Διονύσης Κοτταρίδης

kafe_aman 

Ο φίλος, συνεργάτης και συνοικοδεσπότης του γράφοντα στο Avopolis Radio Show, Βαγγέλης Πούλιος, μνημονεύει τον Fatih Akin για το ντοκιμαντέρ Crossing The Bridge – The Sound Of Istanbul –μεταξύ άλλων του γνώρισε τους BaBa ZuLa. Εγώ με τη σειρά μου μνημονεύω τον Βαγγέλη που μου πρόσφερε την πληροφορία παρέα με την απαραίτητη παρακίνηση. Για τους περίεργους, οι BaBa ZuLa παίζει να είναι η πιο εκεί-έξω βαλκανική μπάντα της τελευταίας δεκαπενταετίας. Οριεντάλια, ψυχεδέλεια, dub και μια συνεχής αναμέτρηση με τα όρια και τον ορισμό του κιτς, η οποία πάντα καταλήγει υπέρ τους στην επιτόπια καταμέτρηση.


{youtube width="480" height="300"}Ldp0Jzz-SCQ{/youtube}

Τι ανακίνησε πάλι στο μυαλό μου, όμως, το σκάλωμα με το πιο πρόσφατο άλμπουμ τους; –παρεμπιπτόντως, αναμείνατε κριτική. Θυμήθηκα τον πλούτο και την ιστορία του τούρκικου ροκ του οποίου σύγχρονοι εκφραστές είναι (και) οι BaBa ZuLa. Προσοχή, ο εθνικός προσδιορισμός αφορά το περιεχόμενο και όχι τη χώρα προέλευσης, όπως συμβαίνει με το αντίστοιχο ελληνικό. Ή καλύτερα αφορά τη μουσική την ίδια, όχι τη γλώσσα των στίχων που τη συνοδεύουν. Θυμήθηκα υπέροχες αφηγήσεις Ελλήνων παραδοσιακών οργανοπαιχτών απ' τη μαθητεία τους πλάι σε μεγάλους Τούρκους δασκάλους της Πόλης. Θυμήθηκα τον Αργύρη Ζήλο να με πληροφορεί πως ο Κεμάλ κάποτε κάλεσε (και πλήρωσε αδρά φαντάζομαι) κορυφαίους λόγιους της ευρωπαϊκής μουσικής με στόχο την οργάνωση της διδασκαλίας στο τουρκικό κράτος. Πόσο τυχαίο είναι το γεγονός πως μέχρι και σήμερα ουκ ολίγες τούρκικες μπάντες αφουγκράζονται το παγκόσμιο μέσα απ' το τοπικό; Όχι γιατί το οφείλουν σε κάποιον ή σε κάποια άπιαστη ιδέα, αλλά γιατί πολύ απλά αυτοί είναι και ξέρουν να εκφράσουν αυτό που είναι.    

Δεν επιχειρώ καμιά ελληνοτουρκική αντιπαραβολή, αλλού είναι το θέμα. Κάμποσες δεκαετίες πίσω η γερμανική νεολαία, όπως και τόσες άλλες δηλαδή, λάτρεψε σφόδρα το rock n' roll.  Και τι έκανε με δαύτο αφού πρώτα αναμενόμενα το πιθήκισε για να της φανερωθούν οι κώδικές του; Το βούτηξε στη ζωή της και το 'βγαλε καινούργιο –krautrock το είπαν μετά οι Άγγλοι. Παρακάτω, αυτό που αποκαλούν ιταλικό progressive, Αδριατική ολόκληρη, θα είχε υπάρξει δίχως την κλασική παράδοση της χώρας, δίχως τις όπερες; Η ισλανδική σκηνή, έστω και ολίγον ξεφούσκωτη πια, θα είχε ποτέ πάρει τους δρόμους προς όλα τα σημεία του ορίζοντα εάν επρόκειτο για ένα μάτσο πιτσιρικάδες με βασική ιδιότητα αυτή των αγγλοαμερικάνικων μηρυκαστικών; Και δεν καταπιάνομαι καν με την Ιαπωνία, διότι οι άνθρωποι είναι πιθανότατα εξωγήινοι, ούτε με Αφρικές (παρακαλώ όπως τσεκάρετε το τελευταίο των Group Doueh) και λοιπές Ασίες, όπου οι τοπικές παραδόσεις παραμένουν ακόμα πολύ ισχυρές.

Στα καθ’ ημάς λοιπόν. Γιατί άραγε στα μέρη μας δεν γίναμε ποτέ μάρτυρες/κοινωνοί μιας τέτοιας εξέλιξης; Όχι βέβαια από μεμονωμένους καλλιτέχνες –τέτοια παραδείγματα υπάρχουν αρκετά– αλλά σε ευρύτερη κλίμακα και με μεγαλύτερη διάρκεια. Αν μην τι άλλο το έδαφος υπήρξε πρόσφορο, τουλάχιστον στη θεωρία. Υποτίθεται πως η συλλογική κουλτούρα μας ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής, η κοινή λογική συνεπώς υπαγορεύει ότι η μουσική έκφραση θα ακολουθούσε κατά πόδας. Λάθος… Λάθος, γιατί τελικά δεν πρόκειται περί ισορροπίας μα περί αναγκαστικής συνύπαρξης, στα όρια της αδιαφορίας μέχρι και της εχθρότητας. Κι αν θέλετε να το ανοίξουμε περί κρίσης ταυτότητας... Θα μπορούσαμε να πιάσουμε το νήμα προπολεμικά μιας και τα επεισόδια δυτικόφρονων και ανατολικοθρεμμένων είναι ατελείωτα, χαρακτηριστική ιστορία αυτή των Καφέ Αμάν. Ή ακόμα αργότερα με την ίδρυση των πρώτων εγχώριων αγγλόφωνων γκρουπ.

Ωστόσο ας επικεντρωθούμε στις μέρες μας, που τα πράγματα είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Εάν υποθέσουμε πως και οι μουσικοί είναι πρώτα ακροατές και πως μέσα απ’ τα προσωπικά τους γούστα μορφοποιούνται και οι δημιουργικές κατευθύνσεις τους, τότε διαθέτουμε μια βάση συζήτησης –ο τρόπος που καθορίζονται τα γούστα του καθενός είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία συνηθίζω να θέτω στους ανθρώπους το τυπικό ερώτημα: τι μουσική ακούς; Αρκετές φορές η απάντηση είναι το περίφημο «απ’ όλα». Λίγη επιμονή οδηγεί στον διαχωρισμό μεταξύ των λεγόμενων «ξένων και ελληνικών», ο οποίος ουσιαστικά κρύβει την ευρύτερη αντίληψη «τα δικά μας και των άλλων» –όπου «άλλοι» οι Αγγλοαμερικάνοι.

Αλλά και πολλοί από όσους έχουν στενότερη σχέση με τη μουσική, επί της ουσίας έχουν διαλέξει πλευρά ανεξάρτητα απ’ τα λεγόμενα τους. Ο σνομπισμός απέναντι στο σώμα της ελληνικής μουσικής από πολλούς εγχώριους μουσικόφιλους είναι μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα –ένας Θανάσης Παπακωνσταντίνου ή ένας Χατζιδάκις απλά λειτουργούν ως το ξεκάρφωμα. Απ’ την άλλη, οι περισσότεροι απ’ όσους διαθέτουν γνώση και ενδιαφέρον για την ελληνική  μουσική παράδοση όταν πέσει στο τραπέζι η Δύση συνήθως φτάνουν μέχρι τους Beatles –αφήστε που αυτοί οι τελευταίοι μεγαλώνουν και λιγοστεύουν. Κοινώς, αυτοί οι δυο κόσμοι μέχρι και σήμερα πορεύονται παράλληλα και δεν συμπλέκονται παρά σε λίγες περιπτώσεις.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ξέρω καλά και από πρώτο χέρι πως η ευρύτερη Δυτική κουλτούρα και τα μουσικά παράγωγα αυτής κατάφεραν να μπουν στα κεφάλια και κυρίως στις ζωές των νέων του πλανήτη ανεπιστρεπτί. Ωστόσο καλό θα ήταν να κάτσουμε να αναρωτηθούμε αν μας αρκεί ο ρόλος του μεταπράτη για εσωτερική κατανάλωση ή του αναμασητή εθνικών μουσειακών εκθεμάτων, τόσο σε επίπεδο ακροατών όσο και δημιουργών. Λοιπόν, ο πιο ωραίος εγχώριος δίσκος για την τρέχουσα χρονιά λέγεται The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud και ανήκει στους GravitySays_i. Σ’ ένα απ’ τα δυο συνολικά  μέρη του ανάγεται στον χωροχρόνο μας “Ο Καϊξής” το γνωστό ρεμπέτικο του Απόστολου Χατζηχρήστου, και στα χέρια των παιδιών είναι αρχαίος είναι και νεογέννητος. Μάλιστα έχω την εντύπωση πως τον τελευταίο καιρό κάμποσοι νεότεροι Έλληνες μουσικοί, προερχόμενοι απ’ το «Δυτικό μέτωπο», έχουν αρχίσει να στρέφουν την προσοχή τους προς τέτοιου τύπου συζεύξεις. Απομένει να δούμε εάν πρόκειται για παροδικά πειράματα ή περί υπαρξιακής ανάγκης για ταυτότητα, έκφραση, τρόπο ζωής. 

Υ.Γ.1: Προφανώς και το θέμα τίθεται προς συζήτηση
Υ.Γ.2: Καλό μας χειμώνα, καλό μας κουράγιο

Στο Αυλάκι (Βινύλιο/Ακτίνα/Byte)*

Basso – "Burning" (βασισμένο στο "Σαν Τον Κερέμ" των Μαρία Φαραντούρη και Zülfü Livaneli) απ' το Basso's EP [Blackdisco]

GravitySays_i – "The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud Part Two" απ' το The Figures Of Enormous Grey And The Patterns Of Fraud [Restless Wind]

Μπάμπης Παπαδόπουλος – "Ο Σινάχης" απ' το Απ' τη Σπηλιά του Δράκου [Puzzlemuzik]

J. Kriste, Master Of Disguise – "Keeper Of Joy" απ' το Girls, Ghosts and Gods [Puzzlemusik]

Ψαραντώνης – “Ζηλεύω Εκείνο Το Δέντρο" απ' το Να 'Χεν Η Θάλασσα Βουνά [Minos-EMI]

May Roosevelt – "Mass Extermination" απ' το Haunted [ανεξάρτητη παραγωγή]

Biomass – "Altamura" απ' το Electrozali [Low Impedance]

Έρημα Βουνά – "Έρημα Βουνά" απ' το Ψυχή Βαθιά OST [Minos-EMI]

Χάρης Λαμπράκης Quartet – "Γενναίοι" απ' το Θέα [ανεξάρτητη παραγωγή]

Lüüp – "Ritual Of Apollo & Dionysus" απ' το Meadow Rituals [Experimedia]

Ethereal Blue – "The Letter" απ' το Essays In  Rhyme On Passion & Ethics [Casket]

Τάκης Μπαρμπέρης & Πετρολούκας Χαλκιάς – "Καλωσόρισμα" απ' το Εν Παραλλήλω [El Capitan]

Mohammad – "Luminus Vuori" απ' το Roto Vildblomma [Antifrost]

*Μαζεμένα δάνεια απ' τις λίστες εναέρισης του The Avopolis Radio Show

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured