέχει τι να κάνει άραγε; Σίγουρα θα πουλάει κάτι άλλο – ίσως πλαστικές ντουντούκες ή μπρελόκ σε σχήμα σκυλάκι. Κι ίσως αυτό να είναι πολύ πιο δύσκολο γιατί πόσοι από εμάς θέλουμε να αγοράσουμε ντουντούκες και μπρελόκ από κάποιον αλλοδαπό στον δρόμο; Όταν θα έμπαινα στο λεωφορείο η γεμάτη κυρία πίσω μου θα γκρίνιαζε στον διπλανό της για το γεγονός ότι στέκεται όρθια και ότι τον χώρο της τον πιάνουν οι μετανάστες που, εκτός του ότι είναι αδίστακτοι, κλέφτες και φονιάδες, βρομάνε κιόλας τρομερά. Το ήξερα πως θα συνέβαινε γιατί το ζω σχεδόν σε καθημερινή βάση. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, που πήγανε στην Αμερική και τη Γερμανία προκειμένου να μην πεθαίνουνε στην Ελλάδα από την πείνα, αυτοί που μοιράζονταν ένα δωμάτιο κι ένα μπάνιο με άλλους 8, μύριζαν πάντα τόσο όμορφα – κι αν ήταν όλοι τους το ίδιο καλοί, τίμιοι και φιλότιμοι. Οι άνθρωποι είναι πάντα οι ίδιοι, φίλε μου, μόνον οι καιροί και οι ρόλοι αλλάζουν. Και ξαφνικά ένιωσα πολύ τυχερή. Που ήξερα πόσα χρήματα θα έχω πάνω μου αύριο. Και δεν με ένοιαζε πια ούτε το ολοκαίνουριο αυτοκίνητο με το μεταλλικό χρώμα, ούτε η βροχή που με είχε κάνει από πάνω μέχρι κάτω μούσκεμα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured