Ακούς μουσική... Θαυμάσια –λίγο-πολύ όλοι το κάνουν. Στο παρασύνθημα: γιατί ακούς μουσική; Μα... επειδή μου αρέσει! –τι βλακείες είναι τώρα τούτες; Μια στιγμή: και γιατί σου αρέσει; Επειδή βρίσκεις σ’ αυτήν κάτι που σου λείπει, που ταιριάζει με τη διάθεσή σου, ή επειδή ταιριάζει με ορισμένες συνθήκες, επειδή «έτσι πάει συνήθως»;
Παρένθεση: το «συνήθως» σαφώς έχει να κάνει με επιλογές δικές σου, που συμπεριλαμβάνουν τη μουσική, αν δεν την προϋποθέτουν κιόλας. Δεν την προτείνουν όμως κατ’ αρχήν, δεν την προθέτουν κι, ακόμη λιγότερο, δεν την αυτονομούν από άλλα δρώμενα, τα οποία στην τελική αποτελούν το βασικό σου ζητούμενο: μια έξοδο «για να τα σπάσεις», για γλέντι και χορό. Ένα κλαμπάκι με καθαρά ποτά και καλή μουσική (κι ακόμη καλύτερες γκόμενες). Μια μάζωξη σε σπίτι φίλων (πάρτι τα λέγανε πριν η λέξη ενοχοποιηθεί ανηκέστως). Ένα σόου όπου φιγούρες παρατηρείς πρωτίστως (το ίδιο κάνεις και σε μια χορογραφία, μην κοροϊδευόμαστε...). Ένα μαγαζί που κοτσάρει μεν απέξω φαρδύ-πλατύ κάποιο όνομα της μουσικής πιάτσας, για να πιεις όμως πας εκεί, για να πάρεις μάτι τι παίζει, με τι μοιάζει ο διάκοσμος και πώς συμπεριφέρονται οι τριγύρω, να πεις καμιά σαχλαμάρα με την παρέα, να κουτσομπολέψεις –κι ίσως, οχλοβοής επιτρέπουσας, να πιάσει τ’ αφτί σου πεντ’ έξι αδέσποτες νότες από μεριάς σκηνής. Αφήνω εκτός τον stand-up comedian Πανούση, που εξ’ αρχής το ροκ ήταν γι’ αυτόν αφορμή για να λέει και να κάνει τα δικά του. Δεν αφήνω όμως την...όπερα –ναι! Μην αμφιβάλλετε: οι πιο πολλοί από όσους τη λατρεύουν για τη σκηνοθεσία, την αίθουσα, τα κοστούμια, για την...υπόθεση ενδιαφέρονται, άντε και για τη φωνητική κι υποκριτική επάρκεια των ερμηνευτών –και, γιατί όχι, εκστασιάζονται σε σημεία κι απ’ τη μουσική (μιας κι ήρθαμε). Τέλος παρένθεσης.
Δεν σνομπάρω τα παραπάνω –απλώς δεν με αφορούν. Ή μάλλον, για να μη με πάρετε για κανά ούφο, δεν αφορούν το σκεπτικό που με ώθησε να κάτσω να γράψω. Και για να γίνω σαφέστερος –κι ειλικρινέστερος– ουδέποτε μ’ απασχολούν, ό,τι κείμενο περί μουσικής κι αν γράφω –και, «συνήθως», περί μουσικής γράφω. Εδώ είμαστε λοιπόν: τι μεσολαβεί ανάμεσα στο ν’ ακούς μουσική και στο να γράφεις για τη μουσική; Απ’ ό,τι θα ’χετε πιάσει, έχω γι’ αυτονόητο ότι δεν έχει νόημα –αν δεν θα ’πρεπε κιόλας– να μεσολαβεί κανένα απ’ τα παραπάνω. Προσέξτε: δεν εννοώ ότι αυτός που ασχολείται διανοητικά με τη μουσική οφείλει να απέχει δια ροπάλου από οποιαδήποτε δημόσια έκφανσή της –κάτι που αμέσως-αμέσως θ’ άφηνε εκτός τις συναυλίες! Κι όμως, μήπως θα ’πρεπε; Οξύμωρο; Αντιδραστικό; Υστερική άμυνα κάποιου που γερνάει κι έχει σκυλοβαρεθεί τα σούρτα-φέρτα, τα στριμωξίδια και τα ξενύχτια –χώρια τους ταξιτζήδες; Παίζουν ολ’ αυτά, κάτι άλλο όμως προέχει, αν δεν επιβάλλεται ως σκεπτικό: υπό ποιες προϋποθέσεις και μέσα από ποια διαδικασία καλλιεργείς άποψη για τη μουσική; Παρακολουθώντας την ως θέαμα, ακόμη και σε βαθμό που να μετέχεις ολόψυχα σ’ αυτό, ή εμβαθύνοντας σ’ αυτήν ως καθαρό ακρόαμα και, σε ύστερο επίπεδο, αξιολογώντας την;
Πριν το χάσουμε εντελώς και παρεξηγηθούμε κι αποπάνω, εξηγούμαι: δεν εννοείται φυσιολογικό άτομο της πόλης που να μην έχει κάποια στιγμή στη ζωή του, ή κι επί μακρόν, περάσει απ’ τις φάσεις τις οποίες «αποκλείω». Όποιος θα υπερηφανευόταν για κάτι τέτοιο, καλύτερα να τον κόψεις από συνομιλητή, μην πω να το ξεκόψεις εντελώς –ο άνθρωπος έχει εμφανώς πρόβλημα επικοινωνίας και δη βαρύ. Παραπέρα: δεν είναι δυνατόν, όχι να σχηματίσεις άποψη για τη μουσική, αλλά μήτε καν να κατανοήσεις τα βασικά της αν δεν έχεις συμμετάσχει σε δημόσιες εκδηλώσεις της, αν δεν έχεις μετέλθει εκ του σύνεγγυς την αίσθηση που προκαλεί η κοινή, ως και μαζική, πρόσληψή της. Αν δεν το κάνεις, αφήνεις κενά αγεφύρωτα στην αντίληψή σου για το πώς τη δέχεται ο κόσμος στον οποίο στο κάτω-κάτω ανήκεις, πώς ενσωματώνεται σ’ ένα περιβάλλον που, θες δεν θες, σε καθορίζει. Κι άντε μετά να γράψεις γι’ αυτήν κάτι που να μετράει... Εδώ όμως ειν’ η παγίδα: όσο σημαντικό είναι να ξέρεις για τι μιλάς, να γνωρίζεις δηλαδή από πρώτο χέρι τη λειτουργία της μουσικής στην κοινωνία όπου ζεις, άλλο τόσο επικίνδυνο –κι από ένα σημείο και μετά καταστροφικό– για τη σχέση σου με τη μουσική είναι να επιτρέπεις στη δημόσια πλευρά της να παρεμβαίνει στα συναισθήματά σου. Να μορφοποιείς δηλαδή τη θέση σου με άξονα την ευρύτερη αποδοχή της κι όχι την αυστηρά προσωπική σου αντίληψη.
Υπερβάλλω; Κάντε τον κόπο και σκεφτείτε κάτι θεωρητικά απλό, απλούστατο θα έλεγα, στην πράξη όμως αφόρητα στριμόκωλο καθώς το βρίσκεις μπροστά σου (και... πίσω σου) κάθε ώρα και στιγμή σε όλες τις σχέσεις σου: απ’ τις καθημερινές κι αγαπητές ή τις επαγγελματικές και...αναπόφευκτες, μέχρι τις τυχαίες κι ανεπιθύμητες (μόνο που, στην τέχνη, το συναντάς αντεστραμμένο κι έτσι και πρέπει να το χειρίζεσαι). Είναι η κάθε άλλο παρά προφανής –ούτε και λεπτή όμως– διαφορά ανάμεσα στο πώς λειτουργεί δημόσια κάποιος ή κάτι και στο τι είναι ως οντότητα. Όσον αφορά στα άτομα, το δημόσιο κατά κανόνα αντισταθμίζει το ιδιωτικό –που, ούτως ή άλλως, σε αφήνει παντελώς αδιάφορο (εκτός κι αν αφορά δικούς σου ανθρώπους οπότε... το καταπίνεις κι όσο αντέξεις). Εν πάση περιπτώσει, δεν έχεις καμιάν απολύτως υποχρέωση ν’ ανεχτείς τη γαϊδουρινή συμπεριφορά ακόμη κι ενός αγίου. Ούτε και σ’ ενδιαφέρει αν ένας άψογος πολίτης είναι σκέτο κάθαρμα στο σπίτι του (εκτός κι αν... είπαμε). Κι αν θελήσεις να βρεις εξήγηση στη «διχοστασία», μήπως και περισώσεις κάτι, ίσως το καταφέρεις αν ασχοληθείς σε βάθος κι επί μακρόν με την περίπτωση. Good luck!
Στην τέχνη, όμως, το δημοσίως εκτιθέμενο αλλοιώνει το προσωπικό. Λάθος: στη μουσική μόνο συμβαίνει αυτό. Στα εικαστικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι αυτό που είναι, ανεξάρτητα απ’ το αν κάποιος το παρατηρήσει (όπως και με τη λογοτεχνία, αν ουδείς τη διαβάσει). Αντιστρόφως, το θέατρο, τα συγγενή μουσικοχορευτικά και το σινεμά ακυρώνουν το νόημα της σύλληψής τους, νοθεύουν την ίδια τη φύση τους, αν δεν παρουσιαστούν στο κοινό. Η μουσική, τώρα, δεν αποκτά λειτουργικότητα με τη δημοσιοποίησή της, μα τη στιγμή εκείνη που ο δημιουργός βάζει σ’ αυτήν την οριστική «υπογραφή» του (μεταφορικά το λέω: πώς υπογράφεις πάνω σ’ έναν ήχο;). Πάει, αυτό ήταν, έτοιμο ν’ αξιολογηθεί απ’ τους τυχόν ενδιαφερόμενους. Έλα όμως που το ηχητικό έργο, με τη συναισθηματικά πιο διεισδυτική μα και πιο εύπλαστη από κάθε άλλη μορφή τέχνης διάχυσή του σε τόπους που το υποδέχονται ανάλογα με τα εθνο-κοινωνικο-παραδοσιακά τους ήθη (τα οποία αλλάζουν αενάως με τη διαδοχή των καιρών), αποκτάει μια δεύτερη ζωή κι ενδεχομένως μια διαφορετική οντότητα...
Ε, όχι, δεν πάει άλλο –στόμωσε η στήλη. Αν δεν βαρεθήκατε, το ξαναπιάνουμε από εκεί που τ’ αφήσαμε. Κι αν μπουχτίσατε... την κάνω ν’ ακούσω ήσυχος τη μουσική μου. Ωχ, βρε αδερφέ!