Αργύρης Ζήλος

Αν είσασταν κάπου εδώ γύρω στην πρώτη μας συνάντηση, είχαμε μείνει στην εύπλαστη φύση της μουσικής, που επηρεάζεται σχεδόν απ’ τα πάντα με όσα έρχεται σε άμεση, σε ζωντανή επαφή: απ’ τα κοινωνικά ήθη και, φευ, από τις παραδοσιακές προσλήψεις του εκάστοτε τόπου, τις εποχικές συνθήκες, απ’ τη συγκεκριμένη στιγμή που εκτίθεται στο αστάθμητο ενός χώρου, ενός ακροατήριου, των πέριξ γεγονότων (τους Efterklang τους απολαμβάναμε ενόσω 150 μέτρα πιο ’κει εκτελούσαν τον Γρηγορόπουλο...), στην ψυχική (προ)διάθεση των μουσικών... Σύμφωνοι, επαγγελματίες είναι, οφείλουν να είναι συνεπείς –πλην είναι και καλλιτέχνες, άνθρωποι ευαίσθητοι κατά πώς λέγεται, και κάτι μπορεί να τους χάλασε πάνω που ήταν να βγουν στη σκηνή. Απ’ ολ’ αυτά, κεντράρουμε στο τελευταίο.

Η μουσική μεταβάλλεται επειδή είναι ανοιχτή στην επανερμηνεία της: αλλάζει ακόμη κι αν την ξαναπιάσει ο ίδιος ο δημιουργός της, είτε για μια ρεκτιφιαρισμένη ή «απλώς» διαφοροποιημένη απόδοσή της, είτε για μια ζωντανή εκτέλεση όπου ντε φάκτο θυσιάζονται τεχνικές κι αισθητικές ίσως «λεπτομέρειες» για χάρη της άμεσης διαδραστικότητάς. Άρα σε ποια βάση μπορείς εσύ, ο ακροατής, να διαμορφώσεις μια στοιχειωδώς τεκμηριωμένη άποψη γι’ αυτήν; Ή μήπως θα πρέπει να συνεκτιμηθούν όλες οι εκφάνσεις μιας σύνθεσης; Καήκαμε αν επικρατούσε μια τέτοια άποψη! Κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικώς αδύνατον –σκεφτείτε μόνο ν’ αραχνιάζει κάπου καταχωνιασμένη μια σε ανύποπτο χρόνο τελεσθείσα εκδοχή, την οποία ελάχιστοι την πήρανε χαμπάρι κι όμως είναι η καλύτερη! Άσε οι συναυλίες –σε μια φάση οι μουσικοί σάρωσαν κι εσύ τύρβαζες κάπου αλλού, στην άλλη είχες πιάσει πρώτο τραπέζι πίστα κι αυτοί έπαιξαν χάλια... Τι κρατάς τελικά;

Και για έναν άλλο όμως λόγο η «οριστική εκτίμηση» απομακρύνεται αλματωδώς: υπάρχουν δημιουργοί που θεωρούν τη μουσική τους εσαεί ανοιχτή στην αναθεώρηση. Δικαίωμά τους –ανήσυχο πνεύμα μαρτυράει αυτή τους η τάση και διαρκή συναισθηματική συνάφεια με το έργο τους. Εσύ όμως τι στην ευχή κάνεις; Κρατάς στάση αναμονής επ’ άπειρον, μέχρι ο δημιουργός να... απέλθει απ’ τον κόσμο τούτο κι έτσι να ’σαι πια σίγουρος ότι δεν σου ξέφυγε κάτι; Δεν στέκουν τέτοια πράγματα –και πολύ επεκταθήκαμε επ’ αυτού, αν θέλετε τη γνώμη μου... Ο μουσικόφιλος ακροατής (γιατί παίζει κι ο ευκαιριακός –τα ’παμε αυτά) προσμένει να του προτείνεις κάτι συγκεκριμένο, ένα και μόνο «προϊόν» που θα του κρατήσει ενδεχομένως μια ζωή και θα τ’ ακούει ξανά και ξανά –για να χαίρεται, για να θυμάται, για να επιβεβαιώνεται, για να προχωρήσει ίσως...

Αυτό σου ζητάει, σ’ αυτήν πάνω την προοπτική (μην πω υποχρέωση και βρω και τον μπελά μου...) οφείλεις να δουλέψεις: ν’ ακούσεις τη συγκεκριμένη εκδοχή, να βαλθείς να πιάσεις το πνεύμα της, την αφόρμησή της, το όποιο ζητούμενό της, κατόπιν ανατρέχοντας, συγκρίνοντας, αξιολογώντας να την τοποθετήσεις σε σχέση με την εποχή της αλλά και με τις πρότερες επιδόσεις του καλλιτέχνη (μετράει κι αυτό: ενδέχεται να είναι καλός, κάποτε όμως μπορεί να ήταν καλύτερος) και... ν’ απολαύσεις ό,τι ακούς! Γιατί, αν δεν τυγχάνεις κι εσύ γνήσιος φιλόμουσος, αν δεν βλέπεις την ώρα να κάτσεις ν’ ακούσεις τα καινούργια κι ίσως και ν’ ανακινήσεις κάποια παλιά, ξέχνα το, δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά: μέχρι κι επικίνδυνος θ’ αποβείς για όσους κάνουν το σφάλμα να σ’ εμπιστευτούν.

Τα έχετε για αυτονόητα τα παραπάνω; Πέφτετε έξω! Προσέξτε πόση χολή στάζουν σε ουκ ολίγες περιπτώσεις τα σχόλια δεδηλωμένων μουσικογραφιάδων (μα κι οι άλλες κάστες: σινεμά, βιβλίο, θέατρο...), χολή συχνά αναντίστοιχη με ό,τι καλούνται να εκτιμήσουν. Από πού εκπηγάζει άραγε τόσο δηλητήριο; Μα... απ’ το ότι δεν τους πολυαρέσει αυτό που κάνουν. Και δεν τους αρέσει επειδή δεν ασχολούνται ολόψυχα με το αντικείμενο. Ακούνε ένα μίνιμουμ, όσα δηλαδή τους παραδίδει για τη δουλειά το μέσο (έντυπο, ραδιόφωνο, ιστότοπος, ό,τι άλλο...) ή τους τα φέρνει σπίτι το κούριερ. Δεν ψάχνουν παραπέρα (δεν χώνουν το χέρι στην τσέπη μ’ άλλα λόγια), όλο και χάνουν κεφάλαια, μένουν δίχως επαρκείς αναφορές, νιώθουν μάλλον αμήχανοι αλλά διόλου ειλικρινείς με τον εαυτό τους ώστε να τ’ αποδεχτούν και να κάνουν έναν κόπο να το διορθώσουν –ξεκινώντας απ’ το ν’ αφιερώσουν παραπάνω χρόνο στη μουσική δίχως να βαρυγκομούν.

Απ’ την άλλη, όμως, πρέπει πάση θυσία να επιβεβαιώσουν την εξειδίκευσή τους και το κύρος της γνώμης τους, φτάνουν στα όριά τους κι αποπάνω ψιλοβαριούνται, δυσανασχετούν με το ότι είναι χρεωμένοι να το κάνουν, θα ’θελαν διακαώς να ’καναν κάτι άλλο, βιάζονται να ξεμπερδέψουν, βάζουν μπρος βλαστημώντας –κι όποιον πάρει ο χάρος! Φτάνουν ως και να μισούν το αντικείμενό τους –αυτές τουλάχιστον τις εκφάνσεις του οι οποίες τους ξεφεύγουν, τους ξενίζουν, τους ξεπερνούν. Βέβαια, το αντίθετο της χολής είναι ο χυλός, αυτό όμως είναι μια άλλη, άνοστη, δύσοσμη όσο και φαρμακερή  ιστορία. Άσε που είναι και κάτι τσίφτηδες που στα σερβίρουν μαζί στο ίδιο πιάτο...

Ξέρετε τι συνειδητοποιώ; Κι εγώ χολή χύνω τόσην ώρα! Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μου ξέφυγε και το θέμα –τι λέω: στου διαόλου τη μάνα το έστειλα! ‘Ενοχος –φταίει η ώρα. Δηλαδή μια χαρά ειν’ η ώρα: βραδάκι είναι, δεν ειν’ άγρια μεσάνυχτα... Έλα όμως που, συνήθως, είμαι χάλια αυτή την ώρα... Να το συμμαζέψω όσο με παίρνει: παρότι βγαίνοντας απ’ την αίθουσα αντικρύζω ολούθε ευτυχισμένα χαμόγελα, θεωρώ ότι η ζωντανή πρόσληψη της μουσικής οδηγεί κατά κανόνα στην παρερμηνεία της –γιατί όμως; Άσε, δεν με παίρνει –αλλού τρέχει τούτη την ώρα ο λογισμός μου... Καταλάβετέ με: εν χορώ με πλήθος άλλες (ντόπιες, τι άλλο...) παθογένειες, τα περί δηλητηριώδους ραστώνης που λέγαμε τρέφουν τη ρίζα του κακού το οποίο έχει καταδικάσει (εν Ελλάδι, πού αλλού...) τη δουλειά του μουσικοκριτικού στην ανυποληψία (ως επαγγελματικής ιδιότητας), στην αχρησία (ως πολιτισμικής λειτουργίας), στην απόρριψη (ως πεδίου ανταλλαγής απόψεων και θεωρητικής επικοινωνίας), στην ανεπάρκεια (ως πηγής βιοπορισμού) κι επί της ουσίας στην ανυπαρξία (ως κοινωνικής οντότητας –δίνει και παίρνει το στερητικό «α» σήμερα...).

Ε, ναι, πώς να το κάνουμε, πρόκειται για μια απαξίωση που με ενοχλεί, με τρώει, με τσακίζει –με ακυρώνει, για να το πω με τ’ όνομά του! Και για να πω και τ’ άλλο με τ’ όνομά του, είναι μια διαπίστωση που... δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση μ’ αυτό που κίνησα να γράψω. Πάει, το έχασα –άσε, το ξαναπιάνουμε την άλλη φορά. Διάολε, μας κυνηγάει κανείς;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured