metal.team

“Here comes the metal meltdown, run for your lives – Can’t stop the metal meltdown, no one survives.” Πραγματικά, το shock που υπέστη η μεταλλική κοινότητα παγκοσμίως όταν κυκλοφόρησε το διαμάντι των Judas Priest “Painkiller” που μπορεί να αποτυπωθεί στο παρααπάνω στίχο από το “Metal meltdown”. Γενικότερα, το Painkiller λιώνει μέταλλα με χαρακτηριστική ευκολία. Και φυσικά, δημιουργοί του είναι οι άνθρωποι που κατάφεραν να συνθέσουν μουσική που ταιριάζει γάντι στον όρο heavy metal, όπως κανένας άλλος. Αν κάποιος δεν έχει ακούσει ποτέ metal, μπορεί να μπεί αμέσως στο νόημα ακούγοντας ένα κομμάτι Judas Priest.


Η ιστορία του σχήματος ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 70 με τις συνηθισμένες και αλλεπάλληλες αλλαγές στο line-up και τελικά η πρώτη επίσημη δισκογραφική δουλεία ακούει στο όνομα “Rocka Rolla”, το 1974. Rob Halford (V), Glen Tipton (G), Kenneth Downing (G), Ian Hill (B) και διάφοροι drummers ( Hinch, Moore) συνθέτουν τους JP το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Το Rocka Rolla είχε κακή παραγωγή. Το ίδιο συνέβη και με το “Sad wings of destiny” που ακολούθησε. Τα προβλήματα με τη δισκογραφική εταιρεία τους (Gull records) ταλαιπωρούν ακόμα και σήμερα το σχήμα, το οποίο αναγνωρίζει ως πρώτη δουλειά το “Sin after sin”.


Κάπου εκεί (1978-79) η καριέρα του σχήματος άρχισε να απογειώνεται και βασικό μερίδιο ανήκει στο “Killing machine”. Οι κυκλοφορίες των “Screaming for vengeance” και “Defenders of the faith” σημάδεψαν μια χρυσή περίοδο για τους Judas Priest, κατά τη διάρκεια των 80’s. Κάπου προς το τέλος, ήρθε ένας ξεπεσμός με κυκλοφορίες που αμαύρωσαν την εικόνα ενός κολοσσιαίου συγκροτήματος, όπως το “Ram it down” το οποίο δεν είχε φυσικά drums, αλλά προγραμματισμένα.


Και επιστρέφουμε στο shock της κυκλοφορίας του Painkiller. Ποιός περίμενε ένα τέτοιο αριστούργημα, από ένα σχήμα το οποίο πολλοί πίστευαν ότι είχε κορρεστεί λόγω της μνημιώδους επιτυχίας του. Μάλιστα, κάποιες δικαστικές διαμάχες (που αφορούσαν κατηγορίες για υποσυνείδητα μηνύματα και αυτοκτονίες παιδιών) επηρρέασαν αρνητικά τα μέλη της μπάντας. Τελικά, η δικαιοσύνη μίλησε, και το Painkiller σκόρπισε τον ενθουσιασμό. Σημαντική (και καθοριστική) αλλαγή στο line-up ήταν η προσχώρηση του drummer Scott Travis, δίνοντας στη συνθετική τριάδα των Halford-Tipton-Downing ακόμα πιο γερές βάσεις.


Ο Travis δεν είχε καμμία σχέση με τον μέτριο Dave Holland, και η διαφορά είναι αισθητή από την επιθετικότητα του album. Διπλοπέταλο και τα μυαλά στα κάγκελα. Αλλά πέρα από αυτό, το Painkiller απαρτίζεται από συνθέσεις τόσο εντυπωσιακές, που όλο το album ακούγεται χωρίς να δυσανασχετεί ο ακροατής για κάποιο filler κομμάτι. Για το ομόνυμο κομμάτι-ύμνο, ουδέν σχόλιο. Για το “Hell patrol”, τα φωνητικά του ύψιστου Halford καθώς και το δεμένο rhythm section ξεκαθαρίζουν τη κατάσταση με συνοπτικές διαδικασίες.


“All guns, all guns blazing” στη συνέχεια, ενώ το riff του “Leather rebel” στο καπάκι σε κάνει να απορείς για το πώς δημιουργήθηκε τέτοια δισκάρα. Πολύ βαρβαρίλλα στο “Metal meltdown” και η μελωδικότητα του θρυλικού “Night crawler” ανεβάζουν τον ακροατή, ο οποίος πλέον βρίσκεται σε πελάγη μουσικής ευτυχίας. Ξεκάθαρο heavy-heavy-heavy metal στο “Between the hammer and the anvil” και είναι γεγονός ότι αισίως φτάσαμε στο ένα και μοναδικό “Touch of evil” στο οποίο ο Halford σαρώνει ότι βρεί μπροστά του. Και έτσι απλά τελειώνουμε με το “One shot at glory” (αφού προηγηθεί η εισαγωγή “Battle hymn”). Άψογη συνεργασία του διπλοπέταλου με τα απίστευτα riffs (όπως σε όλο το δίσκο άλλωστε) και όταν τελειώσει η καταιγίδα, οι μελωδίες μένουν καρφωμένες, και ταξιδεύουν συνεχώς στο μυαλό του ακροατή. Έτσι απλά.....


Η υπερ-περιοδεία για το Painkiller είχε τρομερή επιτυχία, αλλά το τέλος της βρήκε τον Rob Halford να εγκαταλείπει το σχήμα (αφού βέβαια ξεφτιλίστηκε με τις δηλώσεις που έκανε περί ομοφυλοφιλίας κλπ.). Η κατακραυγή ήταν εντυπωσιακή, αλλά τελικά σήμερα ο Tim Owens βρίσκεται στη θέση του τραγουδιστή, ο οποίος συνθετικά είναι υποδεέστερος, αλλά εκτελεστικά ορισμένες φορές (ορισμένες, όχι τις περισσότερες) υπερτερεί.


Εν πάσει περιπτώσει, εν αναμονή του καινούργιου δίσκου Judas Priest, το Painkiller (με την τρομακτική παραγωγή με την υπογραφή του Nick Tsangarides) σας προκαλεί να το βάλετε στο στερεοφωνικό σας (ή να το προσθέσετε στη δισκοθήκη σας, αμέσως τώρα και χωρίς πολλές κουβέντες) και να θυμηθείτε τι σημαίνει metal. Γιατί τώρα τελευταία έχουμε μπλέξει με άλλα μουσικά (τρόπος του λέγειν) ιδιώματα τα οποία τείνουν να αποπροσανατολίσουν τους metalheads, αφού παντού κολλάει και η ταμπέλα metal ( rap metal....για να σοβαρευτούμε λιγάκι).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured