Ο θάνατος του Jon Lord πριν λίγες μέρες ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε ολόκληρη τη μουσική κοινότητα. Άλλωστε, ο Lord δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος μουσικός και ένας ταλαντούχος συνθέτης, αλλά και ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος, σύμφωνα τουλάχιστον με όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά. Τα μηνύματα που κατέκλυσαν το διαδίκτυο λίγες μόνο ώρες μετά το τραγικό συμβάν, ακόμα και από μουσικούς εκ διαμέτρου αντίθετης κατεύθυνσης, σαν τον Tom Morello (RAGE AGAINST THE MACHINE) και τους MANOWAR, είναι ενδεικτικά του εύρους της επιρροής που άσκησε και θα συνεχίσει να ασκεί στη μουσική ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης.
Ο Jon Lord θα μείνει πρωταρχικά στην ιστορία σαν ο αυθεντικός κιμπορντίστας των DEEP PURPLE. Ο ήχος του ήταν ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του hard rock των Βρετανών θρύλων και γαλούχησε γενιές και γενιές μουσικών και μουσικόφιλων, επηρεάζοντας έτσι βαθύτατα ολόκληρη την εξέλιξη της ροκ μουσικής. Δευτερευόντως, θα τον θυμόμαστε και για την πολύτιμη συνεισφορά του στους έξι πρώτους ποιοτικότατος δίσκους των WHITESNAKE, μέχρι δηλαδή και το “Slide it in”, πριν την εμπορική τους εκτόξευση με το “1987”. Και όσο λογικό και αναμενόμενο και αν αυτό φαντάζει, εν τέλει θα ενέχει πάντα μια ελαφριά αδικία, διότι ο Jon Lord ήταν ένας μουσικός με ευρύτατη γκάμα επιρροών από την όσμωση των οποίων γεννήθηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του hammond του, επιρροές που τίμησε καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του με αξιοσημείωτα, συνήθως, αποτελέσματα. Έτσι, έχοντας σπουδάσει κλασικό πιάνο, δεν ξέχασε ποτέ την αγάπη του για την κλασική μουσική και τον Bach, αλλά ταυτόχρονα ήταν και από τους πρώτους ροκ κιμπορντίστες που αγκάλιασε τα blues με το παίξιμο του και φυσικά λάτρευε αφάνταστα τον πρωτοπόρο Jerry Lee Lewis.
Κάπου εδώ, λοιπόν, έρχεται και αυτό το μικρό αφιέρωμα που ως στόχο έχει να αναδείξει αυτές τις κάπως πιο αφανείς πτυχές του έργου του σπουδαίου αυτού μουσικού, να εξερευνήσει τις διαδρομές μέσω των οποίων ο Jon Lord οικοδόμησε το προσωπικό του στιλ ή απλά και μόνο να προτείνει προς ακρόαση κάποια κομμάτια, ενίοτε χιλιόμετρα μακριά από το ροκ και τη μέταλ, από την εκτός DEEP PURPLE και WHITESNAKE καριέρα του, που αλλιώς ίσως κινδυνεύσουν να χαθούν κάτω από το τεράστιο ειδικό βάρος των “Child in Time”, “Lazy”, “Perfect Strangers” και “Here I Go Again”. Πάμε λοιπόν, με χρονολογική σειρά...
(Πατάμε πάνω στα κομμάτια για να τα ακούσουμε)
Οι KINKS είναι πασίγνωστοι και άλλο τόσο πασίγνωστο είναι αυτό το κομμάτι, με το απόλυτα επιδραστικό ριφάκι. Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό όμως, είναι πως τα πλήκτρα του τραγουδιού τα έχει παίξει ο Jon Lord, που τότε έκανε το αγροτικό του ως session μουσικός από εδώ και από εκεί!
Το μαγικό “Concerto for Group and Orchestra” ήταν ένα από τα αγαπημένα έργα του Lord που αν και ποτέ δε συμπάθησε ο Βlackmore, βρήκε εν τέλει το δρόμο προς την καταξίωση το 1999 με την περιοδεία των DEEP PURPLE με τη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας. O Lord μάλιστα, δούλευε πριν το θάνατό του πάνω σε μια επανηχογράφησή του, προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει τον προσεχή Σεπτέμβρη, με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων των Bruce Dickinson, Steve Morse και Joe Bonamassa. Το “Gemini Suite” αποτελεί τη δεύτερη απόπειρα του Lord πάνω στο ίδιο μοτίβο, τη συνεργασία δηλαδή συμφωνικής ορχήστρας με ένα ροκ συγκρότημα και είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη, καθένα αφιερωμένο και σε διαφορετικό όργανο. Αποδόθηκε μάλιστα και ζωντανά μια φορά από τους PURPLE και αν και δεν είναι ισάξιο του “Concerto...” παραμένει μια άκρως ενδιαφέρουσα δουλειά!
Έχω την εντύπωση πως το “Sarabande”, από όπου προέρχεται αυτό το κομμάτι, είναι και η καλύτερη προσωπική δουλειά του Jon Lord! Σηματοδοτεί τη δεύτερη συνεργασία του με τον συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Eberhard Schoener, μετά το “Windows” του 1974. Η ιδέα πίσω από το δίσκο είναι οι διασκευές ορισμένων κλασικών, αναγεννησιακών, baroque χορών, τους οποίους τελειοποίησε ο Bach, με τη συνοδεία της φιλαρμονικής ορχήστρας της Ουγγαρίας. Εκπληκτικός πραγματικά δίσκος, ακούστε απλά το παίξιμο του Lord στο “Bouree”!
Ανάμεσα στη διάλυση των PURPLE και την ίδρυση των WHITESNAKΕ o Jon Lord δεν έμεινε άπραγος. Μαζί με τον φίλο του τον Ian Paice και τον κιμπορντίστα και τραγουδιστή Tony Ashton δημιούργησαν το βραχύβιο σχήμα που άκουγε στο όνομα PAICE ASTHON & LORD οι οποίοι πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν έναν δίσκο, το “Malice in Wonderland”. Πρόκειται για ένα αρκετά πειραματικό σκληρό ροκ, με αρκετές δόσεις jazz, funk, blues και μπόλικης τρέλας. Το γκρουπ θα μπορούσε να είχε πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα, αν δεν ήταν χρονικά εγκλωβισμένο ανάμεσα στα δυο προαναφερθέντα μεγαθήρια. Το “Malice in Wonderland” περιέχει ορισμένες πολύ δυνατές συνθέσεις, ακούγεται μέχρι και σήμερα πολύ φρέσκο και αξίζει σίγουρα της προσοχής σας. Α ναι, πέρα από τον Lord και τον Paice μαζί τους έφυγε από τους PAL για τους WHITESNAKE και o Bernie Marsden.
H δεκαετία του '80 σάρωσε τα πάντα στο πέρασμα της με την αισθητική της και ο Lord δε θα μπορούσε φυσικά να αποτελέσει εξαίρεση. Το “Before I Forget” είναι ένας αρκετά παρεξηγημένος δίσκος, που κατά την άποψη μου, περιέχει εξαιρετικές στιγμές, όπως αυτό εδώ το κομμάτι. Πειραματισμοί με συνθεσάιζερ, μοντέρνα για την εποχή μουσική κατεύθυνση, πλήρης απουσία ορχήστρας και κάποιες ονομαστές συμμετοχές σαν τον Cozy Powell είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του άλμπουμ και το παίξιμο του Lord στο “Bach On To This” θα φέρει στο νου σας έντονα την υπέρτατη δισκάρα που κυκλοφόρησαν οι DEEP PURPLE δυο χρόνια αργότερα...
Το “Pictured Within”, από όπου προέρχεται αυτό το τραγούδι, αποτέλεσε την πρώτη προσωπική δουλεία του Jon Lord μετά από δεκαέξι ολόκληρα χρόνια και ήταν ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα του. Το “Pictured Within” περιέχει ορχηστρικά, ως επί το πλείστον, κομμάτια, σε αργό τέμπο και με συνοδεία εγχόρδων και το μελαγχολικό παίξιμο του Μαέστρου είναι όλα τα λεφτά, ιδίως σε συνθέσεις σας το “Wait a While”. Ο δίσκος είναι μια εξαιρετική, πολύ ώριμη και απόλυτα προσωπική δουλειά, πολύ μακριά φυσικά από το ροκ και τη μέταλ και η κατεύθυνση αυτή πήγε ένα βήμα παραπέρα με το εξίσου καλό “Beyond the Notes” του 2004.
7. “If This Ain't the Blues” (2007)
Μουσικό διάλειμμα από τη συμφωνική μουσική για τον Lord, προκειμένου να τιμήσει την έτερη μεγάλη επιρροή του, τα Blues. Όχημα αποτελούν οι HOOCHIE COOCHIE MEN, με τους οποίους είχε κυκλοφορήσει και ένα ζωντανό δίσκο τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Το “Danger White Man Dancing” είναι κατά τη γνώμη μου η δεύτερη καλύτερη προσωπική δουλειά του Lord, μετά φυσικά από το σπουδαίο “Sarabande”. Το άλμπουμ αυτό περιέχει ορισμένα εκπληκτικά κομμάτια σκληρού blues/rock και τα “Over and Over” και “If This Ain't the Blues”, τα οποία ερμηνεύει ο Ian Gillan, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κλασικά τραγούδια των DEEP PURPLE. Είναι φανερό πως η αποχώρηση από τους PURPLE έχει αναζωογονήσει πλήρως τον Lord και το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συνθετική και εκτελεστική του εμπειρία, μας χαρίζει με αυτό το άλμπουμ κάποιες μεγάλες στιγμές, σαφώς πιο φιλικές στο αυτί του μέσου ακροατή από αυτά που προηγήθηκαν και που επρόκειτο να ακολουθήσουν.
8. “As I Walked Out One Evening” (2010)
Το “To Notice Such Things”, που ήταν και η τελευταία studio δουλειά του Lord πριν το θάνατό του, ήταν και το τρίτο κατά σειρά έργο του, μετά τα “Boom of the Tingling Strings” (2004) και “Durham Concerto” (2008) στο οποίο, ολοκληρώνοντας τη στροφή που ξεκίνησε με το “Pictured Within”, έχει πλέον φύγει οριστικά από τη ροκ και έχει συνθέσει ένα αποκλειστικά συμφωνικό έργο. Στο συγκεκριμένο δίσκο το πιάνο του Lord συνοδεύεται από τη συμφωνική ορχήστρα του Liverpool και αν και είμαι τελείως απαίδευτος πάνω στην κλασική μουσική, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω και να υποκλιθώ μπροστά στην ποιότητα και το ταλέντο του τεράστιου αυτού μουσικού.
9. “Houchie Couchie Man” (2011)
Το “Jon Lord Blues Project Live”, χωρίς να το ξέρει, έμελλε να είναι ο επίλογος στην καριέρα του τεράστιου αυτού μουσικού και από ένα καπρίτσιο της μοίρας είναι και ένας δίσκος ιδανικός για το ρόλο αυτό. Ηχογραφημένος ζωντανά το Μάιο του 2011, σε μια δηλαδή από τις τελευταίες ζωντανές εμφανίσεις του Μαέστρου, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια παλιοπαρέα (άλλωστε τα ονόματα των Miller Anderson, Maggie Bell, Colin Hodgkinson, Zoot Money και Pete York που αποτελούν το γκρουπ, επανέρχονται με απίστευτη συχνότητα στη δισκογραφία του Lord) που διασκεδάζει διασκευάζοντας τραγούδια των Willie Dixon, Robert Johnson και άλλων τεράτων της μουσικής. Το πάθος του Lord και η ανατριχίλα που προκαλεί το παίξιμο του στο κομμάτι αυτό, αλλά και στο “Wishing Well” των FREE, είναι αδιανόητα για έναν άνθρωπο εβδομήντα χρονών.
Ο Jon Lord ήταν ένας μουσικός από αυτούς τους λίγους που αν δεν είχαν ζήσει η μουσική μας θα ήταν σήμερα διαφορετική. Ολόκληρη η ροκ και η μέταλ κοινότητα πενθεί αυτές τις μέρες για έναν τεράστιο καλλιτέχνη και για έναν άνθρωπο που έζησε και πέθανε σαν κύριος. “Μαέστρο” σε ευχαριστούμε για όλες τις στιγμές τις στιγμές των ζωών μας που σημαδεύτηκαν από τα πλήκτρα σου! RIP!