metal.team

Death_Collage

CHUCK SCHULDINER

(13/5/1967-13/12/2001)

“Images of the (NOT) forgotten past and a few empty words”

Το metal από καταβολής του ενσωματώνει εντός του την αξιομνημόνευτη ιδιότητα να προκαλεί έντονα συναισθήματα και δυνατές συγκινήσεις στους ακροατές του, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο μουσικό είδος. Δίσκοι που μας έχουν συντροφεύσει για χρόνια σε στιγμές χαράς ή λύπης, συναυλιακές αναμνήσεις, ιδιαίτερες και ανεκτίμητες για τον καθένα μας και συναισθηματικό δέσιμο με μπάντες ή μουσικούς τους οποίους αν και δεν γνωρίσαμε ποτέ από κοντά, τους νιώθουμε οικείους, προσιτούς, με άλλα λόγια δικούς μας. Για το λόγο αυτό πολλοί metal οπαδοί ένιωσαν ένα τεράστιο και δυσαναπλήρωτο κενό στις 13 Δεκεμβρίου του 2001 όταν και έγινε γνωστό ότι ο Chuck Schuldiner μετέβη στην αιωνιότητα, μετά από μάχη περίπου 2 ετών με τον καρκίνο, σε ηλικία μόλις 34 ετών.

Ένας εξαίρετος μουσικός, συνθέτης και στιχουργός που στη σύντομη καριέρα του μας χάρισε 8 albums χωρίς ποτέ να επαναλάβει την ίδια «συνταγή», απτό  δείγμα της τάσης του για πρόοδο, εξέλιξη και αναζήτηση. Δεν έμεινε ποτέ στάσιμος και προσκολλημένος σε συγκεκριμένους τρόπους έκφρασης μέσω της μουσικής, αλλά πάντα προσπαθούσε να επεκτείνει τα όρια του ως καλλιτέχνης και ταυτόχρονα να απαγκιστρωθεί από το στενό πλαίσιο του ιδιώματος στο οποίο κινούνταν. Πρωτοπόρος και τελειομανής, με ισχυρότατο όραμα και πίστη για τη μουσική του επεδίωκε πάντα το καλύτερο για τη μπάντα του και τους οπαδούς της.

Από πολλούς θεωρείται ως ο ιδρυτής και θεμελιωτής της death metal σκηνής, όσο και αν οι POSSESSED και ONSLAUGHT είχαν χρησιμοποιήσει πρώτοι τον συγκεκριμένο όρο σε τραγούδια τους. Η επικρατούσα άποψη όμως, την οποία και συμμερίζομαι απόλυτα, είναι ότι το death metal με τη μορφή και τον ορισμό που του δόθηκε αργότερα και ισχύει έως σήμερα, ακούστηκε για πρώτη φορά σε επίσημη κυκλοφορία ευρείας αποδοχής, στο ντεμπούτο των DEATH, "Scream Bloody Gore" πίσω στο 1987.

Η ενασχόληση του Chuck με τη μουσική βέβαια ξεκίνησε αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν οι γονείς του χάρισαν την πρώτη ακουστική του κιθάρα για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη του από το χαμό του αδερφού του, Frank, σε ατύχημα. Αργότερα ο Chuck θα αποκτήσει και την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα και έκτοτε «ήταν σαν να άνοιξε μέσα του ένας διακόπτης και να μην έσβησε ποτέ», όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά η μητέρα του σε παλιότερη συνέντευξή της. Έτσι το 1983, στην ηλικία των 16 ετών, παρέα με τους φίλους του, Kam Lee (drums/φωνητικά) και Rick Rozz (κιθάρα), δημιουργούν τους MANTAS, την πρώιμη μορφή των DEATH. Κυκλοφορούν το rehearsal tape “Death By Metal”, σύντομα όμως η μπάντα διαλύεται και ο Chuck αποφασίζει να ξεκινήσει τη δημιουργία μιας νέας μπάντας με το απλό όνομα DEATH. Μην μπορώντας όμως να βρει νέα μέλη, εμπιστεύεται και πάλι τους προαναφερθέντες δύο μουσικούς και τον Οκτώβριο του 1984, κυκλοφορούν το δεύτερο τους demo, με τίτλο “Reign Of Terror”. Συνεχίζουν τις πρόβες, σποραδικά κάνουν κάποια live και φτάνοντας στον Μάρτιο του 1985 κυκλοφορούν πλέον το “Infernal Death” demo.

deathtrib2

Λίγο μετά ο Rick Rozz  εγκαταλείπει τη μπάντα και τον ακολουθεί και ο Kam Lee αργότερα και έτσι οι DEATH παραμένουν για μικρό χρονικό διάστημα σχεδόν ανενεργοί. Για αρκετό καιρό ο Chuck δοκιμάζει νέα μέλη, όπως οι Scott Carlson (μπάσο-μετέπειτα στους Repulsion) και Matt Olivio (κιθάρα) των Genocide, όπως επίσης και τον Eric Brecht (drums) των D.R.I., ενώ για λίγες εβδομάδες θα ενταχθεί στους Καναδούς SLAUGHTER. Επιστρέφοντας από τον Καναδά γνωρίζει τον Chris Reifert (μετέπειτα Autopsy) και μαζί του ξεκινάει μια νέα προσπάθεια, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ηχογράφηση του “Mutilation” demo. Το συγκεκριμένο demo είναι που  προκαλεί και το ενδιαφέρον της Combat Records, η οποία εν τέλει τους προτείνει συμβόλαιο. Με το συμβόλαιο ανά χείρας μπαίνουν στα Music Grinder studios του Los Angeles και ηχογραφούν το “Scream Bloody Gore” με παραγωγό τον Randy Burns. Το “Scream Bloody Gore” κυκλοφορεί τον Μάιο του 1987 και αμέσως προκαλεί αίσθηση, κερδίζοντας  την προσοχή όσων οπαδών ήθελαν κάτι πιο ακραίο και γρήγορο από το thrash της εποχής, καθώς η βαρβάτη του παραγωγή, τα heavy riffs και τα φωνητικά του Chuck, είναι κάτι που δεν είχε ακουστεί ποτέ άλλοτε ευρύτερα εκείνη την εποχή. Στο εσώφυλλο του δίσκου υπάρχει και η φωτογραφία ενός κιθαρίστα με το όνομα John Hand, ο οποίος εντάχθηκε στη μπάντα μετά την ηχογράφηση του και  αποτέλεσε μέλος των DEATH για σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς  ποτέ όμως να προλάβει να ηχογραφήσει κάτι μαζί τους.

deathtrib3

Η συντάκτης του Avopolis/Μetal, Μαρία Μερίκα παραθέτει την άποψή της για το “Scream Bloody Gore”:

«Βρισκόμαστε στο 1987. Δύο χρόνια πριν έχει κυκλοφορήσει ένα album απόκοσμο και ακραίο που έχει πυροδοτήσει τη φαντασία και την έμπνευση όλων των νέων τότε metal συγκροτημάτων, το “Seven Churches” των POSSESSED, και ένας εικοσάχρονος πιτσιρικάς, που λάτρευε τις ταινίες τρόμου και τους SORTILEGE, δημιούργησε το έτερο all-time-classic death metal album, το οποίο πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω απ’ το μονοπάτι που είχαν χαράξει οι POSSESSED. Από αυτό το πρώιμο στάδιο της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας, ο Chuck Schuldiner ανέδειξε με το “Scream Bloody Gore” τη μουσική του ιδιοφυΐα και  ενέπνευσε με τη σειρά του ένα ολόκληρο κλάδο του metal.»

Η άρνηση του Reifert να αφήσει το San Francisco και να ακολουθήσει τον Chuck στη Florida, αναπόφευκτα οδηγεί στη διάλυση του συγκεκριμένου line-up. Με την επιστροφή του ο Chuck σχηματίζει τη νέα σύνθεση των DEATH με μέλη τα ¾ των MASSACRE, δηλαδή τους Rick Rozz (κιθάρα), Terry Butler (μπάσο) και Bill Andrews (drums). Ξεκινούν μια μικρή περιοδεία όπου και παρουσιάζουν 3 κομμάτια από τον επερχόμενο δίσκο τους και παίζουν και στο Milwaukee Metalfest, δείγμα της αποδοχής που είχε το ντεμπούτο τους. Με την ίδια σύνθεση τον Απρίλιο του 1988 μπαίνουν στα Morrisound studios και ηχογραφούν το “Leprosy” με παραγωγό τον Dan Johnson, το οποίο κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Σε αυτό οι DEATH παρουσιάζονται και πάλι κτηνώδεις και βίαιοι, ταυτόχρονα όμως αρχίζει να γίνεται ορατή μια μεγαλύτερη έμφαση στη δημιουργία ενός ωριμότερου ήχου, χωρίς να χάνεται ο brutal χαρακτήρας της μπάντας. Στο “Leprosy” είναι και η πρώτη φορά που αναγράφεται το όνομα του Scott Burns (παραγωγός –είδωλο για το death metal), αυτή τη φορά ως μηχανικός ήχου και το γεγονός αυτό, όπως επίσης και ο διαυγέστατος και ογκώδης ήχος του δίσκου, θα τον κάνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα περιζήτητο στις τάξεις του death metal, με αποτέλεσμα πολλές μπάντες του είδους να επιλέξουν μελλοντικά για τις ηχογραφήσεις των δίσκων τους τα Morrisound studios και τον συγκεκριμένο παραγωγό.

deathtrib4

Η Μαρία Μερίκα και πάλι σχολιάζει  για  το “Leprosy”:

«Το “Leprosy” με κέρδισε αμέσως με την ισορροπία του ανάμεσα στην ωμότητα και την τεχνική όταν το άκουσα για πρώτη φορά στα 15 μου, μετά το εξίσου λατρευτό “Symbolic”. Λόγω ηλικίας μάλιστα είχα εντυπωσιαστεί από το πόσο αριστουργηματικά είναι και τα δύο αυτά albums, αλλά με διαφορετικό τρόπο, και σκέφτηκα ότι πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσω και τα υπόλοιπα albums των DEATH. Στο “Leprosy” συνάντησα τη λέπρα (κάθε φορά που έβλεπα το “Νησί” σκεφτόμουν αυτό το τραγούδι!), τη θνησιγένεια, το κανιβαλισμό, ανοιχτά φέρετρα και λοιπά αγαπημένα χόμπι κάθε Death-ά που σέβεται τον εαυτό του. Κάθε φορά που ξανακούω αυτό το album γίνομαι 15 ετών, όχι επειδή υπολείπεται σε τεχνική ή ουσία, αλίμονο!!! Επειδή αναβιώνει μέσα μου το πρωτόγνωρο συναίσθημα ότι ανακάλυψα τη νέα αγαπημένη μου μπάντα.»

Τον Οκτώβριο εμφανίζονται στο video Ultimate Revenge II, μαζί με DARK ANGEL, FORBIDDEN, RAVEN και FAITH OR FEAR. Περιοδεύουν και στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα προετοιμάζονται  για τον τρίτο τους δίσκο. Πριν ακόμα μπουν στο studio, ο Rick Rozz εκδιώκεται από την μπάντα  και ο Chuck αναφέρει τους λόγους χαρακτηριστικά: «Ο Rick βασικά εκδιώχθηκε από την μπάντα επειδή όλοι προοδεύαμε μουσικά ενώ αυτός όχι. Με απέτρεπε από το υλικό που ήθελα να γράψω λόγω της ανικανότητάς του να παίξει τα τραγούδια και όλοι γνωρίζαμε πλέον ότι ήταν καιρός για αλλαγή».

Έτσι τη θέση του δεύτερου κιθαρίστα παίρνει ο James Murphy (ex-AGENT STEEL, HALLOWS EVE) και με αυτό το line–up μπαίνουν στα Morrisound studios και πάλι, με παραγωγό τον Scott Burns και ηχογραφούν το “Spiritual Healing”. Το συγκεκριμένο album αποτελεί ένα τεράστιο βήμα για τη μπάντα, μιας και είναι έντονη η διάθεση του group να αποδεσμευτεί από την υπερηχητική επίθεση των 2 προηγούμενων δίσκων και να δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε τραγούδια πιο ώριμα, περισσότερο εστιασμένα και κατασταλαγμένα. Μεγάλη είναι η αλλαγή και στους στίχους, όπου τραγούδια όπως τα “Living Monstrosity” και “Altering The Future” παρουσιάζουν ένα περισσότερο κοινωνικά ευαισθητοποιημένο πρόσωπο των DEATH, εντελώς διαφορετικό από το εμπνευσμένο από ταινίες τρόμου χιούμορ των 2 πρώτων δίσκων. Το “Spiritual Healing” είναι από τα πρώτα αμιγώς death metal albums που σπάνε το φράγμα των 100.000 αντιτύπων στην Αμερική και αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην περιοδεία που ακολουθεί η μπάντα να εμφανίζεται σε ολοένα και μεγαλύτερα ακροατήρια.

deathtrib5

Ο Θανάσης Μπόγρης παραθέτει την άποψή του για το "Spiritual Healing":

«Για εμένα προσωπικά αυτός ο δίσκος αντιπροσωπεύει το πώς πρέπει να ηχεί και να παίζεται το death metal. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο! Ο αείμνηστος Chuck εν έτη 1990, «στρατολογεί» τον ΤΕΡΑΣΤΙΟ James Murphy στη θέση του απολυθέντα Rick Rozz, υιοθετεί μια προοδευτικότερη λογική στη σύνθεση των κομματιών, προσθέτει μελωδίες στα riffs του, κάνει στροφή 180ο στη θεματολογία των στίχων και το “Spiritual Healing” εγένετο. Οι κακές γλώσσες που αρχικά μίλησαν για ξεπούλημα, αναγκάστηκαν γρήγορα σε κατάποση, μπροστά στο μεγαλείο και τη λάμψη αυτού του διαμαντιού. 10 χρόνια έχουν περάσει από τη στιγμή που ο δημιουργός του πέρασε στην αντίπερα όχθη και ότι και να γράψω για αυτό το θέμα θα έχει χιλιογραφεί. Αν και ξεφεύγω κάπως, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ! Ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για αυτό το album, αλλά και για την μουσική που άφησε πίσω του ο Chuck Schuldiner, ένας αυτοδίδακτος μουσικός που επηρέασε στρατιές άλλων επαγγελματιών και μη μουσικών, μένοντας πάντα προσγειωμένος, σεμνός και προσηλωμένος στο μουσικό του όραμα. Στην περίπτωσή του το «Ουδείς αναντικατάστατος», έχασε το νόημά του! Σ’ ευχαριστούμε Chuck!»

Λίγο πριν την έναρξη της Ευρωπαϊκής περιοδείας οι προστριβές ανάμεσα στα μέλη του group, καθώς και κάποια προσωπικά προβλήματα του Chuck τον οδηγούν στην απόφαση να μην μετάσχει σε αυτήν. Τα  3 υπόλοιπα μέλη σε μια περίεργη κίνηση αποφασίζουν να περιοδεύσουν χωρίς αυτόν και έτσι στρατολογούν τους Walter Trachsler (guitar-roadie των DEATH) και Luie Carrisalez (φωνητικά-DEVASTASION) στη θέση του, ολοκληρώνοντας τις εμφανίσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους σε μια περιοδεία, που ανεπίσημα είχε τον τίτλο “Fuck Chuck tour”. Παράλληλα διαδίδουν φήμες ότι ο Chuck σκέφτεται να ξεκινήσει μια glam μπάντα ή ακόμα και ότι είναι έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική. Τα γεγονότα αυτά, όπως είναι επόμενο οδηγούν τον Chuck στην αναπόφευκτη λύση να αναζητήσει νέα μέλη για τους DEATH, τα οποία βρίσκει στα πρόσωπα των Paul Masvidal (κιθάρα) και Sean Reinert (drums) των CYNIC, αλλά και του Steve Di Giorgio (μπάσο) των SADUS.

Τα Morrisound studios και ο Scott Burns φιλοξενούν και πάλι τη μπάντα για την ηχογράφηση του επόμενου δίσκου. Το “Human” κυκλοφορεί προς τα τέλη του 1991 και παρουσιάζει το πιο τεχνικό πρόσωπο των DEATH μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η δήλωση του Chuck στο εσώφυλλο «το album είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός δίσκος για μένα, είναι μια δήλωση, είναι εκδίκηση», όπως είναι ευνόητο απευθύνεται στα πρώην μέλη της μπάντας τα οποία καπηλεύτηκαν το όνομα των DEATH και διέσπειραν ψευδείς φήμες για τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό της.

deathtrib6

Για τη προώθηση του δίσκου εκτός της επερχόμενης “Inhuman” tour οι DEATH αποφασίζουν να γυρίσουν και ένα video clip για το “Lack Of Comprehension” και έτσι γίνονται και μία από τις πρώτες death metal μπάντες εκείνη την εποχή που χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο μέσο προώθησης. 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι το “Human” ότι είναι η πιο επιδραστική κυκλοφορία των DEATH, μιας και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των death metal groups που ακολούθησαν, το αναφέρουν πάντα μέσα στις κύριες επιρροές τους και ουκ ολίγα έχουν καταχραστεί κάτι από τις εξαιρετικότατες συνθέσεις του. Ένας δίσκος που βούλωσε πολλά στόματα, τα οποία έκαναν περιπαικτικά σχόλια για την τεχνική και τις ικανότητες των death metal μουσικών και χρησίμευσε ως πολιορκητικός κριός για να σπάσει επιτέλους η πύλη που κρατούσε το death metal εγκλωβισμένο σε στενά πλαίσια.

Ο δίσκος πάει αρκετά καλά από άποψη πωλήσεων και ο Chuck είναι αρκετά ευχαριστημένος με το συγκεκριμένο line up τόσο που σκέφτεται να το μονιμοποιήσει. Η δέσμευση όμως των Paul και Sean για τους CYNIC οδηγούν τον  Chuck προς τα τέλη του 1992 να ψάχνει για νέα μέλη. Έτσι στο “Individual Thought Patterns” που κυκλοφορεί το 1993 συμμετέχουν οι Andy LaRocque (guitar-KING DIAMOND) και ο τεράστιος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, Gene Hoglan (drums-DARK ANGEL), ενώ ο Steve Di Giorgio παραμένει στη θέση του ως ο μπασίστας της μπάντας. Ο Scott Burns για ακόμη μια φορά και τελευταία όπως αποδείχθηκε, αναλαμβάνει την παραγωγή του δίσκου.

deathtrib7

Ένα νέο video clip για το “The Philosopher” αρχίζει να προβάλλεται στις κάθε λογής μουσικές  εκπομπές και χρησιμεύει για την καλύτερη προβολή του “Individual Thought Patterns” στο ευρύτερο κοινό. Αν και από πολλούς θεωρείται το λιγότερο προβεβλημένο, λιγότερο αποδεκτό και ίσως λίγο «δύστροπο» album της μπάντας, παρόλα αυτά είναι αδιαμφισβήτητη η ποιότητά του και η εν γένει καλλιτεχνική του αξία. Και ο Θανάσης Χατζόπουλος φυσικά δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική άποψη.

«Μέχρι το 2000 heavy metal για την αφεντιά μου ήταν ότι είχε αυτοκτονικές, αργές και σάπιες κιθάρες. Όταν δε αισθανόμουν απεγκλωβισμένος από την προεφηβική ψευδαίσθηση της ματαιότητας, σκότωνα τις στιγμές κεφιού με Σουηδικό skatepunk. Μέσα σε αυτόν το αχταρμά μουσικών επιλογών, λοιπόν, μια συνήθης κατάθεση χαρτζιλικιού στο δισκάδικο της γειτονιάς οδήγησε στο “Individual Thought Patterns” και την αρχή του τέλος για τη παιδική μου ψυχή.  Από το πρώτο riff, το πρώτο γρύλισμα του Chuck, μέχρι το τελευταίο σόλο-φιόγκος (σ.σ. για τη πολυπλοκότητα), οι κυνικές συνθέσεις προσγείωσαν τα μυαλά μου σε απειλητικό βαθμό και μου έκοψαν την ανάσα χιλιάδες φορές αποδεικνύοντας τη μουσική ιδιοφυία του ιθύνοντα νου των DEATH. Από την άλλη η αναζήτηση για το “ποιοί είναι όλοι αυτοί που παίζουν μουσική με αυτόν τον τρόπο χωρίς να κρατάω πισινή για τις προθέσεις τους” μου άνοιξε τα μάτια για μπάντες όπως οι KIND DIAMOND, SADUS, DARK ANGEL κτλ και με έκαναν να αγαπώ το metal, όσες παραφωνίες και αν υπάρχουν δεξιά και αριστερά.»

Ολόκληρη την επόμενη χρονιά τα πράγματα κυλούν σχετικά ήρεμα για τους DEATH, καθώς πέραν της καθιερωμένης περιοδείας και της προετοιμασίας για τον επόμενο δίσκο τίποτα άλλο αξιοσημείωτο δεν συμβαίνει στις τάξεις του group. Με την έναρξη του 1995 αρχίζει να παρατηρείται και πάλι κάποια δραστηριότητα με κυριότερη την αλλαγή εταιρείας και την ένταξη της μπάντας στην Roadrunner records μετά από 5 albums στην Combat/Relativity Ρecords. Δυστυχώς για άλλη μια φορά το line up δεν παραμένει σταθερό και  τη θέση των Andy LaRocque και Steve Di Giorgio, παίρνουν αντίστοιχα οι Bobby Koeldle και Kelly Conlon, ενώ ο Gene Hoglan παραμένει στη θέση του.

deathtrib8

Το “Symbolic” ηχογραφείται και αυτό στα Morrisound studios, με τον Jim Morris όμως τώρα να εκτελεί χρέη παραγωγού και κυκλοφορεί τον Μάιο του 1995. Δυστυχώς είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει σε μια εποχή που το ενδιαφέρον του κοινού και της εταιρείας τους είχε στραφεί σε άλλα μουσικά είδη και συνεπακόλουθα δεν έτυχε της προώθησης και της προβολής που του άξιζε, αν και για πολλούς metal οπαδούς θεωρείται ίσως το καλύτερο και ωριμότερο album των DEATH. Συνοψίζοντας σε λίγες λέξεις την προσωπική μου γνώμη για το “Symbolic” θα έλεγα ότι αποτελεί πρωτίστως την «χρυσή τομή» μεταξύ  όλων των δίσκων της μπάντας. Είναι το album που συνδύασε ισόποσα και  εξόχως αποτελεσματικά όλα τα διαφορετικά πρόσωπα των DEATH. Από τη μια η επιθετικότητα και ορμή του death metal και από την άλλη η τεχνική αντίληψη και τεχνοτροπία, δοσμένη μέσα από πανέμορφα μελωδικά και εύληπτα κομμάτια. Προοδευτικότητα, ευρηματικότητα και ευρεία μουσική αντίληψη, όλα μαζί συγκερασμένα σε ένα δίσκο που αποτέλεσε ορόσημο για το τεχνικό, προοδευτικό death metal και που προσωπικά για μένα, αν μου επιτρέπεται μια καθόλα προσωπική όσο και εξεζητημένη άποψη στέκεται μέχρι στιγμής στην πρώτη θέση του βάθρου με τα καλύτερα metal albums όλων των εποχών, ανεξαρτήτως ιδιώματος.

Με την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων για το “Symbolic” (tour, promotion κλπ) αρχίζει δειλά να ωριμάζει στο μυαλό του Chuck Schuldiner η ιδέα για τη δημιουργία ενός νέου group με διαφορετικό όνομα και διαφορετική μουσική προσέγγιση. Ενός group που θα έχει περισσότερο μεταλλική κατεύθυνση και θα περιλαμβάνει στις τάξεις του ένα κανονικό τραγουδιστή με «καθαρά» φωνητικά, που θα βοηθήσει τον ίδιο  να αποδεσμευτεί από τα φωνητικά του καθήκοντα και να επικεντρωθεί εξ ολοκλήρου στην κιθάρα του. Έχοντας τελειώσει και το συμβόλαιο με τη  Roadrunner η μπάντα βρίσκεται και πάλι σε αναζήτηση νέας δισκογραφικής στέγης την οποία βρίσκει στην  Nuclear Blast. Η συγκεκριμένη εταιρεία συναινεί στην κυκλοφορία του επόμενου «μετά-DEATH» εγχειρήματος, απαιτεί όμως πρώτα απ’ όλα μια νέα κυκλοφορία με το όνομα των DEATH. Η απαίτησή τους αυτή γίνεται δεκτή από τον Chuck και έτσι το “The Sound Of Perseverance” διατίθεται στην αγορά τον Σεπτέμβριο του 1998. Το line up για πολλοστή φορά είναι διαφορετικό και πλέον στο album συμμετέχουν εκτός βέβαια του Chuck, οι Shannon Hamm (guitar), Scott Clendenin (bass) και Richard Christy (drums), ενώ ο παραγωγός και το studio που ηχογραφήθηκε  ο δίσκος παραμένουν τα ίδια.

deathtrib9

Δυστυχώς αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο album των DEATH. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν η έντονη “progressive metal” αύρα που απέπνεε και η σχεδόν ολοκληρωτική αποκοπή από τις death metal ρίζες του παρελθόντος. Η καλλιτεχνική του αξία και πάλι όμως παρέμενε στα ύψη κάνοντας τους DEATH αποδεκτούς πλέον και σε πιο metal ακροατήρια. Ο Γιώργος Κατσαΐτης μας δίνει τη δική του άποψη για το συγκεκριμένο δίσκο:

«Αισθάνομαι λίγος μπροστά στο “The Sound Of Perseverance”. Αποφεύγω και να το κατηγοριοποιήσω. Είναι metal, είναι heavy και δείχνει το δρόμο. Αυτή η δισκάρα λοιπόν, κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να τοποθετήσει τους DEATH έξω από τα στενά όρια της μουσικής που έγιναν γνωστοί. Όχι δεν άλλαξαν τόσο τρομακτικά οι συνθέσεις σε αυτόν το δίσκο. Απλώς τα διαμάντια δύσκολα μένουν κρυμμένα στα μπαούλα, γιατί πολύ απλά όλοι τα ψάχνουν… Έτσι και αυτός ο δίσκος πέρασε στις καρδιές των περισσότερων δημιουργώντας παράλληλα και ένα αίσθημα θλίψης με την απώλεια του Chuck, αναλογιζόμενοι πόσα αριστουργήματα ακόμη θα μπορούσε να χαρίσει στη μουσική που αγαπάμε, αυτός ο μεγάλος τραγουδοποιός.»

Για ιστορικούς λόγους να αναφέρω ότι ήταν και το album το οποίο έφερε επιτέλους τους DEATH στη χώρα μας, για δύο από καιρό πολυαναμενόμενες εμφανίσεις. Σε αυτό το χρονικό σημείο επέρχεται και το αναμενόμενο τέλος για τους DEATH και ο Chuck πλέον διοχετεύει όλη την ενέργεια και τη δημιουργικότητά του στους νεοδημιούργητους CONTROL DENIED. Τη θέση του τραγουδιστή στη νέα μπάντα καλείται να καλύψει ο Tim Aymar (ex–PHARAOH, PSYCHO SCREAM) ενώ οι φήμες της εποχής αναφέρουν ότι και ο εξαίρετος Warrel Dane ήταν μεταξύ των υποψηφίων για τη θέση, αν και δεν έγινε γνωστό ποτέ κάτι επίσημα. Την ηχογράφηση του μπάσου για το νέο album αναλαμβάνει ο παλιός γνώριμος Steve DiGiorgio και έτσι το “The Fragile Art Of Existence” κυκλοφορεί μέσα στο 1999.

deathtrib10

Πλέον είναι ξεκάθαρη η καθαρά metal, προοδευτική προσέγγιση του group και το μόνο που απομένει να θυμίζει ότι στην ουσία πρόκειται για μια μπάντα του Chuck Schuldiner, είναι ο καθ’ όλα προσωπικός ήχος της κιθάρας του και τα χαρακτηριστικά solos του. Το album τυγχάνει θερμότατης και ευρύτατης αποδοχής από το κοινό και φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά μιας και αν το αποκόψουμε από οποιαδήποτε συσχέτιση με το παρελθόν και το εξετάσουμε ως αυτούσιο δημιούργημα ενός νέου σχήματος είναι ομολογουμένως εξαιρετικό. Η Μαρία Μερίκα για μια ακόμα φορά παραθέτει το σχόλιό της:

«Το “Fragile Art..” ήταν το τελευταίο album που απέκτησα απ’ όλα τα δημιουργήματα του Chuck και αποτελεί αναμφισβήτητα αυτό που όλοι διστάζουν ν’ αποκτήσουν. Ουσιαστικά, αυτό το album αποτελεί τη φυσική εξέλιξη του μουσικού οράματος που είχε ο Chuck στο τελευταίο album των DEATH, “The Sound Of Perseverance”, με μόνη «κραχτή» αλλαγή τα power φωνητικά του Tim Aymar (PHARAOH). Όσο κι αν ξενίζουν αρχικά, τα καταπληκτικά φωνητικά του ζευγαρώνουν πετυχημένα με τις δαιδαλώδεις συνθέσεις και αναμφιβόλως, το επίσημο κύκνειο άσμα του Chuck Schuldiner –ένα μάθημα ζωής- αξίζει περισσότερη προσοχή από τους οπαδούς τόσο του ακραίου όσο και του progressive ήχου απ’ όση έχει λάβει μέχρι τώρα.

“And when life seems to be complete, It comes and knocks us off our feet…”»

Δυστυχώς το ενθουσιώδες, όσο και πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα των CONTROL DENIED δεν είχε ευτυχέστατη κατάληξη. Τον Μάιο του 1999 ο Chuck μαθαίνει ότι για τους πόνους που τον ταλαιπωρούν ευθύνεται ένας καρκινικός όγκος στη βάση του εγκεφάλου του. Ολόκληρη η χρονιά όπως είναι λογικό περνάει με τον Chuck να παλεύει με την ασθένειά του, ακολουθώντας την ενδεδειγμένη θεραπεία, οπότε κάθε μουσικό σχέδιο τίθεται στο περιθώριο. Το 2000 είναι που η θεραπεία αρχίζει να έχει κάποια αποτελέσματα και έτσι ξεκινάει να γράφει νέο υλικό για το δεύτερο album των CONTROL DENIED. Παράλληλα εταιρείες και οπαδοί από όλο τον κόσμο κάνουν κινήσεις για να συγκεντρώσουν χρήματα  και να τον βοηθήσουν να ανταπεξέλθει στο ολοένα και αυξανόμενο κόστος των θεραπευτικών μεθόδων. Για το σκοπό αυτό η Nuclear Blast κυκλοφορεί το “Live At Eindhoven” DVD και CD, τα οποία είναι ηχογραφημένα στο Dynamo Festival του 1998. Η βελτίωση στην υγεία του Chuck δυστυχώς όμως είναι πρόσκαιρη και μετά από κάποιο διάστημα αρχίζει και πάλι να υποφέρει από πόνους και καθίσταται πλέον ανίκανος να παίξει και να συνθέσει μουσική.

deathtrib12

Το μοιραία αναπόφευκτο τέλος επέρχεται στις 13 Δεκεμβρίου του 2001, βυθίζοντας σε θλίψη τους οικείους του και χιλιάδες οπαδούς σε όλο τον κόσμο. Ήταν το τέλος εποχής για δύο πρωτοπόρα, ευρηματικά και σημαντικότατα groups, τους DEATH και CONTROL DENIED, των οποίων το δεύτερο album “When Man And And Machine Collide”, μένει μέχρι τις μέρες μας ημιτελές και δυστυχώς τα δικαιώματα για την κυκλοφορία του θα προκαλέσουν αρκετές προστριβές μεταξύ της Hammerheart Records, που επρόκειτο αρχικά να το κυκλοφορήσει και της οικογένειας του Chuck, μια διαμάχη που δεν τιμάει καμία από τις δύο πλευρές.

Πάνω απ’ όλα όμως η 13η Δεκεμβρίου 2001 σηματοδοτούσε το τέλος ενός μουσικού που στη σύντομη μουσική του καριέρα των 8 δίσκων, προσέφερε στο metal πολλά περισσότερα από αυτά που πήρε. Δημιούργησε εξ' ολοκλήρου και έκανε αποδεκτό ένα νέο ιδίωμα, το death metal και όταν είδε ότι αυτό το νέο είδος άρχισε να επαναλαμβάνει τον εαυτό του και να παγιδεύεται σε ένα φαύλο κύκλο κομφορμισμού και επανάληψης, ήταν από τους πρώτους που τόλμησαν να του προσδώσουν νέα στοιχεία και να το επεκτείνουν, κάνοντάς το ακόμα πιο ενδιαφέρον και απαιτητικό. Επιζητούσε συνεχώς την εξέλιξη και τη βελτίωση τόσο της μπάντας του όσο και του ιδίου, έχοντας ένα ισχυρότατο και ξεκάθαρο πλάνο για τη μουσική του και μια καθομολογούμενη τάση τελειομανίας, προσπαθώντας με όλα τα μέσα και με οποιοδήποτε κόστος να προσφέρει στον ακροατή όσο το δυνατόν καλύτερα και πληρέστερα albums. Ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που οι DEATH άλλαζαν line up σε κάθε κυκλοφορία και οδήγησε πολλές φορές στην παρεξήγηση και την αρνητική αντιμετώπιση του Chuck Schuldiner από μερίδα οπαδών και μουσικών εντύπων.

Το Avopolis/Metal προσπαθώντας να δώσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για το μεγάλο αυτό μουσικό και να αποσαφηνίσει ορισμένες καταστάσεις, ήρθε σε επικοινωνία με ένα μουσικό, συνεργάτη και εκλεκτό του φίλο, που παρέμεινε κοντά του μέχρι και την τελευταία στιγμή. Ο επίλογος λοιπόν, κυρίες και κύριοι, ανήκει στον Richard Christy, drummer στα “The Sound Of Perseverance” και “The Fragile Art Of Existence”.

deathtrib11Καλησπέρα Richard. Πρώτα απ’ όλα να σε ευχαριστήσω που δέχτηκες την πρόσκλησή μου να απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις που αφορούν τον Chuck και τους DEATH. Επίσης να αναφέρω ότι για μένα προσωπικά είναι μεγάλη τιμή να συνομιλώ με ένα μουσικό που έχει λάβει μέρος σε 2 αγαπητά μου albums.

Richard: Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, είναι τιμή για μένα να το κάνω αυτό και αισθάνομαι πολύ όμορφα που είσαι οπαδός των DEATH.

Λοιπόν πότε συνάντησες τον Chuck για πρώτη φορά;

R: Συνάντησα τον Chuck το 1996 όταν μετακόμισα στο Orlando της Florida. Ήμουν με ένα φίλο μου σε ένα εμπορικό κέντρο στο Altamonte Springs και μπήκαμε σε ένα βιβλιοπωλείο και εκεί είδαμε τον Chuck να διαβάζει ένα περιοδικό για studios ηχογράφησης. Κοιταχτήκαμε με το φίλο μου και δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι o ίδιος ο Chuck ήταν μέσα στο κατάστημα. Ήμασταν πολύ νευρικοί αλλά τελικά αποφασίσαμε να πάμε να του μιλήσουμε. Ήταν πολύ φιλικός μαζί μας  και κουβεντιάσαμε για περίπου 30 λεπτά για την μουσική που γουστάραμε, το heavy metal. Εκείνη τη στιγμή ανέφερα στον Chuck ότι είμαι drummer και συνέχισα να τον βλέπω σε διάφορα parties και heavy metal shows στο Orlando. Με τον τρόπο αυτό γίναμε φίλοι και έτσι έκανα την audition για τους DEATH τον Ιούλιο του 1997.

Πριν ενταχθείς στους DEATH ήσουν οπαδός τους; Ποιο είναι το αγαπημένο σου album;

R: Ήμουν ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ οπαδός των DEATH από την πρώτη φορά που τους άκουσα. Ήταν το 1990 και ήμουν ακόμη στο γυμνάσιο. Το αγαπημένο μου album είναι το “Human”. Το άκουσα μόλις κυκλοφόρησε το 1991 και δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο εξαιρετικά κομμάτια είχε και την επίσης εξαιρετική απόδοση του group. Μου άρεσε που από τη μια οι DEATH ήταν super heavy και ταυτόχρονα μελωδικοί και catchy. Από την πρώτη μέρα που το απέκτησα άρχισα να εξασκούμαι στα drums ακούγοντάς το.

Ποιες είναι οι πιο δυνατές αναμνήσεις σου από τις ηχογραφήσεις των “The Sound Of Perseverance”και “The Fragile Art Of Existence”;

R: Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα είναι πόση πλάκα είχαμε στο studio, πόσο ενθουσιασμένοι ήμασταν με τα τραγούδια και το πόσο ομαλά κύλησαν τα πάντα κατά τις ηχογραφήσεις. Προβάραμε τα κομμάτια του “The Sound Of Perseverance” για περίπου ένα χρόνο οπότε ήμασταν αρκετά προετοιμασμένοι. Θυμάμαι επίσης την πρώτη φορά που μπήκα στα Morrisoumd studios μαζί με τον Chuck. Ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ήμουν στα συγκεκριμένα studios και ηχογραφούσα τα drums για ένα δίσκο των DEATH. Ήταν ένα όνειρό μου από τα σχολικά μου χρόνια που τώρα εκπληρωνόταν. Μια άλλη όμορφη ανάμνηση είναι εγώ, ο Chuck και ο Jim Morris να πηγαίνουμε στο αγαπημένο μου εστιατόριο το Carrabba’s στην Tampa, για να γιορτάσουμε την ολοκλήρωση των drum parts για κάθε album. Εκεί είχαμε κάθε φορά ένα πολύ καλό γεύμα, άφθονα ποτά και γενικά μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα μεταξύ μας.

Τι γίνεται με το δεύτερο album των CONTROL DENIED; Η Relapse Records έχει ανακοινώσει ότι θα το κυκλοφορήσει προς το τέλος του έτους. Μπορείς να μας δώσεις κάποιες πληροφορίες;

R: Ελπίζουμε να το έχουμε ολοκληρώσει ως το τέλος της χρονιάς. Τα πάντα εξαρτώνται από το πρόγραμμα του καθενός, γιατί όλοι μας έχουμε καθημερινές δουλειές και άλλες μπάντες. Επίσης , πρόσφατα έγινε διάρρηξη στα Morrisound Studios, οπότε εξαρτάται και από τον Jim Morris πότε θα βρει το χρόνο για να ολοκληρωθεί το album.

deathtrib13Γνωρίζεις τους λόγους για τους οποίους ο Chuck διέλυσε τους DEATH και συνέχισε με το όνομα των CONTROL DENIED;

R: Νομίζω ότι ήταν γιατί ο Chuck ήταν πάντα μεγάλος οπαδός του μελωδικού τρόπου τραγουδιού, όπως για παράδειγμα γίνεται στους IRON MAIDEN και WATCHTOWER. Ήταν οπαδός του Jason McMaster τραγουδιστή των WATCHTOWER,  όπως επίσης και των JAG PANZER και θεωρώ ότι ήθελε να ξεκινήσει μια μπάντα με ένα παρόμοιο τραγουδιστή και να τη διαχωρίσει από τους DEATH. Επίσης θεωρώ ότι ήθελε στα live να αποδεσμευτεί από τα φωνητικά του καθήκοντα και να αφοσιωθεί πλήρως στην κιθάρα του.

Προσωπικά θεωρώ ότι ο Chuck είχε πάντα ένα ισχυρό όραμα για τη μουσική του. Εννοώ ότι σε κάθε κυκλοφορία έγραφε τη μουσική και τους στίχους μόνος του. Ήταν ανοιχτός σε προτάσεις από τους άλλους μουσικούς της μπάντας  ή όταν μπαίνατε στο studio τα πάντα ήταν έτοιμα και το μόνο που είχατε να κάνετε ήταν να ηχογραφήσετε τα μέρη σας;

R: Ναι, ήταν πολύ δεκτικός σε οποιαδήποτε πρόταση αφορούσε τη μουσική. Στα “The Sound Of Perseverance” και “The Fragile Art Of Existence” μου έλεγε συνεχώς να βρω κάποιο «τρελό» ρυθμό στα drums και ήταν ανοιχτός σε όποια ιδέα είχα. Μερικά από τα riffs της κιθάρας στο 2ο album των CONTROL DENIED είναι γραμμένα γύρω από ορισμένα drum parts, γεγονός που ήταν διασκεδαστικό για μας. Έπαιζα ένα ρυθμό στα drums και ο Chuck έγραφε ένα riff για να το συνδυάσει. Σε κάθε πρόβα διασκεδάζαμε αρκετά και δεχόταν με άνεση τις ιδέες όλων μας.

Πίσω στο 1990 τα υπόλοιπα μέλη των DEATH είχαν διαδώσει φήμες για τον Chuck ότι ήταν πολύ παράξενος ως άτομο και πολύ δύσκολο να συνεργαστείς μαζί του. Ποιά είναι η άποψή σου;

R: Πάντα ήταν συνεργάσιμος και πολύ φιλικός με όλους. Περνούσαμε πολύ όμορφα τόσο  στο studio όσο και στις περιοδείες και ποτέ δεν τον είδα να είναι θυμωμένος ή αναστατωμένος. Ήταν προσγειωμένος και πάντα αισθανόταν απίστευτα κολακευμένος όταν οι fans του λέγανε πόσο πολύ γουστάρουν τη μουσική του. Θυμάμαι όταν παίξαμε στο Μιλάνο το 1998, μόλις είχαμε βγει από το tour bus και υπήρχαν εκατοντάδες fans να μας περιμένουν. Ο Chuck ήταν ενθουσιασμένος που υπήρχε τόσος κόσμος που ήθελε να τον συναντήσει. Μας ακολούθησαν όλοι στο εστιατόριο που πήγαμε να φάμε πριν το show και είχαν κολλήσει τα πρόσωπά τους στο τζάμι κοιτάζοντάς μας. Θυμάμαι τον Chuck να νιώθει πραγματικά ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΤΙΜΗ γι’ αυτό.

Πώς αντιμετώπισε την ασθένειά του;

R: Ήταν πολύ δύσκολο και σκληρό να τον βλέπεις καθημερινά να παλεύει με αυτό. Παρόλα αυτά ήταν δυνατός και αποφασισμένος να το πολεμήσει. Ακόμα και όταν ήταν άρρωστος, έπαιζε κιθάρα και έγραφε μουσική. Ήταν από τους πιο παθιασμένους και σκληρά εργαζόμενους μουσικούς που έχω συναντήσει και ήταν πολύ παρήγορο και εμψυχωτικό να τον βλέπεις να είναι τόσο δυνατός.

Πώς και πότε έμαθες για το θάνατό του;

R: Το έμαθα την ίδια μέρα που συνέβη από την αδερφή του Beth και ήταν η πιο λυπηρή μέρα της ζωής μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω και ακόμα δεν μπορώ. Τον σκέφτομαι κάθε μέρα και δεν μπορώ να δεχτώ ότι έφυγε. Η μουσική του βέβαια θα ζει για πάντα και έχει εμπνεύσει πάρα πολλούς σε όλο τον κόσμο. Η οικογένειά του αισθάνεται μεγάλη τιμή που ακόμη υπάρχουν εκατομμύρια οπαδοί στον κόσμο που ακούν καθημερινά τη μουσική του.

deathtrib14Πίσω στο 1998 παίξατε δύο shows στην Ελλάδα. Οι αναμνήσεις σου;

R: Λατρέψαμε την Ελλάδα. Είναι μία από τις ομορφότερες χώρες που έχω επισκεφθεί και τα δύο shows που παίξαμε εκεί ήταν καταπληκτικά. Οι οπαδοί είναι τόσο αφοσιωμένοι και ήταν ευχαρίστησή μας να παίξουμε στη χώρα σου. Θυμάμαι κάποιους οπαδούς να μας υποδέχονται στο αεροδρόμιο και τον Chuck να αισθάνεται τιμή για αυτό. Επίσης, θυμάμαι ότι πριν το show της Αθήνας είχαμε 2 μέρες ρεπό, οπότε μπορέσαμε να δούμε πολλά από τα αξιοθέατα της πόλης και ήταν φανταστικά. Είχαμε πάει στο λόφο του Λυκαβηττού σε ένα εστιατόριο και ήταν απλά καταπληκτικά. Κάποια άλλη στιγμή είχαμε καθίσει για φαγητό σε ένα μαγαζί έξω και στο διπλανό τραπέζι μερικά περιστέρια έτρωγαν τα απομεινάρια του φαγητού που είχαν μείνει και χτυπούσαν με τα ράμφη τους τα πιάτα. Αμέσως ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού βγήκε έξω φωνάζοντας δυνατά και άρπαξε ένα περιστέρι με το χέρι του και μετά το άφησε να φύγει. Εγώ, ο Chuck, ο Shannon και ο Scott βλέποντας το όλο σκηνικό είχαμε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Στην αρχή ο ιδιοκτήτης μας κοίταξε παράξενα, αλλά μετά και αυτός άρχισε να γελάει δυνατά. Περάσαμε φανταστικά στην Ελλάδα και οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ αγαπητοί.

Αυτές ήταν οι ερωτήσεις μου Richard. Σε ευχαριστώ για το χρόνο σου και να είσαι καλά.

Σε ευχαριστώ και εγώ με τη σειρά μου. Να προσέχεις και καλή σου μέρα!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured