Στο χώρο του metal – και όχι μόνο- λίγες είναι οι περιπτώσεις που ο πρώτος δίσκος μιάς μπάντας αποδεικνύεται ο καλύτερος με το πέρασμα του χρόνου. Και αυτό γιατί υποτίθεται ότι ο χρόνος λειτουργεί θετικά μέχρι ένα σημείο, σε θέματα συνθετικής και εκτελεστικής ωριμότητας. Εκτός και αν το ταλέντο κάποιου μουσικού είναι τέτοιο που εξαντλείται με την πρώτη απόπειρα. Πράγματι, το ταλέντο του ηγέτη των thrashers Annihilator, Jeff Waters, είναι αναμφισβήτητο και γίνεται περισσότερο εμφανές στη πρώτη κυκλοφορία, “Alice in hell”.
Ο Καναδός κιθαρίστας φαίνεται να ασχολείται με τη μουσική από τα παιδικά του χρόνια, πράγμα που του προσέδωσε μια δεξιοτεχνία, τουλάχιστον σε σύγκριση με τα άλλα thrash metal σχήματα. Έτσι, η προσέγγιση στις thrash φόρμες γίνεται με έναν πιο μελωδικό τρόπο απ’ότι θα περίμενε κανείς. Όταν κυκλοφόρησε το “Alice in Hell”, αίσθηση έκανε το γεγονός ότι ο ηγέτης ενός τέτοιου σχήματος δεν έπαιζε μπάσσο (Slayer, Sodom etc.) καθώς και η ποικιλία στα riffs.
Γενικότερα, οι Annihilator μπορούν να θεωρηθούν ώς ένα project του Waters, καθώς κατά καιρούς έχει πλαισιωθεί από πληθώρα μουσικών. Το αρνητικό της υπόθεσης είναι ότι οι αλλαγές στους τραγουδιστές στέρησαν από το σχήμα έναν άμεσα αναγνωρίσημο ήχο, τουλάχιστον μετά το “Alice in Hell”. Και αυτό γιατί σε τούτο το δίσκο, κυριαρχεί ένας ήχος-σφραγίδα, με τους Randy Rampage (V), Anthony Greenham (G), Ray Hartmann (D) και Wayne Darley (B) να συμπληρώνουν τη πεντάδα και να κάνουν το album να πουλάει απρόσμενα.
Το tracklisting ουσιαστικά απαρτίζεται από κομμάτια που συνέθεταν δύο demos του σχήματος, κυκλοφορίας 1984 και 1986, ενώ ο δίσκος στη τελική του μορφή ολοκληρώθηκε το 1988 και βγήκε στην αγορά το 1989, λόγω των δυσκολιών που μπορούσε να συναντήσει κανείς σε μια χώρα άσχετη με το metal (Καναδάς). Το εντυπωσιακό είναι ότι πρώτα ολοκληρώθηκε η ενορχήστρωση του δίσκου, και μόνο αφού πείστηκε ο Waters ότι η απόδοσή του στα φωνητικά των demos δεν ήταν η κατάλληλη, αναζητήθηκε τραγουδιστής. Ο Rampage έδωσε τη λύση, και όλα εξελήχθηκαν καλά. Ίσως η παραγωγή να «μπάζει» σε σημεία (ορισμένες φορές τα drums βρίσκονται υπερβολικά στο παρασκήνιο) αλλά κομμάτια όπως “Alison Hell” και “W.T.Y.D” δικαιολογούν τον ενθουσιασμό που ακολούθησε τη κυκλοφορία του δίσκου.
Δυστυχώς, το group δεν απέδωσε τα αναμενόμενα τα επόμενα χρόνια, πράγμα που ίσως δίνει περισσότερη αξία στο “Alice in Hell” απ’ότι πρέπει. Δεν παύει να είναι όμως ένα άριστο δείγμα εναλλακτικής προσσέγγισης στο thrash , η οποία απαιτεί περισσότερη τεχνική και περιέχει και αμιδρές αναφορές στο αμερικάνικο heavy/power της εποχής. Πρόκειται για ένα μάλλον απαραίτητο δίσκο για όσους ενδιαφέρονται για αξιοσημείωτες δουλειές του παρελθόντος (δηλαδή για όλους τους συνειδητοποιημένους metalheads).
Tracklisting: “Crystal Ann”, “Alison Hell”, “W.T.Y.D”, “Wicked Mystic”, “Burns Like a Buzzsaw Blade”, “Word Salad”, “Schizos (Are Never Alone) Pts. I & II”, “Ligeia”, “Human Insecticide”.