metal.team

Ελέω της επιστροφής των Sanctuary στην χώρα μας, θεωρήσαμε σαν πρώτης τάξεως ευκαιρία να ασχοληθούμε ξανά με το αλμπουμ που κυκλοφόρησαν πριν έξι μήνες. Άλλωστε το “The Year The Sun Died”, αποτελεί την αιτία που οι θρύλοι του US metal βρίσκονται, πάλι, στον δρόμο με σκοπό την προώθηση του φρέσκου υλικού. Μέσα στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την κυκλοφορία, οι γνώμες που έχουν εκφραστεί για αυτό, είναι ανάμεικτες. Υπήρξαν πολλοί που θεώρησαν ότι ο δίσκος είναι ότι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει ο Warrel Dane εδώ και πολλά χρόνια, θεωρώντας έτσι ως υποδεέστερα, ποιοτικά, το τελευταίο αλμπουμ των Nevermore, “The Obsidian Conspiracy” (2010), καθώς και το προσωπικό του αλμπουμ, υπό τον τίτλο “Praises to the War Machine”(2008). Κάποιοι άλλοι, συνέκριναν το “The Year The Sun Died” με το δίδυμο των ιστορικών δίσκων των Sanctuary στα 80's, οπότε μοιραία, έμειναν απογοητευμένοι από την σύγχρονη εκδοχή τους, ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που ακόμα θεωρούν τους Sanctuary του 2014, ως μια ηχητική συνέχεια των διαλυμένων Nevermore. Ίσως μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση να ήταν ότι ακούγονται πιο πολύ σαν μια vintage εκδοχή των Nevermore, παρά σαν μια σύγχρονη έκδοση των Sanctuary.

Με τις διάφορες απόψεις να στηρίζονται σε φαινομενικά “σωστές” συλλογιστικές, θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι μας προσφέρει εδώ και έξι μήνες ο νέος δίσκος Sanctuary. Καταρχήν ακούμε τον Warrel σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους τελευταίους Nevermore δίσκους. Αυτοί που περίμεναν τις “σειρήνες” του παρελθόντος, είναι φυσικό να απογοητεύτηκαν, όμως τα 25 χρόνια που μας χωρίζουν από εκείνη την περίοδο κρίνονται απαγορευτικά για την συγκεκριμένη απαίτηση. Αντ' αυτού, το γκρουπ δεν επέμεινε στο να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα αρεστό στο κοινό, μα ψεύτικο, επιστρατεύοντας στουντιακά τεχνάσματα. Με τις φωνητικές γραμμές να κυμαίνονται σε “γήινα” επίπεδα, το υλικό μπορεί να αποδοθεί σε live περιβάλλον με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο και ταυτόχρονα το γκρουπ κερδίζει τα πολύτιμα kudos της τιμιότητας.

Ένα metal album της κατηγορίας, που υποτίθεται ότι παίζουν οι Sanctuary, είναι απαραίτητο να έχει σημαντικό πλήθος από αξιόλογα riffs. O υπεύθυνος για τις κιθάρες του αλμπουμ, Lenny Rutledge, δεν είναι ένας μουσικός που είχε παρουσία όλα αυτά τα χρόνια στα χεβιμεταλικά τεκταινόμενα. Ως μουσικός παραγωγός, όμως, δεν έχασε πλήρως την επαφή με το άθλημα και αυτό, ευτυχώς, περνάει στο υλικό. Ενώ θα περίμενε κανείς, έναν σκουριασμένο κιθαρίστα, να αναμασά ιδέες που οι νεότεροι έχουν ήδη κάνει σκοινί-κορδόνι, ο Rutledge πιάνει άμεσα τον σύγχρονο παλμό της παραγωγής riffs, διατηρώντας ταυτόχρονα έναν αέρα 80’s στα περισσότερα leads. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της παρουσίας του στο αλμπουμ, το εναρκτήριο “Arise and Purify”, είναι και η σύνθεση που δείχνει τον δρόμο για το ευοίωνο μέλλον των Sanctuary. Παρότι το αλμπουμ δεν εκτροχιάζεται σε ταχύτητα, οι κιθάρες διατηρούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο με τον τρόπο που τοποθετούνται ανάμεσα στις φωνητικές μελωδίες του Dane. Πάρε για παράδειγμα το riff του “I Am Low”. Ο Rutledge πλασάρει ένα βαρύτονο riff, σε μια δυναμική μπαλάντα, όχι μόνο χωρίς να γελοιοποιηθεί ή να ακουστεί cheesy, αλλά αντίθετα να προσδώσει ενδιαφέρον σε μια low tempo σύνθεση, που μοιραία θα κατέληγε στην αφάνεια...Το Seattle πάντα ήξερε τις τεχνικές για να σκαρώνει πολυδιάστατες μουσικές και μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι οι Sanctuary του σήμερα, πιο πολύ από ποτέ, συνεχίζουν την μουσική, «πολιτιστική» κληρονομιά της περιοχής τους. Το “The Year The Sun Died” μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ιδανικό άκουσμα για πολλαπλές και κυρίως διεξοδικές ακροάσεις, κάτι στο οποίο βοηθά πολύ και η θεματολογία της στιχουργίας του Dane, σχετική με εσχατολογικές προβλέψεις και την πτώση της ανθρωπότητας.

Το αν τελικά θα ευχαριστηθεί ο ακροατής τον συγκεκριμένο δίσκο, έγκειται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο θα τον προσεγγίσει. Αν ψάχνει τους Sanctuary του’87 το παιχνίδι είναι χαμένο από την αρχή. Εμείς προτιμήσαμε να το δούμε σαν τη προσπάθεια των αναγεννημένων Sanctuary (ή μήπως Nevermore;), οπού μαζί με έναν καλό δίσκο, έρχεται και η ευκαιρία να απολαύσουμε ζωντανά μερικές από τις καλύτερες στιγμές που έχει προσφέρει το US metal.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε και την παρουσίαση του δίσκου όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured